Ο κόσμος αλλάζει. Ποιος όμως το έχει προσέξει;
Διάλεξη που πραγματοποιήθηκε την 28η Νοεμβρίου 2007 στην Αίθουσα Καρατζά της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος στην Αθήνα, έπειτα από ευγενική πρόσκληση του Κοινωφελούς Ιδρύματος Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης
Sir Βασίλειος Μαρκεζίνης, QC
Εταίρος της Βρετανικής Ακαδημίας, Αντεπιστέλλον μέλος των Ακαδημιών Aθηνών, Παρισίων, Ρώμης (Lincei), Βελγίου και Ολλανδίας
Αντίβαρο, Ιανουάριος 2007
Ο κόσμος αλλάζει. Ποιος όμως το έχει προσέξει; Sir Βασίλειος Μαρκεζίνης Ι. Αποτιμώντας την έκταση της αλλαγής Ποιος μπορεί να επηρεάσει την εξωτερική πολιτική Δεδομένου ότι και οι δύο προαναφερθείσες ομάδες ―οι «επαγγελματίες» και οι «διανοούμενοι»― έχουν οπωσδήποτε και δυνατά και αδύνατα σημεία, θα ήταν προτιμότερο να συνδυάζουν τις προσπάθειές τους. Εντούτοις, ο συνδυασμός αυτός σπανίως αποδεικνύεται αποτελεσματικός, δεδομένου ότι, κάθε φορά που συγχωνεύονται ορισμένες ομάδες ταλέντων, τα «ελαττώματα» της μίας ομάδας τείνουν να αποκρύπτουν τα «προτερήματα» της άλλης. Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι οι πολιτικοί χαλιναγωγούν τους διανοουμένους. Ο συγγραφέας πιστεύει γενικώς πως έτσι πρέπει να συμβαίνει, διότι, σε τελική ανάλυση, η πολιτική ευθύνη δεν μπορεί να ανήκει σε ανεπίσημους διανοουμένους ή αθέατους συμβούλους, όσο καταρτισμένοι και αν είναι αυτοί. Παράλληλα, όμως, πρέπει να ασκείται κριτική σε κάθε διαδικασία λήψης αποφάσεων, που διαμορφώνεται από τις πρόσφατες σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης, αν και η πολιτική είναι, κατ εξοχήν, η «τέχνη του εφικτού» και συνδέεται άμεσα με τους ευρύτερους στόχους και τις εφικτές επιδιώξεις της εκάστοτε χώρας. Δυστυχώς, όμως, αναπόφευκτα διαπιστώνει κανείς ότι στο σημερινό περίπλοκο πλαίσιο δεν φαίνεται να υπάρχει κανένα περιθώριο για να παρουσιαστούν νέοι, συχνά δε πολύπλευροι, τρόποι σκέψης. Πρώτα απ όλα, αυτό μπορεί να το καταφέρει διατηρώντας την ανεξαρτησία της σκέψης και της ανάλυσής του, καθώς και την απόστασή του από κάθε ομάδα συμφερόντων ή πολιτική παράταξη· δεύτερον, εκφράζοντας τις απόψεις του δημοσίως, ώστε να μπορούν να τις αναλογιστούν οι πολιτικοί και το εκλογικό σώμα· τρίτον, εκφράζοντας αυτές τις απόψεις τίμια και ανοιχτά, ενίοτε μάλιστα απλώς και μόνο διατυπώνοντας ρητά αυτό που οι (περισσότεροι;) άνθρωποι σκέφτονται, αλλά δεν τολμούν να εκφράσουν δημοσίως. Με λίγα λόγια, αυτοί οι «διανοούμενοι» δεν θα πρέπει να φοβούνται ακόμη και να «θορυβήσουν» τους άλλους με τις απόψεις τους, αν πρόκειται έτσι να τους ωθήσουν να διανοηθούν το αδιανόητο. Είναι δε άνευ σημασίας το εάν οι απόψεις αυτές μπορεί τελικά να αποδειχθούν εσφαλμένες ή και να απορριφθούν (έστω και αν είναι ορθές). Όντως, αν κάτι λείπει περισσότερο από την εποχή μας, παράλληλα με τον αναγκαίο ελεύθερο χρόνο για σκέψη και όχι απλή απορρόφηση του διαρκώς αυξανόμενου όγκου των πληροφοριών, είναι η ικανότητα να σκεφτόμαστε διαφορετικά και το θάρρος να εκφράζουμε ανοιχτά τη γνώμη μας. Έτσι, παρουσιάζονται εδώ οι απόψεις ενός ανθρώπου, που έχει ασχοληθεί με τις διεθνείς σχέσεις από τη σκοπιά πολλών διαφορετικών χωρών και ο οποίος, παρότι δεν εμπλέκεται προσωπικά στην πολιτική, έχει, εδώ και πολλές γενιές, την πολιτική στο αίμα του. Η επιμονή, όμως, στο παρωχημένο δόγμα ότι η στρατιωτική δύναμη μπορεί να λύσει όλα τα προβλήματα έχει σήμερα οδηγήσει τους Αμερικανούς να κάνουν το αντίθετο από αυτό που είχαν κάνει στις αρχές του πολέμου, δηλαδή να αποστείλουν ακόμη περισσότερα στρατεύματα στο Ιράκ, πιστεύοντας ότι αυτό το «κύμα» θα συμβάλει τουλάχιστον στη διευκόλυνση της τακτικής αποχώρησής τους (αν και δεν το έθεσαν έτσι ακριβώς). Εντούτοις, σαράντα χρόνια πρωτύτερα, στο Βιετνάμ, η ίδια ακριβώς προσέγγιση, καθόλου δεν βοήθησε τον στρατηγό Γουεστμόρλαντ ή τη χώρα του. Και είναι μάλλον απίθανο η ίδια προσέγγιση να έχει τώρα καλύτερα αποτελέσματα για τον στρατηγό Πετρέους. Το τέλος θα είναι το ίδιο, όπως και αν θελήσει να το παρουσιάσει η Αμερικανική μηχανή προπαγάνδας: αποχώρηση ― ίσως όχι με ελικόπτερα που θα πετούν πάνω από τις στέγες των σπιτιών της Βαγδάτης, αλλά, ενδεχομένως, με πελώρια αεροπλάνα γεμάτα με γενναίους στρατιώτες που ανέλαβαν να εκτελέσουν ένα σχέδιο εξαρχής προβληματικό. Έτσι, εκτός από τον Πρόεδρο Μπους, δεν γνωρίζω άλλον ανώτερο πολιτικό ή στρατηγό (των Αμερικανών μη εξαιρουμένων) ο οποίος, είτε σε ιδιωτικό είτε ακόμη και σε δημόσιο επίπεδο, να μην παραδέχεται ότι ο πόλεμος στο Ιράκ έχει ήδη χαθεί ― με τεράστιο, θα πρέπει να προσθέσουμε, οικονομικό και ανθρώπινο κόστος. Αρκεί ένα και μόνο παράθεμα, όχι για να ενισχύσω την άποψή μου, αφού ειλικρινά πιστεύω πως είναι ορθή, αλλά για να εξηγήσω γιατί είμαι πρόθυμος να την εκφράσω με τόση βεβαιότητα. Ιδού, λοιπόν, τι είχε να πει σχετικά με το θέμα μας ο στρατηγός Σάντσες, ο άνθρωπος που μέχρι πρόσφατα διηύθυνε το στρατιωτικό σόου των Αμερικανών: «Το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε πλέον είναι να αποδεχθούμε το ενδεχόμενο της ήττας, διότι αναμφίβολα η Αμερική ζει εδώ και καιρό έναν εφιάλτη που δεν φαίνεται να έχει τέλος». Με κάθε σεβασμό, όχι απλώς συμφωνώ, αλλά προβλέπω ότι θα επακολουθήσουν πολύ χειρότερες εξελίξεις, καθώς η προσοχή στρέφεται τώρα στο Αφγανιστάν, στο Πακιστάν και, κυρίως, στο Ιράν. Η ὓβρις, εντούτοις, συνεχίζεται στους κύκλους των αξιωματούχων. Οι δε φίλοι της Αμερικής εξαναγκάζονται να υιοθετήσουν στάση ενδοτικής σιωπής ή πειθήνιας υποταγής. Σε όλα αυτά θα προσθέσω ένα και μόνο σχόλιο, το οποίο συνδέεται με ένα από τα κεντρικά θέματά μου: Για ποιον λόγο οι άνθρωποι της εξουσίας μιλούν μόνον αφού έχουν αποσυρθεί; Οι πιθανοί λόγοι σχετίζονται μάλλον με την επαγγελματική τους σταδιοδρομία και την απροθυμία τους να τη σταματήσουν προκειμένου να μιλήσουν ανοιχτά. Δεν γνωρίζω την απάντηση. Θλίβομαι όμως για το αποτέλεσμα. Η μείωση του σεβασμού προς τα ανθρώπινα δικαιώματα Όταν ήμουν νεότερος, η Αμερική θεωρείτο υπόδειγμα Δημοκρατίας. Ασφαλώς, την εποχή εκείνη, οι Αμερικανοί εξακολουθούσαν να συμπεριφέρονται άσχημα προς τους μαύρους και άνισα προς τις γυναίκες. Διεξήγαν, ωστόσο, ελεύθερες εκλογές, απέλαυαν ελευθερίας του Τύπου, έδωσαν τη δυνατότητα σε έναν φιστικοπαραγωγό και έναν ηθοποιό να γίνουν Αρχηγοί Κράτους, ενώ επίσης, τη δεκαετία του 60, είχαν ένα συνταγματικό δικαστήριο το οποίο εξέδωσε μια σειρά από αξιοθαύμαστες αποφάσεις που προωθούσαν την ελευθερία και επηρέασαν, έκτοτε, διάφορα συνταγματικά δικαστήρια σε πολλές άλλες χώρες. Σήμερα, όμως, η Αμερική είναι η χώρα του «εκτελεστικού προνομίου», η χώρα του Γκουαντάναμο, η χώρα της «extraordinary rendition» (κατ ουσίαν, μιας de facto απαγωγής πολιτών προς ανάκριση), η χώρα που χρησιμοποιεί την ίδια της τη νομοθεσία για να κατασκοπεύει τους πολίτες της σε μαζική κλίμακα, η χώρα που ασκεί βασανιστήρια εντός των ίδιων της των συνόρων. Είναι επίσης η χώρα που έχει εξωθήσει την έννοια του προληπτικού πολέμου σε τόσο επικίνδυνα άκρα ―επεκτείνοντας υπέρ το δέον κάθε έννοια «δίκαιου πολέμου»―, ώστε, προσωπικά τουλάχιστον, δεν θα απορούσα διόλου εάν την έβλεπα να αποκορυφώνει την πρόσφατη σειρά των σφαλμάτων της βομβαρδίζοντας το Ιράν και βυθίζοντας τον κόσμο και την οικονομία του σε ακόμη βαθύτερο χάος. Δεν είναι όμως αυτή η Αμερική στην οποία έμαθα να πιστεύω και την οποία εξακολουθώ να αγαπώ. Και οπωσδήποτε, επίσης, δεν είναι αυτή η Αμερική, που θέλουν να βλέπουν πολλοί Αμερικανοί. (Έχοντας μάλιστα εργαστεί στη συγκεκριμένη χώρα επί είκοσι επτά έτη, έχω αποκτήσει πολλούς Αμερικανούς φίλους, οι οποίοι θα προσυπέγραφαν όλα όσα λέω εδώ.) Έτσι όμως έχουν τα Αμερικανικά πράγματα, και αναρωτιέμαι πόσα από αυτά θα αλλάξουν σε δεκαπέντε περίπου μήνες από τώρα, όταν θα έχει αναλάβει καθήκοντα ο νέος Πρόεδρος. Η εκτίμησή μου ―στην οποία και θα επανέλθω αργότερα― είναι ότι ελάχιστα πράγματα πρόκειται να αλλάξουν, σε ό,τι αφορά την εξωτερική πολιτική τουλάχιστον. Οι Έλληνες, πάντοτε αισιόδοξοι, μπορεί να έχουν διαφορετική άποψη. Σιωπή για τα όσα βλέπουν και πιστεύουν οι άλλοι Ποιο είναι το στοιχείο που συνδέει όλα τα παραπάνω; Είναι απλούστατα το γεγονός ότι δεν είμαστε όλοι διατεθειμένοι να «κοιτάξουμε κατάματα τον μεταβαλλόμενο κόσμο» και, στη συνέχεια, να αναγκάσουμε τους «κυβερνήτες» μας να βγάλουν τα αναγκαία συμπεράσματα. Οφείλουμε εντούτοις να το πράξουμε, δεδομένου ότι οι Αμερικανοί είναι αναμεμειγμένοι και σε άλλα παρόμοια ζητήματα, π.χ. στο ζήτημα της Π.Γ.Μ.Δ., και τούτο τούς επιτρέπει να ασκούν πιέσεις σε όσους θέλουν να κρατούν στάση αποδεδειγμένα ανεξάρτητη. Το Κοσσυφοπέδιο, το Μαυροβούνιο και η Κύπρος αποτελούν μερικά ακόμη ευαίσθητα θέματα. Ακόμη πιο δύσκολο, όμως, είναι το πρόβλημα του Ιράν: το τι θα κάνουν οι Αμερικανοί σε αυτήν τη χώρα, θα μας επηρέαζε ίσως ― ή μάλλον είμαι βέβαιος ότι θα μας επηρεάσει όλους, σε πάρα πολλά επίπεδα. Στη ρίζα του όλου προβλήματος βρίσκονται ενδεχομένως η εθελοτυφλία και η σιωπή απέναντι στα όσα βλέπουμε. Ωστόσο, αν εθελοτυφλούμε και αν αρνούμαστε να εκφράσουμε ανοιχτά τη γνώμη μας, θα συνεχίσουμε απλώς να είμαστε οι δουλοπρεπείς κόλακες των Αμερικανών, και όχι οι φίλοι τους, όπως οφείλουμε. Αυτό είναι και το δίδαγμα που παίρνουμε από ένα διάσημο παραμύθι του Χανς Κρίστιαν ʼντερσεν. Ποιος δεν θυμάται το παραμύθι εκείνο, με το μικρό αγόρι που αναφωνεί, «Ο Βασιλιάς είναι γυμνός», όταν τον βλέπει να παρελαύνει γυμνός στους δρόμους της πόλης; Οι ενήλικες είδαν την ίδιαν ακριβώς σκηνή, αλλά δεν θέλησαν να πουν τίποτε. Επρόκειτο άραγε για κομφορμισμό; Μαζική ύπνωση; Φόβο να μιλήσουν ανοιχτά; Σιωπή που εξυπηρετεί το προσωπικό συμφέρον; Για ό,τι και αν επρόκειτο, γεγονός παραμένει ότι οι ενήλικες δεν είπαν τίποτε, όπως ακριβώς, στη δική μας περίπτωση, δεν λένε τίποτε οι πολιτικοί δρώντες και γνώστες της κατάστασης. Και ούτε, άλλωστε, δρουν με έναν οποιονδήποτε τρόπο, παρά μόνο διασχίζουν τους διαδρόμους της εξουσίας βαδίζοντας ακροποδητί. Εντούτοις, αυτό που είδε το παιδί του ʼντερσεν το είδαν και όλοι οι υπόλοιποι, αλλά επέλεξαν απλώς να μείνουν σιωπηλοί. Πόσα από τα πράγματα που περιέγραψα αδυνατούν να τα δουν οι περισσότεροι; Κανένας πολιτικός, κανένας απλός πολίτης, δεν θα έπρεπε να αδυνατεί να δει μερικές έστω από τις ακρότητες της Αμερικής στην εποχή μας. Μιλούν όμως; Ασφαλώς όχι. Φωνάζουν άραγε ότι ο Αμερικανός Πρόεδρος μπορεί σύντομα να μας οδηγήσει σε μίαν ακόμη καταστροφή; Είμαι σχεδόν βέβαιος ότι κανένας υπουργός Εξωτερικών δεν θα τολμούσε να μιλήσει τόσο ανοιχτά όσο μιλώ εγώ αυτήν τη στιγμή, και τούτο, όχι επειδή δεν θα έβλεπε τα όσα περιγράφω, αλλά επειδή θα φοβόταν το πώς θα εκλάμβαναν την αντίδρασή του οι αμερικανικές αρχές, καθώς και τα προβλήματα που η αντίδραση αυτή θα μπορούσε να προκαλέσει εις βάρος της χώρας τους. Ακριβώς εξαιτίας αυτής της πραγματιστικής συνειδητοποίησης, οι μεν πολιτικοί καθίστανται σημαίνοντες δρώντες, οι δε διανοούμενοι υποδεέστερες φωνές, που βοούν εν τη ερήμω. Δυστυχώς, όμως, η ίδια αυτή στάση στηρίζει και τη διαιώνιση της εικόνας της Αμερικανικής δύναμης, εφόσον κανείς δεν έχει τα κότσια να την αμφισβητήσει ανοιχτά και να τη χαρακτηρίσει απαράδεκτη, στον βαθμό ακριβώς που προσπαθεί να διαμορφώσει τη συμπεριφορά άλλων χωρών. Μακροπρόθεσμα, αυτή η υποταγή στην πραγματική ή θεωρούμενη δύναμη των Η.Π.Α. δεν μπορεί παρά να σβήσει. Η αλλαγή αυτή θα επέλθει γρηγορότερα, όταν συνειδητοποιήσουμε ότι οι Η.Π.Α., παρά την τεχνολογία και τον βαθύτατο πλούτο τους, έχουν αποδυναμωθεί πολύ περισσότερο από όσο θα ήταν διατεθειμένοι να παραδεχθούν δημοσίως οι περισσότεροι άνθρωποι. Οι τολμηροί πολιτικοί, όμως, θα έπρεπε εφεξής να επιδιώκουν παράλληλους (και όχι εναλλακτικούς) δεσμούς με άλλες μεγάλες δυνάμεις, εφόσον βλέπουν ότι η δυναμική της διεθνούς πολιτικής έχει αρχίσει να μεταβάλλεται με ταχύτατο ρυθμό. Οι πιο οξυδερκείς μεταξύ αυτών, περιλαμβανομένων κάποιων Ελλήνων πολιτικών, ήδη εφαρμόζουν αυτήν τη στάση, και δεν χρειάζεται ασφαλώς να αναφέρω συγκεκριμένα ονόματα. ΙΙ. Αντιμετωπίζοντας τη νέα πραγματικότητα Για να δούμε καθαρά, πρέπει να διαλύσουμε την ομίχλη των νεκρών μύθων Το μικρό αγόρι φώναξε, «Ο Βασιλιάς είναι γυμνός», επειδή ακριβώς είχε καθαρό μυαλό, το οποίο ούτε θόλωνε την όρασή του ούτε εμπόδιζε τον λόγο του. Συχνά, οι περισσότεροι από εμάς, όσο πιο ηλικιωμένοι είμαστε τόσο πιο θολά βλέπουμε και τόσο πιο επιφυλακτικά σκεφτόμαστε τα πράγματα. Η πείρα, η φρονιμότητα, η προκατάληψη και το προσωπικό συμφέρον μάς κάνουν να βλέπουμε την πραγματικότητα όπως θα θέλαμε να είναι ή όπως ήταν στα νιάτα μας αλλά δεν είναι πια. Ο Θουκυδίδης διατύπωσε αυτή την ιδέα πριν από πολύ καιρό, στον «Επιτάφιο»: «ἀμαθία μὲν θράσος, λογισμὸς δὲ ὄκνον φέρει». Πρέπει, λοιπόν, πρώτα απ όλα, να καταστρέψουμε τους μύθους εκείνους που θολώνουν την όραση και την κρίση μας. Παρουσιάζονται στη συνέχεια μερικοί τέτοιοι μύθοι, τους οποίους, θεωρώ, θα έπρεπε να έχουμε εξουδετερώσει εδώ και πολλά χρόνια. Κατόπιν, πρέπει να περάσουμε από την αδράνεια στη δράση. Ζούμε σε καιρούς επικίνδυνους. Τίποτε άλλο δεν θα φέρει αποτελέσματα. Η εξωτερική πολιτική των Η.Π.Α. στη Μέση Ανατολή θα αλλάξει με την (πιθανή) αλλαγή Προέδρου; Υπό το φως των προλεχθέντων, πόσο ρεαλιστικό είναι να ισχυρίζεται κανείς, όπως ισχυρίστηκε η κυρία Κλίντον στο πλαίσιο των ίδιων δηλώσεων, ότι «η ηγετική δράση της Αμερικής έχει μεν ανάγκη βελτίωσης, αλλά είναι ακόμη αναγκαία» [«American leadership is wanting, but it is still wanted»]; Έξυπνο το λογοπαίγνιο, αν και εύκολα συμπεραίνει κανείς πως πρόκειται για ευφυολόγημα διά χειρός κάποιου συγγραφέα πολιτικών ομιλιών. Η πραγματικότητα εντούτοις είναι πολύ διαφορετική και, επιπλέον, η Αμερική διατρέχει τον κίνδυνο να πιστέψει ξανά στην ιδέα που την ενθάρρυνε να επέμβει στο Ιράκ: ότι η δράση της είναι αναγκαία. Ενώ είναι αναμφίβολη η αρέσκεια του κόσμου για την Αμερικανική μουσική, τα φαστ φουντ και τη χολλυγουντιανή κουλτούρα, εντούτοις, τις πολιτικές ιδέες που εννοεί να επιβάλλει η Αμερική έχουν αρχίσει να τις αποστρέφονται όλο και περισσότερα κράτη του κόσμου, μεταξύ των οποίων και κράτη τα οποία, πριν από την εποχή Μπους, η Αμερική τα θεωρούσε πιστούς φίλους και θαυμαστές της. Η αποχώρηση των Η.Π.Α. από το Ιράκ θα προκαλέσει ακόμη μεγαλύτερη καταστροφή Ο Πρόεδρος Μπους διέδωσε πρόσφατα αυτή την άποψη, όταν, κατά τρόπο διόλου πειστικό, συνέκρινε το τι συνέβη στην Καμπότζη και στο Λάος μετά την Αμερικανική ήττα στο Βιετνάμ, με το τι θα συνέβαινε εάν οι Αμερικανοί έφευγαν από το Ιράκ εσπευσμένα και απρογραμμάτιστα. Τα τελευταία τρία χρόνια έχουν αφιερωθεί στην προβολή τριών επιχειρημάτων κατά της επίσημης θέσης, την οποία προέβαλαν ως αιτιολογικό οι Αμερικανοί και οι Βρετανοί για να επέμβουν στο Ιράκ. Σύμφωνα με το πρώτο επιχείρημα, το Ιράκ δεν είχε εντέλει όπλα μαζικής καταστροφής, γεγονός το οποίο και κατέρριψε πλήρως την πρώτη δικαιολογία για την εισβολή σε αυτήν τη χώρα. Το δεύτερο επιχείρημα συνίστατο στην αναίρεση της άποψης ότι η 11η Σεπτεμβρίου σχετιζόταν με το Ιράκ. Το επιχείρημα αυτό σήμανε και την ανατροπή της δεύτερης δικαιολογίας για τον πόλεμο στο Ιράκ. Η αλλαγή καθεστώτος εξακολουθεί να αποτελεί την τρίτη δικαιολογία, η οποία όμως είναι τόσο σαθρή από την άποψη του διεθνούς δικαίου, ώστε ελάχιστοι είναι αυτοί που την παίρνουν στα σοβαρά. Έτσι, καθώς πλέον έχουν διαψευσθεί όλοι οι λόγοι υπέρ του πολέμου, το μόνο που μένει σε αυτόν τον διαψευσμένο Πρόεδρο είναι να ισχυριστεί ότι, αν αποχωρήσουν τα στρατεύματά του χωρίς να έχουν ολοκληρώσει το έργο τους, «εκατομμύρια άνθρωποι θα πεθάνουν, καθώς το Ιράκ θα καταρρέει». Στο παρόν πλαίσιο, μπορούμε να αφήσουμε κατά μέρος το Αμερικανικό ενδιαφέρον για τον θάνατο αθώων, χωρίς να προβούμε σε κανένα περαιτέρω σχόλιο. Δεν μπορεί όμως να γίνει το ίδιο για το δεύτερο μέρος του επιχειρήματος, το οποίο, παρεμπιπτόντως, οδήγησε παλαιότερα τον σαφώς πιο συνετό πατέρα Μπους, να σταματήσει να σκοτώνει τα υποχωρούντα στρατεύματα του ηττηθέντος Σαντάμ, προκειμένου να μην ενθαρρύνει τη διάλυση της χώρας. Θα διαλυόταν άραγε το Ιράκ ή θα εισέβαλαν σε αυτό γειτονικές χώρες με σκοπό να το λεηλατήσουν; Η πρώτη αντίδραση θα ήταν ενδεχομένως: Ας το σκέφτονταν νωρίτερα αυτό οι εισβολείς. Είπαμε όμως ότι ο προβλεπτικός σχεδιασμός των Η.Π.Α. είναι ανεπαρκής, οπότε ας επικεντρωθούμε στο τι μπορούμε να κάνουμε τώρα για να αποφύγουμε την περαιτέρω επιδείνωση της κατάστασης. Χρησιμοποιώντας τη βοήθεια ενός παλιού εχθρού Ο συγγραφέας θα ήθελε να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του στον Πρόεδρο του Ιδρύματος Ωνάση, κύριο Αντώνη Παπαδημητρίου, καθώς και στο Διοικητικό Συμβούλιο του Ιδρύματος, για την ευγενική τους πρόσκληση να παρουσιάσει τις απόψεις του σχετικά με επίκαιρα θέματα της διεθνούς εξωτερικής πολιτικής. Είναι επίσης ευγνώμων στον Διοικητή και το Διοικητικό Συμβούλιο της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος για την ευγενική παραχώρηση της Αίθουσας Καρατζά, όπου και φιλοξενήθηκε η εκδήλωση. Τέλος, ευχαριστεί θερμά τον κύριο Γιάννη Παπαδημητρίου, για την επιδέξια απόδοση του κειμένου της διάλεξης στην Ελληνική γλώσσα.
Αυτό το κείμενο είναι γραμμένο σε μονοτονικό. Διαβάστε την πολυτονική του έκδοση.
|