Εθνοκάθαρση, το πραγματικό πρόβλημα στην Κύπρο
Γεώργιος Ι. Μάτσος
Δ.Ν., Δικηγόρος
Αντίβαρο, Απρίλιος 2007
Έχουμε συνηθίσει να προσπαθεί η ελληνική πλευρά να κάνει τη διεθνή κοινότητα να δει το κυπριακό ως πρόβλημα εισβολής και κατοχής και όχι σαν ένα δικοινοτικό μόνον πρόβλημα μεταξύ των δύο κοινοτήτων του νησιού. Επικαλείται σχετικώς η ελληνική πλευρά προς το διεθνές δίκαιο, για να πείσει ότι πρόκειται για πρόβλημα εισβολής ενός κράτους στο έδαφος ενός άλλου κράτους και κατοχής του εδάφους αυτού. Επιχειρεί δε, παράλληλα, να αντισταθεί στη δόλια μεθόδευση της τουρκικής πλευράς, που επιδιώκει να ιδωθεί το πρόβλημα σαν πρόβλημα δήθεν μεταξύ των δύο κοινοτήτων.
Και, όμως, η δική μας πλευρά έχει ήδη ηττηθεί σχεδόν ανεπανόρθωτα, επιμένοντας στην εισβολή και την κατοχή ως κύρια σημεία του προβλήματος. Το πρόβλημα της Κύπρου στην πραγματικότητα δεν είναι η εισβολή και η κατοχή. Το πρόβλημα της Κύπρου είναι η εθνοκάθαρση, στην οποία προέβησαν τα τουρκικά στρατεύματα, η εθνοκάθαρση και μόνον η εθνοκάθαρση. Σε συνδυασμό βέβαια με τον επακολουθήσαντα εποικισμό των κατακτημένων περιοχών με Τούρκους της Ανατολίας.
Για να αντιληφθεί κανείς το μέγεθος της ελληνικής πολιτικής ήττας στο ζήτημα αυτό, ας αναλογισθεί μόνον το εξής: Ας υποτεθεί ότι οι Τούρκοι δεν ήταν φορείς της βαρβαρότητας την οποία πράγματι επέδειξαν το 1974 και ότι απλώς εισέβαλαν στην Κύπρο στις 20 Ιουλίου του έτους εκείνου για να αποκαταστήσουν τη διασαλευθείσα συνταγματική τάξη και να προστατεύσουν τους Τουρκοκυπρίους, όπως διατείνονταν. Θα είχαν φροντίσει να πλήξουν τον ελλαδικό και κυπριακό στρατό, να καταλάβουν στρατηγικές θέσεις, να φθάσουν στη Λευκωσία και, γενικώς, να πράξουν ο,τιδήποτε ήταν απαραίτητο για την επίτευξη των παραπάνω στόχων που (υποτίθεται ότι) μόνον είχαν. Οι αυτόχθονες Έλληνες κάτοικοι των κατακτημένων περιοχών θα συνέχιζαν να ζουν κανονικά στα σπίτια τους, στις πόλεις και στα χωριά τους, θα ήταν βέβαια υπό τουρκική κατοχή, αλλά θα ζούσαν εκεί. Και όταν η τουρκική κατοχή κάποτε θα τελείωνε, θα υπάγονταν απλώς σε ένα νέο πολιτικό καθεστώς, δικοινοτικό, ομοσπονδιακό, ή όπως αλλιώς ήθελε να το πει κανείς.
Για να αντιληφθεί κανείς, επίσης, ότι άλλο πρόβλημα δημιουργεί η εισβολή και κατοχή και άλλο πρόβλημα η εθνοκάθαρση, ας γίνει μία σύγκριση μεταξύ της γερμανο-βουλγαρο-ιταλικής εισβολής και κατοχής στην Ελλάδα το 1941-44 και μεταξύ της τουρκικής εισβολής και κατοχής το 1974. Οι Γερμανοί εισέβαλαν και κατέλαβαν στρατιωτικά την Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941 μοιράζοντας τη χώρα σε τρεις ζώνες κατοχής, ιταλική, κατά το μεγαλύτερο μέρος, βουλγαρική και γερμανική. Στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας, οι Έλληνες κάτοικοι συνέχισαν να ζουν, μετά το τέλος των εχθροπραξιών, ανεμπόδιστα. Βέβαια, ζούσαν κάτω από ξένη σκλαβιά, αλλά πάντως ζούσαν εκεί, δεν εξεδιώχθησαν. Ακόμη και οι Βούλγαροι δεν τόλμησαν να εκδιώξουν τους Έλληνες της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης από τις εστίες τους (παρόλο που πολύ θα ήθελαν), χάρη κυρίως στα αντιστασιακά σώματα που πολύ νωρίς έκαναν την εμφάνισή τους εκεί και προπαντός χάρη στο αντιστασιακό σώμα του ηρωικού Αντωνίου Φωστερίδη, του επονομαζόμενου «Τσαούς Αντών». Πάντως δεν προέβησαν σε εθνοκάθαρση μόλις κατέλαβαν στρατιωτικά τις περιοχές εκείνες.
Το παράδειγμα της Ελλάδας του 1941-44 αποτελεί ένα τυπικό παράδειγμα εισβολής και κατοχής ξένων δυνάμεων. Εάν οι Τούρκοι είχαν διαπράξεις απλώς εισβολή και κατοχή, τότε το σύνολο του ελληνικού πληθυσμού θα είχε παραμείνει στις εστίες του, σκλαβωμένο μεν («εγκλωβισμένο», κατά τη σχετικώς χρησιμοποιούμενη ορολογία στο Κυπριακό), αλλά πάντως στις εστίες του. Οι Τούρκοι όμως δεν διέπραξαν απλώς εισβολή και κατοχή. Διέπραξαν εισβολή, κατοχή και, κυρίως, εθνοκάθαρση του κατεχόμενου εδάφους από τον αυτόχθονα ελληνικό πληθυσμό του. Αυτό είναι το μεγαλύτερο έγκλημα του τουρκικού στρατού και αυτό είναι η κυριότερη παράμετρος του Κυπριακού προβλήματος: η εθνοκάθαρση.
Πώς και γιατί «ξέχασε» η πλευρά μας το κεντρικής σημασίας αυτό τουρκικό έγκλημα; Φρονώ ότι είναι (και παραμένει) μέρος της προδοσίας του κυπριακού Ελληνισμού από την ηγεσία του (ελλαδική και κυπριακή). Η κυπριακή προδοσία ήταν όχι μόνον το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974, όπως θέλει σήμερα η mainstream politically correct άποψη, αλλά επίσης και κυρίως: Η προδοτική εκεχειρία της 22ας Ιουλίου, ενώ ο τουρκικός στρατός δεν μπορούσε να σταθεροποιηθεί στα προγεφυρώματά του. Η άρνηση της Ελλάδας να πολεμήσει, να ανοίξει αεροπορικό και υποβρυχιακό πόλεμο, όπου θα είχε τη συντριπτική υπεροχή. Η άρνηση της Ελλάδας να ανοίξει μέτωπο αντιπερισπασμού στη Θράκη. Η τοποθέτηση του «σώφρονος» Καραμανλή στην ηγεσία της Ελλάδας κατόπιν σχετικής υπόδειξης Κίσινγκερ προς τον Ιωαννίδη. Η άρνηση της Ελλάδας να ενισχύσει στρατιωτικά την Κύπρο μεταξύ Αττίλα 1 και Αττίλα 2. Η έναρξη διαπραγματεύσεων χωρίς να τεθεί ως όρος η αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων και η επιστροφή του ελληνικού πληθυσμού στις εστίες του. Και, τέλος, η αποδοχή της διζωνικής-δικοινοτικής, το 1977, που ισοδυναμεί με πολιτική αποδοχή των τετελεσμένων της εισβολής, χωρίς μάλιστα να ληφθεί ούτε ένα στοιχειώδες αντάλλαγμα από την ελληνική πλευρά.
Ρίζα και περιεχόμενο όλων των παραπάνω επιμέρους πτυχών της προδοσίας είναι η λησμοσύνη της εθνοκάθαρσης ως της κεντρικότερης πτυχής του κυπριακού προβλήματος. Και είναι η κεντρικότερη, διότι η τουρκική ιμπεριαλιστική πολιτική στην Κύπρο βασίζεται ακριβώς στον μόνιμο εκτοπισμό της πλειοψηφίας των Ελλήνων της Κύπρου από τα «δικά της» εδάφη στην Κύπρο και η αντικατάστασή τους από Τούρκους εποίκους. Αν εκλείψει αυτό το στοιχείο, τότε η τουρκική πολιτική αποτυγχάνει και η Κύπρος ξαναγίνεται αυτομάτως σχεδόν ελληνικό νησί.
Η λησμοσύνη της εθνοκάθαρσης και η στείρα προβολή του θέματος της εισβολής και της κατοχής χρησιμεύει πολλαπλώς στον αντίπαλο. Πόσες και πόσες φορές δεν έχουν πει στους Έλληνες ότι «δεν θέλετε τουρκικό στρατό, αλλά φταίτε εσείς που ο τουρκικός στρατός είναι ακόμη εκεί, επειδή απορρίψατε το σχέδιο Ανάν, το οποίο προέβλεπε αποχώρηση του τουρκικού στρατού». Και τι έγινε δηλαδή που θα έφευγε ο τουρκικός στρατός; Τα αποτελέσματα της εισβολής (δηλαδή: η εθνοκάθαρση) θα είχαν παραμείνει. Ο τουρκικός στρατός θα έφευγε αφού είχε ξεκαθαρίσει εθνικά την «τουρκική» περιοχή, αφού είχε εκπληρώσει δηλαδή το σκοπό για τον οποίο εισέβαλε στην Κύπρο. Χώρια που, με τις παραμένουσες συνθήκες εγγυήσεως, θα μπορούσε να ξαναγυρίσει ό,τι ώρα ήθελε!
Το κυριότερο, όμως, πλήγμα της λησμοσύνης της εθνοκάθαρσης στα συμφέροντα και στα δίκαια του κυπριακού Ελληνισμού, συνίσταται στο ότι σήμερα η Ευρώπη και, εν γένει, ο πολιτισμένος κόσμος δεν μπορεί να δεχθεί την εθνοκάθαρση (ethnic cleansing). Πρόκειται για τεραστίων διαστάσεων έγκλημα, αυτομάτως απορριπτέο στη συλλογική συνείδηση της Δύσης. Πρόκειται, συνεπώς, για ένα πολιτικό υπερόπλο. Εάν ο Ελληνισμός διεκήρυττε σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της υφηλίου ότι έχει υποστεί εθνοκάθαρση, κανείς τότε δεν θα τολμούσε να μιλήσει για άρση της δήθεν απομόνωσης των Τουρκοκυπρίων, διότι οι δυστυχείς της υπόθεσης δεν θα ήταν πια οι Τουρκοκύπριοι, αλλά οι εθνοκαθαρθέντες Έλληνες. Θα μπορούσε να πει ο Πρόεδρος Παπαδόπουλος ότι «εδώ έχουμε εθνοκάθαρση, εσείς μας μιλάτε για άρση απομόνωσης;» και δεν θα αναγκαζόταν να δείχνει βασιλικότερος του βασιλέως στις προσπάθειες για «άρση της απομόνωσης».
Μετά από 33 χρόνια λησμοσύνης, διερωτάται βέβαια κανείς πώς θα ήταν δυνατόν να επανέλθει η διαπραχθείσα εθνοκάθαρση στο προσκήνιο ως η σημαντικότερη παράμετρος του κυπριακού προβλήματος. Η διόρθωση της ελληνικής πολιτικής και η μεταφορά του κέντρου βάρους από τη συνταγματική και εδαφική παράμετρο στην παράμετρο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με αποκατάσταση του αυτόχθονος πληθυσμού στις εστίες τους, θα αποτελέσει απαρχή καλύτερων ημερών για το Κυπριακό και πραγματικό πολιτικό στρίμωγμα της Τουρκίας. Θα αποτελέσει, επίσης, τη βάση για τον απεγκλωβισμό της ελληνικής πλευράς από τη γάγγραινα της «διζωνικής-δικοινοτικής», που τόσα προβλήματα έχει επισωρεύσει στις προσπάθειες για επίλυση του Κυπριακού.
Αυτό το κείμενο είναι γραμμένο σε μονοτονικό. Διαβάστε την πολυτονική του έκδοση.
|