Σχέδιο Ανάν : Απαρχή νέων δεινών για την Κύπρο

 

Του Διονυσίου Κ. Καραχάλιου

Αντιπροέδρου ΔΙΚΤΥΟΥ 21

 

Έχουν ήδη γραφεί και ακουστεί πολλά για το σχέδιο Ανάν, το οποίο η κυβερνητική πλευρά και οι πρόθυμοι χειροκροτητές κάθε πρωτοβουλίας πλήρους ευθυγράμμισης με τη «νέα τάξη πραγμάτων», παρουσιάζουν ως την «τελευταία ευκαιρία» για την επίλυση του Κυπριακού προβλήματος. Όμως, στην πραγματικότητα, η εντύπωση που κυριαρχικά αναδύεται από την προσεκτική ανάγνωση του σχεδίου είναι ότι, η τυχόν αποδοχή του θα αποτελέσει μάλλον την αφετηρία νέων περιπετειών για τον Κυπριακό Ελληνισμό, παρά την βάση διαμόρφωσης ενός κυρίαρχου και ανεξάρτητου δημοκρατικού κράτους, ικανού να διασφαλίσει την ειρηνική συμβίωση μεταξύ των δύο κοινοτήτων του. Σε κάθε περίπτωση επιβάλλεται η διατύπωση των εξής βασικών παρατηρήσεων :

Η σπουδή του Κόφι Ανάν και των ΗΠΑ για την λύση του Κυπριακού προβλήματος, μέσα στις ασφυκτικές προθεσμίες που έχει τάξει ο Γενικός Γραμματέας του Ο.Η.Ε., γελοιοποιεί και κουρελιάζει την περιλάλητη «Συμφωνία του Ελσίνκι» και τις επί τριετία συνεχείς πρωθυπουργικές διαβεβαιώσεις ότι, η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν συνδέεται με την επίλυση του πολιτικού προβλήματος. Αν ο Κ. Σημίτης εξακολουθεί να αδιαφορεί για το κύρος του αξιώματός μου και να επιμένει, διαψευδόμενος από τα γεγονότα, στην άποψή του, οφείλει, τουλάχιστον, να ζητήσει να ανασταλεί η οποιαδήποτε συζήτηση επί του σχεδίου Ανάν, μέχρι ότου, στην προσεχή Σύνοδο της Κοπεγχάγης (Δεκέμβριος 2002), οριστικοποιηθεί η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Το σχέδιο παρουσιάζεται από τον πρωθυπουργό ως η «τελευταία ευκαιρία» για την επίλυση του Κυπριακού προβλήματος. Αλλά ο χαρακτηρισμός αυτός θα ήταν δικαιολογημένος αν το σχέδιο περιελάμβανε προτάσεις συμφέρουσες για τον Κυπριακό Ελληνισμό. Όταν αποδεδειγμένα και καθ ομολογία των πάντων επιβάλλει συμβιβασμούς, ορισμένοι εκ των οποίων είναι οδυνηροί και ίσως αποδειχθούν καταστροφικοί στο μέλλον, τότε ποιος ο λόγος να χαρακτηρίζεται ως «τελευταία ευκαιρία»; Μόνον η αναγωγή του σε προϋπόθεση για την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση δικαιολογεί αυτόν τον χαρακτηρισμό, γεγονός που αποδεικνύει την παταγώδη αποτυχία του Ελσίνκι για την οποία, εν τούτοις, ακόμη πανηγυρίζει ο αιθεροβάμων Σημίτης.

Η αποκάλυψη των «οδηγιών» (Note of Guidance ) του Κόφι Ανάν, που συνοδεύουν το σχέδιο, αφαίρεσαν και τα τελευταία προσχήματα περί της εννοίας και του περιεχομένου των προβλεπομένων «διαπραγματεύσεων». Η αποδοχή του σχεδίου συνεπάγεται, αφ ενός μεν το, κατ ουσίαν, αδιαπραγμάτευτο των βασικών ρυθμίσεών του και, αφ ετέρου, την αναγωγή του Κόφι Ανάν (και δι αυτού, φυσικά, των υψηλών προστατών του) σε «επιδιαιτητή», ο οποίος και θα επιβάλει, τελικά, την δική του άποψη, σε περίπτωση διαφωνίας.

Η παρουσιαζόμενη ως λύση του Κυπριακού προβλήματος στηρίζεται, κατά βάση, στον γεωγραφικό και πληθυσμιακό διαχωρισμό, όπως αυτός επιβλήθηκε το 1974 από τα στρατεύματα του Αττίλα. Οι «διαπραγματεύσεις» θα λάβουν χώρα μέσα στο πλαίσιο που από καιρό προδιέγραψε και επέβαλε, ερήμην της ελληνικής πλευράς, η Τουρκία. Ό,τι έχει μεσολαβήσει από τον Ιούλιο 1974 μέχρι και σήμερα παραγράφεται δια της σιωπής. Το 82% του Κυπριακού Ελληνισμού καλείται να νομιμοποιήσει την ισοβαρή συμμετοχή΄, στην λειτουργία του νέου κράτους, του 18% των τουρκοκυπρίων, στους κόλπους των οποίων οι έποικοι της Ανατολίας καταλαμβάνουν θέση Κυπρίου πολίτη. Τα τετελεσμένα γεγονότα, όπως τα διαμόρφωσε η τουρκική εισβολή και τα συντηρεί επί τρεις σχεδόν δεκαετίες η τουρκική κατοχή, διαγράφουν τις αμέτρητες αποφάσεις και τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών, καταργούν το Διεθνές Δίκαιο, ιδρύουν, κατά πλάσμα δικαίου, ένα τρισυπόστατο κρατικό μόρφωμα, με προφανείς τις πολλαπλές λειτουργικές του αδυναμίες, όπου κυριαρχεί μια παγκόσμια, όσο και αδιανόητη για δημοκρατικά καθεστώτα, πρωτοτυπία: η απόλυτη κατάργηση της αρχής της πλειοψηφίας. Ταυτόχρονα, ο Κυπριακός Ελληνισμός, το οικονομικό θαύμα του οποίου έχει καλύψει εδώ και χρόνια τα κριτήρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ένταξη της μεγαλονήσου σ αυτήν, καλείται να χρηματοδοτήσει την μαραζωμένη στρατοκρατούμενη κοινωνία του κατεχόμενου τμήματος, χωρίς όμως το δικαίωμα ασκήσεως βασικών δικαιωμάτων που πηγάζουν από το κοινοτικό κεκτημένο, όπως η ελευθερία διακίνησης και εγκατάστασης.

Η «εκκίνηση» των διαπραγματεύσεων εκ του μηδενός δικαιώνει την βαρβαρότητα του εισβολέα και νομιμοποιεί, ηθικά και ουσιαστικά, την τουρκική αδιαλλαξία και επιθετικότητα, ενώ παράλληλα «τιμωρεί» το θύμα για την εμμονή του στους κανόνες του διεθνούς δικαίου και στις ανθρωπιστικές αξίες. Το δράμα των αγνοουμένων εξαλείφεται κυνικότατα από το προσκήνιο, η αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής μετατρέπεται σε διαδικαστική υποσημείωση και η επιστροφή των προσφύγων ποσοστοποιείται στο μέτρο που επιτρέπει η στυγνή δικαίωση της εποικιστικής πολιτικής της Τουρκίας στα κατεχόμενα.

Η αποδοχή του σχεδίου Ανάν προϋποθέτει την μη εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου στην Κύπρο, ή την διαμόρφωση ενός «παράλληλου» κοινοτικού κεκτημένου, το οποίο θα έχει τα εξής δύο βασικά χαρακτηριστικά : Θα εφαρμόζεται μόνον στην περίπτωση της μεγαλονήσου και θα έχει διαμορφωθεί κατ απαίτηση της Τουρκίας, δηλαδή χώρας μη μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και για την ικανοποίηση των δικών της επιδιώξεων και αξιώσεων.

Η Κύπρος μετατρέπεται σε χώρα περιορισμένης ή ελεγχόμενης κυριαρχίας, κατακερματισμένη μεταξύ τριών κρατών και συνταγμάτων, τεσσάρων Βουλών και ενος δυσλειτουργικού συστήματος διακυβέρνησης, στην οποία τον τελευταίο λόγο δεν θα έχει η εκ προοιμίου εξασθενημένη (λόγω του τρισυπόστατου χαρακτήρα της και της μη εφαρμογής της αρχής της πλειοψηφίας) πολιτική εξουσία, αλλά ένα δικαστικό σώμα, το οποίο προορίζεται να επιλύει όλα τα κυβερνητικά αδιέξοδα, με πλειοψηφία που θα διαμορφώνεται από την παρουσία τριών (3) επί συνόλου εννέα (9) - μη Κυπρίων δικαστών! Ο κατακερματισμός της κυριαρχίας, μεταξύ τριών κρατών και συνταγμάτων, τεσσάρων Βουλών και ενός κυβερνητικού σχήματος, όπου οι τέσσερις Ελληνοκύπριοι θα υποτάσσονται πάντοτε στο βάρος της ψήφου των δύο τουρκοκυπρίων, καθιστά δεδομένη την ουσιαστική επικυριαρχία των ξένων δικαστών στην λήψη των αποφάσεων του υπό διαμόρφωση κράτους.

Αυτό το περιορισμένης ή ελεγχόμενης κυριαρχίας κράτος αναλαμβάνει, πριν από την «ίδρυσή» του, την εξωφρενική δέσμευση να υποστηρίξει την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ! Έτσι, μετά την άρση του ελληνικού βέτο στο Ελσίνκι και την πάση δυνάμει, από πλευράς Ελλάδας, προώθηση της ενταξιακής προοπτικής της Τουρκίας, χωρίς την ελαχίστη υπαναχώρηση της τελευταίας στις σε βάρος του Ελληνισμού διεκδικήσεις της, υποχρεώνεται και η Κύπρος, να συνηγορήσει και να συμβάλει ενεργά στην προσπάθεια εισόδου της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την στιγμή μάλιστα που πυκνώνουν οι περί του αντιθέτου απόψεις επωνύμων ευρωπαίων ηγετών.

Για κάποιους ένθερμους υποστηρικτές της άνευ όρων ελληνοτουρκικής προσέγγισης το σχέδιο Ανάν αποτελεί τον ασφαλή βατήρα για την εκτόξευση των ψευδαισθήσεών τους στα νεφελώδη οράματα, με τα οποία έμαθαν να κρύβουν την πραγματικότητα. Για όσους, όμως, έμαθαν να προτάσσουν, ακόμη και σήμερα, στην εποχή του «εκσυγχρονιστικού ρεαλισμού» και του «πολιτικώς ορθού», την ανάγκη προστασίας των δικαίων του Ελληνισμού έναντι οποιασδήποτε άλλης «πολιτικής», η αποδοχή των ρυθμίσεων του σχεδίου Ανάν ισοδυναμεί με αποδοχή της διχοτόμησης. Υπό αυτές τις συνθήκες, που, δυστυχώς, διαμορφώθηκαν συστηματικά τα τελευταία χρόνια, από τη νύκτα των Ιμίων μέχρι σήμερα και με την επιφύλαξη της τυχόν αντίθετης γνώμης των Ελληνοκυπρίων, οφείλω να εκφράσω με σαφήνεια και χωρίς περιστροφές την προτίμησή μου στην de jureδιχοτόμηση, έναντι της συγκεκαλυμμένης και γι αυτό πολύ πιο επικίνδυνης για τον Κυπριακό Ελληνισμό, διχοτόμησης, στην οποία με μαθηματική ακρίβεια μας οδηγεί το σχέδιο Ανάν.-

 

 


http://www.antibaro.gr