05/11/2005

ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ

 

Η Ιερή Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου, εν όψει των δυσκόλων και εξαιρετικά κρισίμων ωρών που διέρχεται το χριστεπώνυμο πλήρωμα της νήσου μας, και υπό το φως των καθοριστικών για το μέλλον του τόπου μας αποφάσεων που πρέπει να ληφθούν από την πολιτική ηγεσία, υπό την αφόρητη πίεση εκβιαστικών χρονοδιαγραμμάτων, συνήλθε σήμερα 17 Νοεμβρίου 2002 σε συνεδρία στα γραφεία της προσωρινής έδρας της Ιεράς Μητροπόλεως Κυρηνείας και αφού μελέτησε με αίσθημα ιστορικής ευθύνης το σχέδιο λύσεως του Εθνικού μας ζητήματος, που υποβλήθηκε από το Γενικό Γραμματέα του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών, ομόφωνα κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι το προτεινόμενο σχέδιο λύσης δεν μπορεί να γίνει δεκτό γιατί δεν συνάδει με τις αρχές του Διεθνούς Δικαίου, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του ευρωπαϊκού κεκτημένου, τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και των αποφάσεων και ψηφισμάτων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, αλλά αντιθέτως νομιμοποιεί τα τετελεσμένα της εισβολής και της κατοχής.

Η προτεινόμενη λύση με τα πολλά αρνητικά στοιχεία που περιέχει, καταστρατηγεί το δικαίωμα ελεύθερης διακίνησης, εγκατάστασης και ιδιοκτησίας, νομιμοποιεί και μονιμοποιεί τους παράνομους εποίκους παρ’ όλο ότι το Διεθνές Δίκαιο θεωρεί τον εποικισμό «ως σοβαρό έγκλημα κατά της ειρήνης και ασφάλειας της ανθρωπότητας», ακυρώνει το δικαίωμα επιστροφής όλων των προσφύγων στις πατρογονικές τους εστίες και με το δικαίωμα «Veto» που προβλέπεται και στις τρεις εξουσίες, εκτελεστική, νομοθετική και δικαστική, εξισώνει το 82% του ελληνοκυπριακού πληθυσμού με το 18% του τουρκοκυπριακού, καθιστώντας τη λύση άδικη και λειτουργικά μη βιώσιμη.

Πρέπει ακόμη να τονιστεί ότι αναγκαστική απαλλοτρίωση ή ανταλλαγή περιουσιών είναι ενάντια σε κάθε αρχή Δικαίου, η δε μη αποχώρηση όλων των ξένων στρατευμάτων από τη νήσο, προτίστως δε των κατοχικών, και η διάλυση της Εθνικής Φρουράς δημιουργεί αίσθημα ανασφάλειας στον Κυπριακό Ελληνισμό και απειλεί άμεσα την επιβίωσή του. Αλλά και οι εδαφικές ρυθμίσεις που προβλέπονται στο σχέδιο αυτό είναι άδικες αφού το 18% του πληθυσμού θα κατέχει το 28.5% του κυπριακού εδάφους και σχεδόν το 55% των ακτών, που αποτελούν τον πιο πολύτιμο φυσικό πόρο της νήσου, με την πόλη της Μόρφου να μην έχει διέξοδο προς τη θάλασσα και την ευρύτερη περιοχή της Αμμοχώστου να είναι αποκομμένη από τον υπόλοιπο ελληνοκυπριακό τομέα, αφού κατά τρόπο ύποπτο και ύπουλο επεκτείνεται ο τουρκοκυπριακός τομέας δια στενής λωρίδας εδάφους και άπτεται των Αγγλικών Βάσεων της Δεκέλειας, όπως φαίνεται στους δημοσιευμένους χάρτες. Το ότι δε διατηρείται ο θύλακας των Κοκκίνων, παρόλο που δεν υπάρχουν πολίτες κάτοικοι στα Κόκκινα, αλλά μόνο στρατιωτικοί, το ότι διατηρείται η «προεξοχή» της Λουρουτζίνας παρόλο που οι κάτοικοι της Λουρουτζίνας μετακινήθηκαν από την αρχή της τουρκικής εισβολής, δείχνει τους επιδιωκόμενους στόχους της άλλης πλευράς.

Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου καταγγέλλει τη στάση του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, ως απάδουσα προς τις Αρχές τις οποίες είναι τεταγμένος να υπηρετεί. Ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών είναι εντολοδόχος δια τη διαφύλαξη της διεθνούς ειρήνης και ενότητας και θα έπρεπε να είναι θεματοφύλακας των αρχών και αποφάσεων του ΟΗΕ και των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας και του Διεθνούς Δικαίου και όχι εκβιαστικά να επιβάλλει πιεστικά χρονοδιαγράμματα προς επίλυση σοβαρών διεθνών προβλημάτων.

Για την Εκκλησίας της Κύπρου απαραίτητη προϋπόθεση της ζητούμενης λύσης του Κυπριακού προβλήματος, εκτός από τη μία κυριαρχία, την μια ιθαγένεια και την μια διεθνή εκπροσώπηση είναι η λύση αυτή να είναι δίκαιη και λειτουργικά βιώσιμη και να προσφέρει ασφάλεια σε όλο τον Κυπριακό λαό, Έλληνες, Τούρκους, Μαρωνίτες, Αρμένιους και Λατίνους.

Η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Κύπρου είναι έτοιμη να δεχθεί και να υποστηρίξει λύση, που θα βασίζεται στο Διεθνές Δίκαιο και τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών, θα διασφαλίζει την εφαρμογή του Ευρωπαϊκού κεκτημένου, θα κατοχυρώνει τα ανθρώπινα δικαιώματα και δεν θα απεμπολεί την έννοια της λαϊκής κυριαρχίας. Είναι έτοιμη να δεχθεί και να υποστηρίξει λύση που θα κατοχυρώνει την επιστροφή όλων των προσφύγων στα σπίτια τους και την αποχώρηση των εποίκων και των κατοχικών στρατευμάτων στον τόπο μας.

Η αγωνία της Εκκλησίας της Κύπρου είναι για το μέλλον ενός τμήματος του Ελληνισμού που έχει 3000 και πλέον χρόνια αδιάκοπης παρουσίας σ’ αυτήν εδώ τη νήσο του αποστόλου Βαρνάβα, γι’ αυτό δεν μπορεί να δεχθεί λύση αντιδημοκρατική, λύση που δεν θα βασίζεται στη δημοκρατική αρχή και το κράτος δικαίου, λύση που θα παρεκκλίνει από το Διεθνές Δίκαιο, τις Αρχές, τις αποφάσεις και τα ψηφίσματα του ΟΗΕ.

Η Ιερά Σύνοδος ενωτιζομένη τη βαθιά φωνή της μακρόχρονης ιστορίας της Εκκλησίας μας που κυοφόρησε, γέννησε, εγαλούχησε και εθεμελίωσε την ελευθερία του λαού μας, καλεί τον Κυπριακό Ελληνισμό σε εγρήγορση και επαγρύπνηση, αλλά και σε ενότητα και ομοψυχία, συμπαγή, σύμπνοια και αδελφοσύνη.

Σ’ αυτές τις κρίσιμες δραματικές ώρες που διακυβεύεται το μέλλον της πατρίδας μας, ούτε πολιτικές φιλοδοξίες, ούτε κομματικά συμφέροντα. Λαός και ηγεσία ενωμένοι σαν ένα σώμα με συναντίληψη και ομοψυχία επιβάλλεται να αντιτάξουμε γρανιτένια τη γροθιά της ενότητας χωρίς να αφήσουμε καμιά κερκόπορτα για αδελφοκτόνες διχόνοιες ανοικτή, γιατί αυτό θα είναι ο όλεθρος και η καταστροφή της Κύπρου.

Η Ιερά Σύνοδος επιδαψιλεύει πλούσιες τις ευλογίες της στο χριστεπώνυμο πλήρωμα και εύχεται ο Πανάγαθος Θεός να φωτίσει τους πολιτικούς ηγέτες του Έθνους μας να πάρουν τις σωστές αποφάσεις.

 

Λευκωσία, 17 Νοεμβρίου 2002


http://antibaro.gr