Το δικαίωμα εκπαίδευσης στη μητρική γλώσσα στην κοινωνία των Ελλήνων της Χιμάρας
Του Φάνη ΜαλκίδηΤο μεγαλύτερο μέρος των μεταναστών που ζουν στην Ελλάδα, προέρχονται από την Αλβανία, στην οποία η οικονομική κατάσταση δεν επιτρέπουν πλέον την παραμονή εκεί. Οι μετανάστες από την Αλβανία, χωρίζονται σε πολίτες αλβανικής εθνικότητας -βεβαίως υπάρχουν και άλλες εθνοτικές ομάδες, μία όμως αναγνωρισμένη, η σερβική- και ελληνικής. Αυτοί με τη σειρά τους χωρίζονται σε Έλληνες, οι οποίοι κατοικούν στα 99 αναγνωρισμένα χωριά ως «περιοχές διαβίωσης της ελληνικής μειονότητας», και σε Έλληνες στους οποίους δεν αναγνωρίστηκε αυτό το δικαίωμα. Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής, η οποία εντάθηκε μετά το τέλος του Β΄ παγκοσμίου πολέμου ήταν οι Έλληνες εντός των «μειονοτικών ζωνών» να απολαμβάνουν, το δικαίωμα της εκπαίδευσης στη μητρική γλώσσα μέχρι το τέλος της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ στους Έλληνες εκτός αυτών των «ζωνών» δεν τους δόθηκε ποτέ αυτό το δικαίωμα. Μία από αυτές τις περιοχές - οι άλλες είναι η Κορυτσά, το Αργυρόκαστρο, η Πρεμετή, το Λεσκοβίκι, τα χωριά της Αυλώνας, κ.α - είναι η Χιμάρα, της οποίας οι κάτοικοί της δεν μπόρεσαν, ακόμη και σήμερα, να αναγνωρισθούν ως ελληνικής εθνικότητας Αλβανοί πολίτες, με αποτέλεσμα να στερηθούν όλα τα δικαιώματα που απορρέανε από το αλβανικό σύνταγμα. Έτσι οι Έλληνες από τη Χιμάρα αποτελούν μία ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, εντός της μεγάλης κοινότητας των μεταναστών από την Αλβανία.
Μεταπολεμικά, σύμφωνα με στοιχεία των Ελληνικών προξενικών αρχών, ο αριθμός των Ελλήνων στην γειτονική χώρα ήταν 200.000 -250.000 άτομα, τα ηπειρωτικά σωματεία της Αθήνας, δήλωναν ότι η μειονότητα αριθμούσε 400.000 άτομα, η πολιτική οργάνωση των Ελλήνων στην Αλβανία ΟΜΟΝΟΙΑ σε υπόμνημα της στη ΔΑΣΕ - ΟΑΣΕ (Μόσχα 1991) υποστήριζε ότι η ελληνική μειονότητα ήταν 300.000 άτομα, ενώ η Διεθνής Εταιρεία Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σε έρευνα που πραγματοποίησε το 1991, ανέφερε ότι ο αριθμός των Ελλήνων ήταν περίπου 300.000. Από την πλευρά τους οι αλβανικές αρχές, υποστήριζαν ότι ο αριθμός των Ελλήνων κυμαινόταν γύρω στις 50.000 με 59.000 άτομα. Ο αριθμός των κατοίκων της Χιμάρας υπολογιζόταν πριν το 1991 στους 15.000-20.000, ενώ σήμερα σύμφωνα με υπολογισμούς της ΟΜΟΝΟΙΑΣ και των Ηπειρωτικών Σωματείων, ο πληθυσμός των Ελλήνων στην Αλβανία κυμαίνεται στις 70.000 με 80.000, ενώ στη Χιμάρα κατοικούν περίπου 5.000 Έλληνες. Τα σημερινά στοιχεία αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο πρόβλημα ακρίβειας αφού η τελευταία απογραφή του 2001 δεν συμπεριέλαβε την εθνικότητα.
Η πρώτη μνεία οργανωμένης παιδείας στη Χιμάρα και πάντα στη μητρική γλώσσα, την ελληνική, αρχίζει από τα Ιωάννινα, με τον σπουδαστή της Σχολής Στρατηγόπουλου, Σωφρόνιο Χιμάρα (1500). Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, το 1774 στην Χιμάρα δημιούργησε σχολείο στη Χιμάρα στο Βούνο, στους Δρυμάδες, στο Λυκούρεσι, στον Άγιο Βασίλειο, στο Λούκοβο, και στο Πικέρμι. Με την ίδρυση όμως του αλβανικού κράτους το 1914, οι ευεργέτες οι οποίοι στήριξαν τα γράμματα στην περιοχή αντιμετωπίζουν την εχθρότητα του νέου καθεστώτος.
Το σχολικό έτος 1928 - 1929 στο ελληνικό σχολείο της Χιμάρας φοιτούσαν 136 μαθητές και δίδασκαν 4 δάσκαλοι από τους οποίους οι 3 αλβανοί και τα ελληνικά είχαν περιοριστεί ως μάθημα γλώσσας. Η ίδια κατάσταση επικράτησε και το σχολικό έτος 1929 - 1930. Από το σχολικό έτος 1933 - 1934 το αλβανικό κράτος αρχίζει συστηματικά να καταδιώκει την Ελληνική εκπαίδευση. Τα μέτρα αφορούν την άρνηση έγκρισης του διορισμού των κοινοτικών ελληνοδιδασκάλων, την διακοπή λειτουργίας των περισσοτέρων ελληνικών σχολείων, την αντικατάσταση των Ελλήνων διδασκάλων από Αλβανούς, τις επεμβάσεις των αρχών στα σχολικά ζητήματα, την εισαγωγή μαθημάτων αλβανικής γλώσσας, ιστορίας, γεωγραφίας και άλλων καθώς και την κατάργηση των ιδιωτικών - κοινοτικών σχολείων μέσω της τροποποίησης του Συντάγματος.
Στις 20 Φεβρουαρίου του 1934 υποβάλλεται το υπόμνημα των Ελλήνων προς την Κοινωνία των Εθνών (Κ.τ.Ε.) Οι Έλληνες διαμαρτύρονται για την πολιτική αφελληνισμού μέρος της οποίας είναι και η κατάργηση της εκπαίδευσης και ακολουθούν 30.000 υπογραφές. Όλοι οι Χιμαριώτες έδωσαν το παρόν τους στον σχολικό αγώνα, διαδηλώνοντας κατά των κυβερνητικών μεθοδεύσεων και οι μαθητές απείχαν από τα μαθήματα- από τους 450 μαθητές των Δρυμάδων στην αποχή συμμετείχαν οι 430. Η Κ.τ.Ε. παρέπεμψε το θέμα στο Διαρκές Δικαστήριο το οποίο και υποχρέωσε την Αλβανία να σεβαστεί το δικαίωμα να ιδρύονται και να λειτουργούν ιδιωτικά - κοινοτικά σχολεία με τους δικούς τους δασκάλους.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την καθεστωτική αλλαγή στην Αλβανία τα σχολεία της Χιμάρας ξαναλειτούργησαν μέχρι το 1947. Από αυτό το έτος η Χιμάρα χάνει και τα εκπαιδευτικά δικαιώματά της, αφού το νέο καθεστώς αντιδρά μ’ αυτόν τον τρόπο στη στάση των Χιμαριωτών στο δημοψήφισμα για το πολιτειακό ζήτημα. Η συνέχεια είναι η μη αναγνώριση κανενός δικαιώματος στη Χιμάρα, καθώς και η συνεχής προσπάθεια εξαλβανισμού.
Μετά την «μεταπολίτευση» του 1991 και μέχρι σήμερα, οι συνεχείς απορρίψεις του Αλβανικού κράτους στις αιτήσεις των Χιμαριωτών και της ΟΜΟΝΟΙΑΣ για την επαναλειτουργία των σχολείων, οδήγησε στην λειτουργία «φροντιστηρίων» ελληνικής γλώσσας, τα οποία και προφανώς δεν λύνουν το πρόβλημα. Αντιθέτως το αίτημα της παιδείας στη μητρική γλώσσα παραμένει ζωντανό και αποτελεί ένα από πιο σημαντικά για την ελληνική κοινότητα της χώρας και της περιοχής.
Οι εξελίξεις μετά το 1991 στην Αλβανία έφεραν ξανά στο προσκήνιο ένα πρόβλημα, το οποίο στην πραγματικότητα δεν είχε ποτέ διευθετηθεί: την παρουσία των Ελλήνων στην Αλβανία και των μεταναστών ελληνικής καταγωγής οι οποίοι δεν αναγνωρίζονται όμως στην Ελλάδα. Η ελληνική κοινότητα στην Αλβανία και ειδικότερα στη Χιμάρα, δικαιούται την περιφρούρηση, από την πλευρά της αλβανικής και της ελληνικής πολιτείας, όλων των δικαιωμάτων της, τα οποία θα κινούνται προς τα ιδεώδη, τις αρχές, την ασφάλεια, την ειρήνη, την κοινωνική πρόοδο και ευημερία. (Η υπόθεση βεβαίως τα διπλής υπηκοότητας η οποία ανακινήθηκε προσφάτως, είναι σύνθετη και δεν πρέπει να ενταχθεί σε καιροσκοπικές εκλογικές αντιπαραθέσεις). Ως πρώτη, άμεση πράξη προς την πρακτική εφαρμογή των δικαιωμάτων των Χιμαριωτών θα πρέπει να είναι η λειτουργία ελληνικού σχολείου, όπως και η διασφάλιση της ελεύθερης επικοινωνίας των Ελλήνων της Χιμάρας με την Ελλάδα και τις άλλες χώρες, όπου και αν ευρίσκονται, κάτι που αποτελεί και εγγύηση συμμετοχής στην πολιτική και κοινωνική ζωή.
Ο Φάνης Μαλκίδης είναι Λέκτορας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και το κείμενο αποτελεί μέρος της εισήγησης στο 6ο Διεθνές Συνέδριο του Κέντρου Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης, του Πανεπιστημίου Πατρών.