Ελληνοαλβανικές σχέσεις
Περιοδικό «Διεθνής Επιθεώρηση», Απρίλιος 1990, σελίδα 37
Αθως Γ. Τσούτσος
Διδάκτωρ των Πανεπιστημίων Αθηνών και Παρισιού στις Νομικές και Πολιτικές Επιστήμες. Επίτιμος Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας
Αντίβαρο, Σεπτέμβριος 2006
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ελλάς έθεσε ενώπιον της Διασκέψεως της Ειρήνης (1948), ορισμένες εθνικές διεκδικήσεις, οι οποίες εδικαιολογούντο από λόγους ιστορικούς, εθνολογικούς και στρατηγικούς και στόχευαν στο να απολαύσει η Ελλάς τους καρπούς των αγώνων και θυσιών της για την επίτευξη της κοινής νίκης. Εκ των διεκδικήσεων αυτών το θέμα της Δωδεκανήσου εκρίθη υπέρ της Ελλάδος. Η διαρρύθμιση των συνόρων με τη Βουλγαρία, που ζήτησε η Ελλάς για να παρέχεται μεγαλύτερη στρατηγική προστασία στο ελληνικό έδαφος, δεν έγινε δεκτή. Το θέμα της Βορείου Ηπείρου, εκεί όπου πολέμησε νικηφόρα ο ελληνικός στρατός, ήταν η τρίτη διεκδίκηση την οποία ανέφερε ο Γεώργιος Παπανδρέου στον προγραμματικό του λόγο όταν επέστρεψε ως πρωθυπουργός στην απελευθερούμενη Ελλάδα.
Ο πόλεμος της Ελλάδος διεξήχθη όχι μόνον εναντίον των Ιταλών, αλλά και των Αλβανών που ήσαν τότε σύμμαχοι της φασιστικής Ιταλίας και ευρίσκοντο υπό την επιρροή της γιαυτό η Αλβανία εκηρύχθη από την Ελλάδα εχθρικό κράτος. Η μεταπολεμική μεταβολή του κυβερνητικού καθεστώτος δεν εξαλείφει τις υποχρεώσεις και τα βάρη τα οποία δημιουργήθηκαν επί της προηγούμενης κυβερνήσεως της χώρας αυτής.
Η διεκδίκηση αυτή ούτε έγινε δεκτή ούτε απερρίφθη κατά τη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης στο Παρίσι το 1946. Η συζήτηση εματαιώθη κατόπιν επεμβάσεως του Υπουργού των Εξωτερικών της Σοβιετικής Ενώσεως Αντρέι Μολότωφ, εκπροσώπου της τότε σταλινικής πολιτικής. Το ζήτημα παραπέμφθηκε στην Επιτροπή των Υπουργών των Εξωτερικών των τεσσάρων μεγάλων νικητριών δυνάμεων και έκτοτε παρέμεινε εκκρεμές, δοθέντος οτι τα προβλήματα που απέρρεαν από τον πόλεμο δεν διελευκάνθηκαν ολοσχερώς από νομικής πλευράς και δεν υπεγράφησαν συνθήκες ειρήνης με ολα τα εμπόλεμα κράτη, όπως στην περίπτωση της Αλβανίας και της Γερμανίας.
Στη Συνθήκη της Ειρήνης που υπεγράφη με την Ιταλία (1947) η Ελλάς διετύπωσε επιφυλάξεις για το ζήτημα της Βορείου Ηπείρου.
Το θέμα της Βορείου Ηπείρου υπήρχε και προ του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά μετά τον πόλεμο ετέθη επίσημα ενώπιον των διεθνών οργάνων διακανονισμού της ειρήνης και παρέμεινε εκκρεμές μέχρι σήμερα. Οταν όμως θα τερματιστεί ο διακανονισμός αυτός με τη σύναψη των υπολειπόμενων συνθηκών ειρήνης, κατανάγκη θα πρέπει να λυθεί και το θέμα αυτό. Ο χρόνος δε αυτός δεν είναι πλέον μακριά.Κατά τη νομική ακριβολογία, η επίλυση του θέματος το οποίο έχει αναβληθεί από της λήξεως του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, πρέπει να κριθεί επί τη βάσει των καταστάσεων που ίσχυαν τότε εάν δεν ανεβάλλετο. Εν όψει δηλαδή των λόγων που προβλήθηκαν από την Ελλάδα, των θυσιών και της συμβολής της στο Συμμαχικό αγώνα.
Εν τω μεταξύ η Ελλάς προέβη σε μονομερή δήλωση άρσεως της εμπολέμου καταστάσεως με την Αλβανία. Η λήξη της εμπολέμου καταστάσεως χωρίς τη σύναψη Συνθήκης Ειρήνης αποτελεί πρωτοτυπία, διότι ενώ δηλώνει τερματισμό του πολέμου, δεν επιλύει τα προβλήματα που προέρχονται από αυτόν.
Ανεξάρτητα όμως από το κύρος, το οποίο έχει αυτή η πράξη και μάλιστα υπό τις συνθήκες που έλαβε χώρα, δεν φαίνεται ότι έχει μεγάλη σημασία, αφού μάλιστα εν τω μεταξύ είχαν αποκατασταθεί οι διπλωματικές σχέσεις μεταξύ Ελλάδος- Αλβανίας.
Φαίνεται οτι αποτελεί μάλλον μία πανηγυρική δήλωση που διαπιστώνει ότι η παύση των εχθροπραξιών δεν είναι απλώς προσωρινή, όπως συμβαίνει με την ανακωχή, αλλά είναι οριστική. Πρόθεση δηλαδή επαναλήψεως των εχθροπραξιών δεν υπάρχει. Η διαπίστωση όμως αυτή δεν επιλύει τις εκκρεμότητες οι οποίες έχουν τεθεί ρητά και αναμένουν τη λύση τους.
Προ του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου ίσχυε το καθεστώς προστασίας των μειονοτήτων, το οποίο είχε αποδεχθεί και η Αλβανία υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών και που δεν έπαυσε να ισχύει και μετά τον πόλεμο.
Τώρα πλέον προσετέθη και η έννοια της γενικής προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που επιβάλλονται ως διεθνής υποχρέωση κάθε χώρας και φέρνουν την Αλβανία αντιμέτωπη προς τις αρχές των Ηνωμένων Εθνών.
Η προστασία των δικαιωμάτων αυτών παρά τις πρόσφατες εσωτερικές αλλαγές εξακολουθεί να αποτελεί μείζον θέμα, ώστε η προστασία των μειονοτήτων στην Αλβανία πρέπει να κατοχυρωθεί με ειδικές εγγυήσεις.
Η Ελλάς πρέπει να εξασφαλίσει τα εθνικά της δίκαια εις τρόπον ώστε να αναπτυχθούν οι φιλικοί δεσμοί οι οποίοι συνέδεσαν στο παρελθόν Ελληνες και Αλβανούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν για πρώτη φορά οι Αλβανοί ίδρυσαν τον Αλβανικό Σύνδεσμο κατά τον ρωσσοτουρκικό πόλεμο του 1878, ζήτησαν την αυτονομία της χώρας τους και τη σύνδεσή τους με την Ελλάδα.
Σημείωση του Αντίβαρου: Τρία ζήτήματα είχαν παραμείνει εκκρεμή ενώπιον των τεσσάρων υπουργών εξωερικών των μεγάλων δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας και ΗΠΑ). Τα δύο έχουν ήδη λυθεί, το Αυστριακό τη δεκαετία του 1950 και το Γερμανικό το 1990 (το έτος συγγραφής του άρθρου), με την Ένωση των δύο Γερμανικών κρατών. Απομένει λοιπόν μόνο το τρίτο εκκρεμές ακόμα και σήμερα, το οποίο είναι το Βορειοηπειρωτικό. Δηλαδή το αίτημα της προσάρτησης της Βορείας Ηπείρου στην Ελλάδα. Αυτό θα πρέπει να το γνωρίζουμε, αφαλώς όχι για να επαναφέρουμε το ίδιο αίτημα (έχουν αλλάξει οι εποχές), αλλά ως διπλωματικό όπλο, προκειμένου να μπορέσουμε να πιέσουμε για την ως ένα βαθμό αυτοδιοίκηση του ελληνικού πληθυσμού, ώστε να εξασφαλιστεί η ειρηνική διαβίωση της μειονότητας στην περιοχή.
Αυτό το κείμενο είναι γραμμένο σε μονοτονικό. Διαβάστε την πολυτονική του έκδοση.
|