Τρία άρθρα για το
Κυπριακό - Βάσος Λυσσαρίδης,
Παναγιώτης Ήφαιστος, Ανδρέας
Θεοφάνους
Σημερινή, 22.2.2004
«Των οικιών ημών
εμπιπραμένων....»
Του
Βάσου Λυσσαρίδη*
Με αποπροσανατολισμένη
πυξίδα, χωρίς σαφείς στόχους, χωρίς
ολοκληρωμένη στρατηγική τα σφάλματα
είναι αναπόφευκτα.
Και το χείρον. Όταν στόχοι
εγκαταλείπονται ή μετατρέπονται σε
ημιστόχους. Όταν διακηρύξεις
παραμένουν ορφανές, η κατολίσθηση
μετατρέπεται σε πτώση. Και όταν από
τη στάση μας διακυβεύεται η τύχη ενός
λαού, οι προχειρότητες δεν
επιτρέπονται.
Πήγαμε στη Ν.Υόρκη με σαφή τοποθέτηση
ότι ούτε ο επιδιαιτητικός ρόλος του γ.γ.,
ούτε τα χρονοδιαγράμματα ήταν
αποδεκτά, ούτε το Σχέδιο Ανάν ως λύση,
αλλά ως βάση για διαπραγμάτευση.
Επιστρέψαμε με διαδικασία χειρότερη
της αρχικής.
Με άτυπη τετραμερή (που χωρίς την
παρέμβαση της Ελληνικής κυβέρνησης
θα ήταν πλήρης) και την Τουρκία από
ένοχη κατοχική δύναμη να
μεταβαπτίζεται σε εποικοδομητικό
παράγοντα, που ίσως κληθεί να
παροτρύνει τους Τουρκοκύπριους (που
ασφαλώς επιθυμούν λύση), να
υιοθετήσουν θετική στάση.
Και πανηγυρίζουμε για το επίτευγμα.
Όμως στόχος μου δεν είναι ο
επιμνημόσυνος λόγος για μια ήδη
δεδομένη διαδικασία. Τώρα αρχίζουν
τα δυσχερέστερα. Βαδίζουμε προς
συνομιλίες. Έγιναν τροπολογίες από
τη δική μας πλευρά τις οποίες
πληροφορηθήκαμε για πρώτη φορά από
τα Μ.Μ.Ε.
Θ αρχίσει η μάχη για διαφοροποίηση
του Σχεδίου. Με ποιους;
Με τεχνοκράτες (που ασφαλώς θα πρέπει
να συμμετέχουν στην διαδικασία) ή με
εποπτεία των πολιτικών ηγετών, που
τελικά θα αναλάβουν την ευθύνη να
προτείνουν στο λαό έγκριση ή
απόρριψη του Σχεδίου;
Ποιoς θα είναι ο πραγματικός ρόλος
του Εθνικού Συμβουλίου; Θα κληθεί εκ
των υστέρων να τοποθετηθεί.
Και τώρα θα αρκεσθούμε στις
εισηγήσεις που δημοσιοποιήθηκαν ή θα
προχωρήσουμε σε συζήτηση θεμάτων που
άπτονται της επιβίωσης της Κυπριακής
Δημοκρατίας και σχετίζονται με τα
ανθρώπινα δικαιώματα και την έννοια
της δημοκρατίας;
Θα δεχθούμε στο μεταβατικό στάδιο
την κατάργηση του Προέδρου και την
αντικατάσταση του θεσμού με δυο
κοινοτάρχες; (Παπαδόπουλος και
Ντενκτάς). Και τι θα συμβεί αν στο
πολύμηνο αυτό διάστημα η Τουρκία
προκαλέσει τεχνητό αδιέξοδο;
Αναγνώριση από την Ευρώπη και των δύο,
ως προέδρων εκάστης των δύο ζωνών.
Δηλαδή ευρωδιχοτόμηση, που θα ήταν
αδύνατη με την ένταξη της Κύπρου στην
Ε.Ε. Γιατί καμιά χώρα δεν θα
αναγνώριζε προσάρτηση ευρωπαϊκών
εδαφών σε άλλη χώρα ή δημιουργία
αποσχιστικού κράτους από ευρωπαϊκά
εδάφη.
Θα δεχθούμε κατάργηση της
νομοθετικής εξουσίας με ξένους
δικαστικούς να λύουν τα πολιτικά
αδιέξοδα;
Θα δεχθούμε να μετατραπούμε σε
πολίτες δεύτερης κατηγορίας στη δική
μας πατρίδα; Δηλαδή όλοι οι Ευρωπαίοι
να δικαιούνται να ασκούν τ
ανθρώπινα και πολιτικά τους
δικαιώματα σ ολόκληρη την κυπριακή
επικράτεια, πλην των γηγενών Κυπρίων
και κυρίως των Ελληνοκυπρίων, γιατί
λόγω αριθμού οι Τουρκοκύπριοι θα
μπορούν να τ ασκούν στο νότιο
κρατίδιο;
Θα επιβάλουμε στέρηση του
δικαιώματος περιουσίας στους
Κυπρίους πολίτες; Δεν θα προσφύγουν
στα ευρωπαϊκά δικαστήρια και θα
χρειασθούν δεκάδες δισεκατομμύρια
λίρες αποζημιώσεις μόνο για μη
πρόσβαση; (Τιτίνα Λοϊζίδου).
Θα δεχθούμε παρεμβατική
πολιτικοστρατιωτική παρουσία της
Τουρκίας;
Τα θα δεχθούμε είναι αμέτρητα.
Καιρός να εμπλακούμε σ ένα σε βάθος
διάλογο για καθορισμό του τι είναι
ανεκτό και τι όχι.
ΤΩΡΑ.
Γιατί η τύχη ενός λαού δεν είναι
δυνατό να κρίνεται ερήμην του.
Κανείς δεν δικαιούται να χειρίζεται
εν λευκώ το μέλλον ενός λαού.
Η μεγάλη πλειοψηφία του λαού αγνοεί
ουσιώδεις πτυχές του Σχεδίου Ανάν.
Να τις συζητήσουμε δημόσια.
Αν κριθούν εν συνόλω από την ηγεσία
και τεθούν μπροστά στον λαό για
έγκριση, η ενέργεια θα έχει μια μορφή
εκβιασμού, γιατί οι εγκρίναντες θα
επισείουν τους κινδύνους από
αναίρεση υπογραφής.
Τώρα να συζητήσουμε. Με νηφαλιότητα.
Χωρίς επίθετα και χαρακτηρισμούς. Με
επιχειρήματα. Και να κρίνει ο λαός.
ΤΩΡΑ.
* Επίτιμος Πρόεδρος της
ΕΔΕΚ
Το σχέδιο Ανάν και τα
αυτογκόλ
Του
Παναγιώτη Ηφαίστου*
«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»
Κατανόηση της παρούσης
συγκυρίας προϋποθέτει κατανόηση της
αφετηρίας, της πορείας και των
αποτελεσμάτων της διακομματικής
στρατηγικής επίτευξης «ευρωπαϊκής
λύσης» του Κυπριακού.
Σε γενικές γραμμές, μετά το 1992 η
στρατηγική αυτή ξετυλίχθηκε ως εξής:
1 Αγώνας υποβολής αίτησης ένταξης της
Κύπρου στην Ε.Ε. ενάντια στις
εγχώριες αντιρρήσεις.
2 Αγώνας στον διπλωματικό στίβο της
Ευρώπης για την καλλιέργεια της
θέσης ότι «η ένταξη ανεξαρτήτως
λύσης» θα οδηγούσε στην επίλυση του
πολιτικού προβλήματος με το να
επεκτείνει στο νησί το κοινοτικό
νομικό κεκτημένο και τον κοινοτικό
πολιτικό πολιτισμό.
3 Ενίσχυση της άμυνας για να
επιτύχουμε ισορροπία δυνάμεων, ούτως
ώστε οι διαπραγματεύσεις να
διεξάγονται χωρίς το φόβο
διπλωματικών-στρατιωτικών εκβιασμών.
4Προσέγγιση των Τουρκοκυπρίων για να
πειστούν ότι τους συμφέρει μια
ενωμένη Κύπρος ενταγμένη στην Ε.Ε.
5 Καλλιέργεια στην ʼγκυρα τής
πολιτικά ορθολογιστικής άποψης ότι η
ένταξη λύση του Κυπριακού
προσφέρει στην Τουρκία τη δυνατότητα
μιας έντιμης απαγκίστρωσης από την
κυπριακή περιπέτειά της.
6Διεξαγωγή παράλληλων «στρατηγικών
διαπραγματεύσεων» στο επίπεδο
Ελλάδας-Τουρκίας-ΗΠΑ-Ε.Ε. για
επίτευξη συμφωνίας επί των
διεθνοπολιτικών πτυχών του Kυπριακού.
Το φθινόπωρο του 2002 φθάσαμε στη βρύση,
αλλά, λόγω ολέθριων λαθών της
ελληνικής διπλωματίας, δεν ήπιαμε
νερό:
1ον) Αν και η Kοινότητα υιοθέτησε τη
θέση «ένταξη ανεξαρτήτως λύσης»,
περιέργως δεν εκμεταλλευτήκαμε
αυτήν τη δέσμευση.
2ον) Δεν δράσαμε έγκαιρα για να
πειστεί ο ΟΗΕ και τα μέλη του
Συμβουλίου Ασφαλείας ότι οι
προτάσεις λύσης του Κυπριακού θα
έπρεπε να βρίσκονται σε συμβατότητα
με την ιδιότητα της Κύπρου ως πλήρους
μέλους της Ε.Ε. και παραλείψαμε να
ζητήσουμε -όπως είχαμε κάθε δικαίωμα-
να μην υποβληθεί σχέδιο που δεν θα
πληροί αυτές τις προϋποθέσεις.
3ον) Γι αυτό, δεν είναι τυχαίο ότι
το σχέδιο Ανάν:
α) Αναιρεί εκ προοιμίου την ένταξη
επειδή προτείνει ένα πολιτειακό
τερατούργημα που δεν είναι συμβατό
με την κοινοτική έννομη τάξη.
β) Διχοτομεί το νησί και καταργεί τη
λαϊκή κυριαρχία με το να την
παγιδεύει σε δαιδαλώδεις
διαδικασίες και με το να τη θέτει υπό
την αίρεση της πολιτικής βούλησης
τριών κρατών.
γ) Προβλέπει αποικιακού χαρακτήρα «εγγυήσεις»
που καταργούν την εξωτερική και
εσωτερική κυριαρχία του κυπριακού
κράτους και που καθιστούν την
Τουρκία και τη Βρετανία παντοτινούς
στρατηγικούς πάτρωνες.
δ) Θέτει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις
σε τροχιά τριβών και συγκρούσεων που
θα μπορούσαν να οφείλονται είτε σε
αντικειμενικούς λόγους, επειδή οι
κυπριακές κρατικές δομές θα είναι
δαιδαλώδεις και μη λειτουργικές,
είτε σε σκόπιμες ενέργειες που θα
εξυπηρετούν στρατηγικούς σκοπούς
της ʼγκυρας.
Χαρακτηριστικό των ολέθριων λαθών
του πρόσφατου παρελθόντος είναι το
γεγονός ότι όταν αυτό το σχέδιο-τερατούργημα
υποβλήθηκε, τα αυτογκόλ συνεχίστηκαν.
Πιο συγκεκριμένα, γίναμε όλοι
μάρτυρες της «επικοινωνιακής
καταιγίδας» υπέρ της «ιστορικής
ευκαιρίας» που δήθεν διανοιγόταν,
ανεκδοτολογικές εξιστορήσεις
αντέστρεψαν τους ρόλους θύτης-θύμα
της κυπριακής ιστορίας και
αιθεροβάμονες φιλόσοφοι
επιστρατεύτηκαν για να
αιτιολογήσουν την κατάργηση της
κυπριακής λαϊκής κυριαρχίας ως δήθεν
πρωτοποριακό πείραμα της
«μεταεθνικής
εποχής».
Ακόμη, γνωστοί καθηγητές-γραφειοκράτες
εγγύτατα της ελληνικής διπλωματίας
επιστρατεύτηκαν για να γράψουν ότι η
μη εφαρμογή της κοινοτικής έννομης
τάξης στην Κύπρο θα μπορούσε να
θεσπιστεί προενταξιακά ως
εξαίρεση.
Γι αυτούς και πολλούς άλλους λόγους
προκαλεί τουλάχιστον απορία η
αργοπορημένη δήλωση (6.2.2004) του
υπουργού Εξωτερικών ότι στις
επικείμενες διαπραγματεύσεις η
Ελλάδα θα επιμείνει σε «λύση που θα
είναι συμβατή με τις ευρωπαϊκές
αρχές και το κοινοτικό κεκτημένο».
Τώρα θυμηθήκαμε αυτήν τη βασική αρχή;
Έστω και αργοπορημένα, απαιτείται
υιοθέτηση ανυποχώρητης θέσης ότι η
λύση:
α) θα εφαρμόζει την κοινοτική έννομη
τάξη σε ολόκληρο το νησί,
β) θα επανενώνει το νησί υπό συνθήκες
δημοκρατίας και σεβασμού των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και
γ) θα αποκλείει αποικιακού χαρακτήρα
«εγγυήσεις». Σ αντίθετη περίπτωση,
αντί λύσης θα έχουμε διχοτόμηση και η
Κύπρος θα μετατραπεί σε μόνιμη εστία
ελληνοτουρκικών τριβών και
συγκρούσεων.
Μια τέτοια στάση είναι αναγκαία και
για έναν ακόμη σημαντικό λόγο:
Ενδεχομένως διακυβεύεται το μέλλον
της Ευρώπης. Πιο συγκεκριμένα, η
Τουρκία απέρριψε το σχέδιο Ανάν όχι
επειδή δεν τη συμφέρει ως πολιτειακή
και διεθνοπολιτική ρύθμιση, αλλά
επειδή δεν συνέδεε όπως αυτή θα το
ήθελε τη «λύση» του Κυπριακού με την
τουρκική ένταξη στην Ε.Ε.
Πριν από την ένταξη της Κύπρου την 1η
Μαΐου και με την υποστήριξη του
Λονδίνου και της Ουάσινγκτον, η
ʼγκυρα επιδιώκει να αντιστρέψει τους
όρους του παιχνιδιού είτε με το να
μεταθέσει την ένταξη μέχρι τη δική
της ένταξη είτε με το να τη θέσει υπό
την αίρεση αποδοχής μελλοντικής
τελικής λύσης στη βάση του σχεδίου
Ανάν. Έτσι, η διαδικασία ένταξης της
Τουρκίας στην Ευρώπη χωρίς όρους και
προϋποθέσεις θα εγκλωβίσει όχι μόνο
την Ελλάδα και την Κύπρο, αλλά και την
Ε.Ε. σε αδιέξοδα μακροχρόνια
ανατολίτικα παζάρια, στο πλαίσιο των
οποίων Λονδίνο και Ουάσινγκτον, σε
συμμαχία με την ʼγκυρα, θα
προσαρμόζουν τη διαδικασία
ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης στα πάγια
ευρωατλαντικά πρότυπα και θα
αποδυναμώνουν διαρκώς τον πολιτικό
χαρακτήρα της Ε.Ε.
Η Ελλάδα θα καταντήσει έτσι
χειροκροτητής όχι μόνο της ματαίωσης
των στόχων επίλυσης του Κυπριακού,
αλλά και αμέτοχος παρατηρητής της
βρετανικής στρατηγικής, που σκοπό
έχει να αλλάξει τον μεταπολεμικό
πολιτικό χάρτη της Ευρώπης.
* O Παναγιώτης Ήφαιστος
είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Eυρωπαϊκών
Σπουδών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Το Σχέδιο Ανάν και η
Διχοτόμηση
Του
Ανδρέα Θεοφάνους*
Ένας από τους μεγαλύτερους
φόβους των Ελληνοκυπρίων μετά το 1974
ήταν η νομιμοποίηση της de facto
διχοτόμησης. Και οι διάφορες
οδυνηρές παραχωρήσεις που γίνονταν
κατά καιρούς είχαν ως στόχο την
αναστροφή αυτής της κατάστασης και
την επανένωση της Κύπρου. Φυσικά, και
το ανισοζύγιο δυνάμεων που είχε
διαμορφωθεί στη μεγαλόνησο
συνέτεινε δραστικά στη σταδιακή αλλά
σταθερή υποχώρηση της
ελληνοκυπριακής πλευράς από
προηγούμενες θέσεις. Για παράδειγμα,
παλαιότερα, θέσεις όπως η εκ
περιτροπής προεδρία και οι μόνιμες
αποκλίσεις από τις τρεις βασικές
ελευθερίες δεν ήταν καν αντικείμενο
συζήτησης. Σήμερα η προσκόλληση σε
θέσεις αρχής έστω και στο πλαίσιο των
συμφωνιών υψηλού επιπέδου, αλλά και
των ομοφώνων αποφάσεων του Εθνικού
Συμβουλίου του 1989, θεωρείται από
διάφορους κύκλους ως μια μορφή
εθνικισμού και όχι ως θέσεις χωρίς
τις οποίες ενδεχομένως να υπάρξουν
προβλήματα βιωσιμότητας του κράτους.**
Ένα από τα ζωτικά ερωτήματα που
εγείρονται είναι κατά πόσον το
Σχέδιο Ανάν ως έχει ανατρέπει τη
διχοτόμηση. Μια προσεκτική (και χωρίς
πιέσεις) ανάλυση αναδεικνύει διάφορα
σοβαρά θέματα: ένα ουσιαστικό
χαρακτηριστικό του Σχεδίου Ανάν
είναι η αυστηρή διζωνικότητα και η
αυστηρή δικοινοτικότητα. Αυτά τα
στοιχεία σε συνδυασμό με τα
χρονοδιαγράμματα της μερικής
επιστροφής, καθώς και τα
κοινωνικοοικονομικά και πολιτικά
δεδομένα οδηγούν σε ένα σχεδόν
αμιγές τουρκοκυπριακό κράτος και σε
ένα μικτό ελληνοκυπριακό κράτος.
Πέραν τούτου, υπενθυμίζεται ότι με
βάση το Σχέδιο Ανάν θα υπάρχει μια
ασθενής κεντρική κυβέρνηση και
πολύπλοκοι μηχανισμοί λήψεως
αποφάσεων. Δεν είναι υπερβολή να
λεχθεί ότι κάτω απ αυτές τις
συνθήκες δεν θα μπορεί να λαμβάνεται
οποιαδήποτε ουσιαστική απόφαση
χωρίς την έγκριση της Τουρκίας. Έτσι
αυτό που για χρόνια έχει κατατεθεί
και υποστηριχθεί (ακόμα και από
αρκετούς σημερινούς υποστηρικτές
του Σχεδίου Ανάν) ότι δηλαδή θα
υπάρχει κυριαρχία στο βορρά και
συγκυριαρχία στο νότο θα επιτελεσθεί
με την εφαρμογή του Σχεδίου Ανάν.
Οι πονοκέφαλοι πολλαπλασιάζονται
εάν κανείς αντικρίσει και τα θέματα
του εποικισμού, της ασφάλειας και τα
οικονομικά δεδομένα. Είναι αμφίβολο
κατά πόσον ένα τέτοιο μόρφωμα θα
μπορεί να λειτουργήσει ακόμα και στα
πλαίσια της Ε.Ε.
Είναι προφανές ότι η διχοτόμηση την
οποία υποτίθεται το Σχέδιο Ανάν ότι θ
αποτρέψει εμφανίζεται λιγότερο
οδυνηρή από την εφαρμογή του Σχεδίου.
Με αυτή τη θέση δεν προκρίνεται, σε
καμιά περίπτωση, η διχοτόμηση αλλά
υποδεικνύεται πόσο προβληματικό και
δυσλειτουργικό είναι αυτό το Σχέδιο.
Και τούτο επειδή αφενός θεσμοθετεί
τη διχοτόμηση και αφετέρου
δημιουργεί τις προϋποθέσεις
συγκυριαρχίας της Τουρκίας στο νότο
και κατ επέκταση επικυριαρχίας σε
ολόκληρη την Κύπρο. Αυτή η άποψη
κατατίθεται ως τροφή για σκέψη
ενάντια και στη διχοτόμηση και στην
επικυριαρχία της ʼγκυρας επί της
Κύπρου.
Επί όλων αυτών των θεμάτων θα πρέπει
να προβληματισθούμε όλοι και ατομικά
και συλλογικά. ʼλλωστε δεν είναι
τυχαίο που και ο Πρόεδρος Τ.
Παπαδόπουλος σε συνέντευξή του περί
τα τέλη του 2003 δήλωσε ότι το Σχέδιο
Ανάν ως έχει επιβεβαιώνει τα
αποτελέσματα της Τουρκικής εισβολής.
* Ο Ανδρέας Θεοφάνους είναι
Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και
Γενικός Διευθυντής του Κέντρου
Ερευνών και Ανάπτυξης - Intercollege.
** Για μια λεπτομερή ανάλυση βλ. Α.
Θεοφάνους «Ευρωπαϊκή Κύπρος
Πολιτειακή Δομή: Οικονομία και
Κοινωνία Η Ένταξη και τα Σενάρια
Λύσης» Εκδόσεις Σιδέρη 2002 και Α.
Θεοφάνους «Το Σχέδιο Ανάν και η
Ευρωπαϊκή Επιλογή» Εκδόσεις
Παπαζήση 2003.
|