1974 - 2004, παράλληλοι
βίοι
ή
Πώς το δίκαιο
ξεπουλιέται στο βωμό των συμφερόντων.
«Λογαριάσατε λάθος
με το νου σας εμπόροι,
δεν μετριέται
πατρίδας λευτεριά με τον πήχη».
Εδώ και ένα
περίπου μήνα, το Κυπριακό βρίσκεται
εν μέσω σημαντικότατων και
καθοριστικών εξελίξεων, οι οποίες
καλπάζουν, από ώρα σε ώρα, από μέρα σε
μέρα. Αυτή την περίοδο, στο τραπέζι
των διαπραγματεύσεων βρίσκεται για
δεύτερη φορά η πρόταση του Γενικού
Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, κου
Κόφι Ανάν, για επίλυση του
προβλήματος. Αυτή όμως η φορά
διαφέρει από οποιαδήποτε άλλη, ακόμη
και από την πρώτη εμφάνιση του
Σχεδίου Ανάν, στο ότι πλέον δεν
υπάρχουν περιθώρια εναλλακτικής
επιλογής, υπάρχει ένας και μόνο
εδαφικός διακανονισμός, ο οποίος
μάλιστα είναι και πολύ συγκεκριμένα
καθορισμένος, με πολυσέλιδους
προσδιορισμούς και χάρτες. Κυριότερο
όμως είναι το ασφυκτικό
χρονοδιάγραμμα, αλλά και οι
αφόρητες πιέσεις από τους «μεγάλους»
(βλέπε ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο και ΟΗΕ).
Από το 1974 μέχρι
σήμερα, υπήρξαν πολλαπλοί γύροι
συνομιλιών, χωρίς ουσιαστικό
αποτέλεσμα, με μία και μόνη γραφική
λεπτομέρεια: ενώ την Ε/Κ πλευρά
εκπροσώπησαν διάφοροι επιφανείς
πολιτικοί αρχηγοί, την Τ/Κ πλευρά εδώ
και 30 σχεδόν χρόνια εκπροσωπεί ο
ίδιος, αδιάλλακτος και άκαμπτος
ηγέτης, που αρέσκεται στην ξύλινη
γλώσσα και τις δηλώσεις εντυπώσεων.
Στα χρόνια που πέρασαν, πολλαπλά
ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας
και της Γενικής Συνέλευσης των
Ηνωμένων Εθνών έχουν ψηφιστεί,
αξιώνοντας την επιστροφή όλων των
προσφύγων στις πατρογονικές τους
εστίες και τον τερματισμό της
παράνομης κατοχής του βόρειου μέρους
της Κύπρου. Υπόψην ότι κανένα
κράτος, εκτός από την Τουρκία και το
Πακιστάν, δεν έχει αναγνωρίσει το
ανομιμοποίητο κρατίδιο του Ντεκτάς.
«Μαξιλάρι» στο αγκάθινο στρώμα της
συνεχιζόμενης κατοχής της Κύπρου μας
ήρθε η συμφωνία στην Κοπεγχάγη και η
υπογραφή της Συνθήκης προσχώρησης
στη Στοά του Αττάλου, όταν ο πρόεδρος
Παπαδόπουλος υπέγραψε τη συνθήκη
προσχώρησης της Κύπρου στην
Ευρωπαϊκή Ένωση, χωρίς όρους και
προϋποθέσεις, ανεξαρτήτως λύσης ή
όχι του Κυπριακού, με εφαρμογή από
την πολυπόθητη 1η Μαΐου 2004.
Φεύγοντας από το
παρελθόν, συνεχίζω γράφοντας το
άρθρο αυτό και σε πρώτο ενικό πρόσωπο,
αποσκοπώντας στο παρόν και, κυρίως,
στο μέλλον, του τόπου αυτού,
παραθέτοντας την ταπεινή μου άποψη
περί του Σχεδίου Ανάν. Θα πρέπει να πω
πως υπήρξα παλαιότερα συντάκτης σε
διάφορα μέσα, γράφοντας για πολλαπλά
θέματα. Είμαι ένας άνθρωπος που δεν
ανήκει σε κάποιο κόμμα, αποφεύγοντας
έτσι τις ιδεολογικές εμμονές.
Προσδιορίζω τον εαυτό μου ως Κύπριο
πρώτα, και μετά ως οτιδήποτε άλλο, και
για εμένα η σημαία που με εκφράζει
είναι μία, αυτή της Κυπριακής
Δημοκρατίας, μιας και οι σημαίες στη
σημερινή εποχή που ζούμε είναι
κατεξοχήν κρατικά σύμβολα. Και αυτήν
έχω (μαζί με της Ε.Ε.) στο γραφείο μου.
Δεν θεωρώ πως είμαι πατριώτης, με τη
στενή έννοια του όρου (ποιος
άλλωστε είναι στη σημερινή εποχή;),
και δηλώνω πως απεχθάνομαι
τον εθνικισμό και τις ακραίες
ιδέες, αλλά για εμένα η υψηλότερη
ιδέα είναι η Δημοκρατία μας, με όλα τα
μειονεκτήματα και τα ελαττώματά της.
Το άρθρο αυτό το γράφω με υψηλή την
αίσθηση της κριτικής σκέψης, αφού η
προσωπική μου διαπίστωση είναι πως ο
κόσμος στην Κύπρο, δυστυχώς, είναι
ανενημέρωτος ή, καλύτερα, ελλιπώς και
μη αντικειμενικά ενημερωμένος. Λόγω
του ότι, αν και έχω διαμορφώσει
συγκεκριμένη άποψη για το Σχέδιο, δεν
θέλω να προκαταβάλω οποιοδήποτε,
αλλά ούτε και να δημαγωγήσω, θα
παραθέσω κυρίως τα ερωτήματά μου, στα
οποία ο καθένας μπορεί να (μην) βρει
την απάντηση στο ίδιο το Σχέδιο,
αφήνοντας τους αναγνώστες να με
κρίνουν.
Διαβάζοντας το
Σχέδιο Ανάν, παρακολουθώντας πολλές
και αντιφατικές ερμηνείες του
Σχεδίου - οι οποίες και
αντικατοπτρίζουν τις ιδεολογικές
αντιλήψεις των ατόμων που το
ερμηνεύουν - έχω διαπιστώσει τα εξής:
το Σχέδιο Ανάν είναι εξαιρετικά
πολύπλοκο, αεροβατώντας ανάμεσα στην
ομοσπονδία και τη συνομοσπονδία, η
εφαρμογή του επιβάλλεται - κατά
παράβαση κάθε λογικής - από
ασφυκτικότατα χρονοδιαγράμματα,
αποκλίνει σημαντικά από το κοινοτικό
κεκτημένο, ουσιαστικά διαλύει την
Κυπριακή Δημοκρατία και αποδέχεται
τα τετελεσμένα της εισβολής,
εξισώνοντάς την με το ψευδοκράτος,
προάγει και συντηρεί τις εθνοτικές
διαφορές, εισαγάγει έννοιες και
δεδομένα που είναι αντίθετα με το
διεθνές δίκαιο και τα ανθρώπινα
δικαιώματα, αλλά και καθιστά την
Κύπρο όμηρο της Τουρκίας (και της
Ελλάδας), αλλά και θέτει σε πιθανώς
ανεπανόρθωτο κίνδυνο την οικονομική
μας ευημερία και την κρατική μας
οντότητα.
Το βασικότερο
ερώτημα, κατά τη γνώμη μου, είναι: «Γιατί
ο κύριος Ανάν επιζητεί άμεσα και
επιτακτικά την επίλυση του Κυπριακού
πριν από την ένταξη της Κύπρου στην
Ευρωπαϊκή Ένωση; Προς τι αυτή η
βιασύνη; Τι έχει να κερδίσει;».
Μιλώντας με αρκετούς Κύπριους,
διαπίστωσα ότι υπάρχει μια
προπαγάνδα από θιασώτες, κυρίως, του
Σχεδίου Ανάν, πως αυτή τη στιγμή
είναι το ραντεβού της Κύπρου με την
ιστορία, πως αν χαθεί αυτή η ευκαιρία
θα επέλθει η οριστική διχοτόμηση του
νησιού και πως θα εξανεμιστούν όλες
οι ελπίδες των προσφύγων, αλλά και
μια νέα «άποψη» - που αν την εξέφραζε
κάποιος πέρσι θα εισέπραττε
τουλάχιστο την κατάκριση του λαού -
πως είμαστε τάχα οι ηττημένοι
πολέμου, και πως ήρθε η στιγμή να
συνθηκολογήσουμε, διασώζοντας όσα
μας δώσουν, αλλιώς θα τα χάσουμε για
πάντα!!! Και έρχομαι να ρωτήσω. Αν ο
κος Ανάν ήταν ο Επίτροπος της
Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα μπορούσα να
δικαιολογήσω την εμμονή του για λύση
πριν από την ένταξη. Όμως, δεν είναι.
Τι μπορεί να είναι αυτό που ωθεί τον
κο Ανάν να επιζητεί εναγώνια το
διακανονισμό αυτό; Τι είναι αυτό που
τον κάνει να γοητεύει τους δύο ηγέτες
με το δέλεαρ της ιστορίας; Πολύ
περισσότερο, τι είναι αυτό που κάνει
τους Βρετανούς να μας δελεάζουν
προσφέροντάς μας σημαντικό μέρος των
δύο Κυρίαρχων Βάσεών τους; Μήπως το
γεγονός ότι, με η ένταξή μας στην
Ευρωπαϊκή Ένωση, θα εξυπακούει σε
περίπτωση λύσης sine qua non εφαρμογή του
κοινοτικού κεκτημένου, χωρίς
εξαιρέσεις και παρεκκλίσεις και στο
βόρειο μέρος της Κύπρου, κάτι το
οποίο φυσικά δεν συμφέρει την ʼγκυρα
και τους εγκάθετούς της; Μήπως το ότι
τη στιγμή αυτή, ίσως από τις λίγες
φορές που έχει ενεργητικά την
ιδιότητα αυτή, η Κύπρος δεν είναι
πιόνι, αλλά ρυθμιστής σε μια σειρά
από συμφέροντα, τα οποία θα
διακανονιστούν με την τυχόν επίλυση
του Κυπριακού, σίγουρα όχι προς
όφελος του κυπριακού λαού; Οι μεν ΗΠΑ
θέλουν να εκμεταλλευτούν τη
γεωστρατηγική θέση της Τουρκίας, το
Ηνωμένο Βασίλειο θέλει επίσης να
διαδραματίσει ρυθμιστικό ρόλο. Η
Τουρκία θέλει να εξασφαλίσει το
συγχωροχάρτι (αφού με την επίλυση του
κυπριακού παύει να υπάρχει
οποιοδήποτε κώλυμα για την ένταξή
της στην Ευρωπαϊκή Ένωση), η δε Ελλάδα
θέλει πάση θυσία να τακτοποιήσει τις
οποιεσδήποτε διαφορές της με τη «γείτονα
χώρα» της. Όλες αυτές οι χώρες, φυσικά,
θεωρούν την Κύπρο πανάκεια των
προβλημάτων τους, αδιαφορώντας
ουσιαστικά για τον κυπριακό λαό.
Το Σχέδιο Ανάν
βασίζεται στη λογική της
παρθενογένεσης: Η «νέα κατάσταση
πραγμάτων» απαιτεί τη διάλυση του
υπάρχοντος κρατικού μηχανισμού, αλλά
και την αναγνώριση του ψευδοκράτους.
Παράλληλα, για να κυρωθεί η «Ενωμένη
Κυπριακή Δημοκρατία» - η οποία
μάλιστα είναι αδιάλυτη - θα πρέπει να
εγκριθεί και από την τουρκική
Εθνοσυνέλευση, πράγμα μάλλον απίθανο.
Υπάρχουν σοβαρότατα ερωτήματα,
αναφορικά με το τι θα γίνει αν, για
τον ένα ή άλλο λόγο, δεν λειτουργήσει
ο συνεταιρισμός αυτός, αλλά και με το
τι θα γίνει αν η τουρκική
Εθνοσυνέλευση δεν εγκρίνει το νέο
μόρφωμα. Παράλληλα, σημαντικότατο
θέμα αρχής είναι η ίδια η αναγνώριση
του ψευδοκράτους ως ισότιμου κράτους.
Για ποιο λόγο να διαλυθεί η Κυπριακή
Δημοκρατία; Στη σημερινή εποχή που
ζούμε, που χαρακτηρίζεται από
ρευστότητα, τόσο στην πολιτισμική
όσο και στην κοινωνικοοικονομική υφή
της κοινωνίας, η μόνη σταθερά που
ενυπάρχει στη ζωή μας είναι το Κράτος.
Ζούμε και προσδιοριζόμαστε από το
Κράτος στο οποίο υπάρχουμε, το οποίο
είναι αυτό που στο τέλος της ημέρας
καθορίζει και την ίδια μας την πορεία.
Είναι παράλογο οι αξιωματούχοι των
θεσμικών οργάνων της Κυπριακής
Δημοκρατίας, οι οποίοι ορκίστηκαν να
τη διατηρούν και να την
υπερασπίζονται, να συζητούν τη
στιγμή αυτή την κατάργησή της, με
σκοπό τη δημιουργία ενός πολύπλοκου
μορφώματος, του οποίου η πορεία είναι
a priori αβέβαιη και καταπατεί θεμελιώδη
ανθρώπινα δικαιώματα, όπως αυτά της
ελεύθερης εγκατάστασης και της
ελεύθερης απόλαυσης περιουσίας,
προάγοντας ταυτόχρονα τις εθνοτικές
διαφορές, οξύνοντας τις ήδη
υπάρχουσες.
Αναφορικά με τα
δικαιώματα των Κυπρίων, Ε/Κ και Τ/Κ,
πιστεύω πως δεν χρειάζεται να
πλατειάσω, αφού το ίδιο το Σχέδιο
πολύ συγκεκριμένα αναφέρει ότι θα
υπάρχουν συγκεκριμένες ποσοστώσεις,
κάτι το οποίο είναι απαράδεχτο, όσον
αφορά το πόσοι και ποιοι θα μπορούν
να απολαύσουν την περιουσία τους,
μέσω του Συμβουλίου
Επανεγκατάστασης - που απ όσα
έχουμε ακούσει μέχρι σήμερα μάλλον
δεν θα μπορέσει να ανταπεξέλθει στο
πολυσύνθετο και πολύπλοκο έργο του -
αλλά και η επίσης απαράδεχτη «αποζημίωση»
αυτών που δεν θα μπορέσουν να την
απολαύσουν, με τη μορφή ομολόγων ή
μετοχών ή ακόμη και εκμίσθωσης, με
ελπίδα μετά από 15-20 χρόνια να την
απολαύσουν, ενώ οι κάθε λογής ξένοι
θα μπορούν χωρίς περιορισμούς να
κατέχουν γη στην επικράτεια της
Δημοκρατίας. «Ου περί χρημάτων τον
αγώναν ποιούμεθα» θα έλεγε και
σήμερα ο Κυριάκος Μάτσης. Αν το θέμα
είναι τα λεφτά, αν ξεπουλούμε γην και
ύδωρ για τα λεφτά, τότε είμαστε άξιοι
της τύχης μας. Ακόμη και οι ίδιοι οι
όροι, η εκ των προτέρων εξεύρεση
κατοικίας στο άτομο που κατοικεί
τώρα μέσα, και η αποζημίωσή του, με
βάση την αξία των βελτιώσεων στις
οποίες έχει προβεί, είναι
αντικρουόμενοι: ενώ οι βελτιώσεις θα
τιμώνται με σημερινά λεφτά, η αρχική
αξία του τεμαχίου θα τιμάται με τιμές
του 1974!
Εκτός από τα πιο
πάνω, υπάρχει και μια παγκόσμια
πρωτοτυπία: Για τους πρώτους 30 μήνες
μετά την εφαρμογή του Σχεδίου, θα
υπάρχουν δύο ισότιμοι συμπρόεδροι,
ένας Ε/Κ και ένας Τ/Κ, οι οποίοι θα
ασκούν την εξουσία. Και εδώ εγείρεται
η σημαντικότατη ερώτηση «Τι γίνει αν
ένας από τους δύο συμπροέδρους
διαφωνεί με τον άλλο σε οποιοδήποτε
θέμα;». Αυτό είναι ένα ερώτημα του
οποίου η απάντηση βρίσκεται στο
κείμενο του Σχεδίου και, πραγματικά,
ξεπερνά κάθε σουρεαλιστική έμπνευση:
την απόφαση θα λαμβάνει το Ανώτατο
Δικαστήριο, το οποίο θα αποτελείται
από τρεις Ε/Κ, τρεις Τ/Κ και τρεις
ξένους δικαστές. Αν δεν συμφωνούν
μεταξύ τους οι Κύπριοι, τότε την
απόφαση θα λαμβάνουν οι ξένοι
δικαστές, δηλαδή η δικαστική
εξουσία θα μεταβάλλεται ταυτόχρονα
και σε εκτελεστική εξουσία!
Παράλληλα, μαζί με όλα τα άλλα,
νομιμοποιούνται οι Έποικοι (θυμίζουμε
ότι ο εποικισμός είναι έγκλημα
πολέμου), διατηρείται μόνιμα ξένος (Ελληνικός
και Τουρκικός) στρατός στην Κύπρο (δηλαδή
μιλούμε για μια αλλοπρόσαλλη «αποστρατικοποίηση»)
και οι ξένοι εσαεί θα έχουν λόγο για
τα τεκταινόμενα στο Κράτος μας.
Ακόμη και οι
ένθερμοι υποστηρικτές του Σχεδίου
παραδέχονται ότι «δεν αλλάζει η
φιλοσοφία και οι βασικές πτυχές του
Σχεδίου στην πορεία των
διαπραγματεύσεων», κάτι το οποίο θα
πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη τους
όσοι και όσες - πολιτικοί και μη -
πιστεύουν πως στις ελάχιστες μέρες
που απομένουν θα αλλάξει ουσιαστικά
το Σχέδιο, προπαγανδίζοντας υπέρ του
ωσάν να είναι το αυγό του Κολόμβου.
ʼλλο σοβαρό θέμα είναι τι θα γίνει αν
τα μέρη δεν φτάσουν σε μια συμφωνία.
Ποιος, τότε, θα πάρει την ευθύνη να
οδηγήσει ένα καταδικασμένο
δημοψήφισμα στο λαό ή να πάρει την
απόφαση να μην το οδηγήσει; Ποιος θα
διενεργήσει το δημοψήφισμα στην
κατεχόμενη από τα τουρκικά κατοχικά
στρατεύματα περιοχή της βόρειας
Κύπρου; Για δε το οικονομικό θέμα,
προτιμώ να μην επεκταθώ, καθώς είτε 5
είτε 15 δισεκατομμύρια λίρες είναι
δύσκολο να βρεθούν, όπως εξίσου
δύσκολο είναι να δεσμευτούν οι
δωρητές (είδαμε και το παράδειγμα της
πρώην Γιουγκοσλαβίας, όπου
υποσχέθηκαν μεν, δεν έπραξαν δε).
Κλείνω με μία
σκέψη και μια απορία: Προέρχομαι από
μια γενιά που υπέστη την «προπαγάνδα»
του «Δεν Ξεχνώ», που κάποια στιγμή
έγινε «Δεν Ξεχνώ, Θυμάμαι και
Αγωνίζομαι»· μιας γενιάς που
μεγάλωσε με διαδηλώσεις στο
οδόφραγμα, μιας γενιάς που δεν έζησε
την τουρκική εισβολή, βίωσε όμως
έντονα τα αποτελέσματά της.
Κατοικώντας στη Λευκωσία, καθημερινά
σχεδόν αντικρίζω την τουρκική σημαία,
δίπλα από την ψευδοσημαία του
ψευδοκράτους, στον Πενταδάκτυλο,
μαζί με την προκλητική επιγραφή ME MUTLU
TÜRKÜM DIYENE (Είμαι περήφανος που
γεννήθηκα Τούρκος). Ποιος θα σβήσει
τη σημαία αυτή, και όλα όσα
συμβολίζει από την καρδιά μας; Τι θα
διδάσκουμε τα παιδιά μας για την
τουρκική εισβολή και την 30χρονη
κατοχή; Θα λέμε πως ήταν μια «ειρηνευτική
επιχείρηση», θα λέμε πως ήταν μια
πράξη βίας και παρανομίας ή,
τεχνηέντως, θα αποσοβήσουμε το
γεγονός, λέγοντάς τους πως οι δύο
κοινότητες έζησαν για 30 χρόνια
μακριά;
Ας σκεφτούμε όλα
τα πιο πάνω, ας απαντήσουμε όλα αυτά
τα ερωτήματα, στο μυαλό αλλά και την
καρδιά μας, και μετά να πάμε να
καταθέσουμε την ψήφο μας, μια ψήφο
που δεν είναι μόνο απόφαση ψυχής,
αλλά και απόφαση του μέλλοντος της
Κύπρου μας.
Αλέξανδρος-Μιχαήλ
Χατζηλύρας
katoomba@cytanet.com.cy
|