Κατηγορίες |
Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ
ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ: «ΧΑΜΕΝΕΣ
ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ» ή |
||||||||||||||||||||||||||||
|
Παναγιώτης Ήφαιστος Καθηγητής Διεθνείς
Σχέσεις και Στρατηγικές Σπουδές Τμήμα
Διεθνών Σχέσεων και Ευρωπαϊκών Σπουδών
Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ
ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ: «ΧΑΜΕΝΕΣ ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ» ή
Για να κατανοήσουμε τα διλήμματα και τα προβλήματα της περιόδου 2003-2004 οπότε και η Κυπριακή Δημοκρατία γίνεται πλήρες μέλος της ΕΕ, είναι αναγκαίο να αντιληφτούμε την στρατηγική μας, τους σκοπούς μας και τα μέσα που χρησιμοποιούμε. Έτσι, θα γίνει πιο καλά κατανοητός ο τρόπος με τον οποίο το σχέδιο Ανάν επηρέασε και συνεχίζει να επηρεάζει τις διαπραγματεύσεις επίλυσης του κυπριακού ενόψει του γεγονότος ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ. Για το ζήτημα αυτό υπάρχουν δύο αντιτιθέμενες θέσεις. Η πρώτη -την οποία προσυπογράφουν ελάχιστοι πολιτικοί και διανοούμενοι στην Κύπρο και στην Ελλάδα- είναι πως η υποβολή του σχεδίου Ανάν είναι μια «ευκαιρία» που σηματοδότησε μια ιστορική παρέμβαση της «διεθνούς κοινότητας». Η ευόδωση των προσπαθειών της «διεθνούς κοινότητας» παρεμποδίζεται, δήθεν, από την «αρνητικότητα της κυπριακής ηγεσίας», τα μέλη της οποίας, συνεχίζει το ίδιο -κατά τη γνώμη μου άθλιο και απαράδεκτο- «επιχείρημα», κτίζουν καριέρες ή βολεύονται πολιτικά με τη διαιώνιση των τετελεσμένων της εισβολής. Έτσι, υποστηρίζεται, επαναλαμβάνεται η ιστορία των «χαμένων ευκαιριών». Η δεύτερη θέση, υποστηρίζει ότι ο τρόπος, το περιεχόμενο και η χρονική στιγμή εκδήλωσης του σχεδίου Αναν όπως υποβλήθηκε το Φθινόπωρο του 2002, στην καλύτερη περίπτωση βρισκόταν σε δυσαρμονία με την ελληνική στρατηγική επίλυσης του κυπριακού και στην χειρότερη περίπτωση περιέπλεξε επικίνδυνα την μόνη πραγματική «ευκαιρία» επίλυσης του κυπριακού, δηλαδή την ευρωπαϊκή προοπτική της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το γεγονός της ένταξης οφείλεται στο γεγονός πως για πρώτη φορά η ελληνική (ελλαδική και κυπριακή) στρατηγική στην βάση ενός μακρόχρονου σχεδίου κατάφερε να εκπληρώσει τον σκοπό δημιουργίας προοπτικών βιώσιμης και λειτουργικής λύσης του κυπριακού.
Είναι αναγκαίο να γίνει αντιληπτό πως η πραγματική ευκαιρία επίλυσης του κυπριακού δημιουργήθηκε μόνο μετά την υπογραφή της συμφωνίας ένταξης από την αναγνωρισμένη Κυπριακή Δημοκρατία το 2003. Τον φθινόπωρο του 2002 όχι μόνο δεν υπήρξε «ευκαιρία» επίλυσης του κυπριακού αλλά επιπλέον τέθηκαν σε σοβαρό κίνδυνο οι προοπτικές που δημιούργησε η δεκαετής διαπραγμάτευση της κυπριακής και ελλαδικής πολιτικής ηγεσίας. Ο λόγος είναι απλός: ʼξονας της στρατηγικής μας ήταν και συνεχίζει να είναι ότι η έντιμη διέξοδος όλων των πλευρών δεν βρισκόταν σε συμβιβασμούς επί θεμάτων δημοκρατίας, ελευθερίας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά στην υιοθέτηση βιώσιμων-λειτουργικών διευθετήσεων που μόνο η κοινοτική έννομη τάξη και ο κοινοτικός πολιτικός πολιτισμός προσφέρει. Γι αυτό, η ένταξη θα έπρεπε να διαμορφώσει την λύση και όχι η λύση να προδικάσει μια κολοβή ένταξη (ή και να αποκλείσει την ένταξη με σύνδεσή της με την γνωστή σε όλους τουρκική στρατηγική). Γι αυτούς τους πολύ σημαντικούς λόγους, το «τετελεσμένο» της ένταξης αποτελεί πολιτικό κεκτημένο για όποιον ενδιαφέρεται να υπάρξει μια βιώσιμη λύση. Βασικά, μόνο τώρα, δηλαδή μόνο μετά την ένταξη διανοίγονται πραγματικά γόνιμα πεδία διαπραγματεύσεων μιας κοινά αποδεκτής και βιώσιμης λύσης. Στο πολύ προσεχές μέλλον, οι δυνατότητες χρησιμοποίησης του σχεδίου Αναν ή κάποιου άλλου σχεδίου ως βάση λύσης του Κυπριακού εξαρτώνται από το κατά πόσο αυτή η πτυχή θα γίνει κατανοητή και οι οποιεσδήποτε προτάσεις θα διαμορφωθούν αναλόγως.
Η κατά τα άλλα επιτυχής στρατηγική της ελληνικής πλευράς την τελευταία δεκαετία (1992-2002) οφειλόταν στο γεγονός ότι επιτέλους παραμερίστηκαν οι διεθνολογικοί παραλογισμοί και ότι στηρίξαμε την πολιτική μας στο υπαρκτό διεθνές σύστημα. Αυτό σημαίνει τα εξής: α) Κατά τη διάρκεια της δεκαετούς διπλωματικής μάχης η Κύπρος είχε την Ελλάδα ως βασικό σύμμαχο και ως καταλυτικό δρώντα στους θεσμούς της ΕΕ. β) Πολλοί στην Ευρώπη μεταπείστηκαν για τον ορθολογισμό της στρατηγικής μας στην πορεία των διαπραγματεύσεων που ακολούθησαν την υποβολή της αίτησης ένταξης (και αυτή η αλλαγή θέσεων εκδηλώθηκε μόνο μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις, πολλά «πάρε-δώσε» και διόλου αμελητέες παραχωρήσεις εκ μέρους της Ελλάδας). γ) Ακόμη και σε προχωρημένο στάδιο των διαπραγματεύσεων η θέση πολλών παραγόντων της ΕΕ κυμαινόταν από αρνητική μέχρι επιφυλακτική και μόνο η επιτυχής διαπραγμάτευση-διεκδίκηση της ελληνικής πλευράς πέτυχε την τελική κοινοτική θέση ότι «η λύση δεν είναι προϋπόθεση ένταξης». Είναι αυτονόητο πως εάν η τουρκική πλευρά δεχόταν μια βιώσιμη και λειτουργική λύση του κυπριακού πριν την ένταξη αυτό θα γινόταν από την ελληνική πλευρά ενθουσιωδώς αποδεκτό. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβηκε.
Υπενθυμίζεται ότι προς τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και παρά την απέραντη επίδειξη συμβιβαστικών προθέσεων της ελληνικής πλευράς, η Τουρκία συνέχισε να επιμένει στην μονιμοποίηση των τετελεσμένων της βίας του 1974. Γι αυτό κάποιοι στην Κύπρο και στην Ελλάδα σκέφτηκαν πως η «διεθνοποίηση» του κυπριακού θα μπορούσε να προσανατολιστεί προς πιο γόνιμα και πιο παραγωγικά πεδία. Οι βασικές υποθέσεις εργασίας που κάναμε τότε για το διεθνές σύστημα -που είναι ακόμη πιο επίκαιρες στην σημερινή συγκυρία- είναι ότι δεν υπάρχει κάποιος «ουρανοκατέβατος διεθνής παράγων» που αρνιόταν να ενεργοποιηθεί επειδή οι Έλληνες ήταν, δήθεν, αδιάλλακτοι. Αντίθετα, η «αδιαλλαξία» μας ήταν αξίωση ελευθερίας-κυριαρχίας και τιμητικός τίτλος τιμής. Η ορθολογική διεθνολογική ανάλυση που υποστηρίχθηκε τότε και την οποία συνεχίζουμε να υποστηρίζουμε σήμερα, περιέγραφε ορισμένες σταθερές των διεθνών σχέσεων τις οποίες καμιά εθνική στρατηγική δεν έχει την πολυτέλεια να παραβλέπει: Πρώτον, τα κράτη του διεθνούς συστήματος λειτουργούν και συμπεριφέρονται στη βάση των εθνικών συμφερόντων τους. Δεύτερον, η ισχύς -διπλωματική, στρατιωτική, συμμαχική- είναι προσδιοριστικός παράγων που επηρεάζει τις διακρατικές διαπραγματεύσεις και την επίλυση των διεθνών συγκρούσεων. Τρίτον, οι διεθνείς θεσμοί -συμπεριλαμβανομένων της ΕΕ και του ΟΗΕ- δεν είναι ανεξάρτητοι δρώντες αλλά εξαρτημένοι από τα εθνικά συμφέροντα και την ισχύ των εμπλεκομένων. Τέταρτον, η στάση μας δεν πρέπει να είναι αυτή του ικέτη-ζητιάνου αλλά του διεκδικητή που θέτει ορθολογιστικά-θεμιτά αιτήματα, τα διαπραγματεύεται με πείσμα και συνέπεια και που δεν υποχωρεί επί ζητημάτων ελευθερίας και εθνικής ανεξαρτησίας.
Στην βάση των διεθνολογικών δεδομένων που μόλις σκιαγραφήσαμε υποστηρίχθηκε πριν μια περίπου δεκαετία ότι «είναι απίθανο οι τούρκοι ηγέτες να αποδεχθούν μια βιώσιμη λύση πριν την ένταξη». Συναφώς, επισημαίνω πως δεν είναι τυχαίο πως μέχρι την τελευταία στιγμή τον φθινόπωρο του 2002 το σύνολο της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας στην Κύπρο και στην Ελλάδα επέμενε στην θέση «ένταξη ανεξαρτήτως λύσης», κάτι για το οποίο, υπενθυμίζω, πετύχαμε -μετά από πολλές παραχωρήσεις- την συμβατική δέσμευση της ΕΕ. Όπως πολλοί γράψαμε ήδη από καιρό και όπως ήδη αναφέρθηκε πιο πάνω, ο σκοπός αυτής της τακτικής ήταν η δημιουργία «τετελεσμένου ένταξης» το οποίο θα ήταν κατ ουσία «κεκτημένο ένταξης». Σε τελευταία ανάλυση, αυτό το θεμιτά-νομιμοποιημένα «τετελεσμένο» αντισταθμίζει τα παράνομα-αθέμιτα τετελεσμένα της βίας του 1974 αποκαθιστώντας έτσι μια διπλωματική ισορροπία με την παγίως αδιάλλακτη τουρκική πλευρά. Η επιτυχία, σκεφτήκαμε -ορθώς- θα διάνοιγε δυνατότητες μια ισόρροπης διαπραγμάτευσης και θα λειτουργούσε ως καταλύτης για γόνιμες διαπραγματεύσεις σε δύο επίπεδα:
ΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΕΠΙΠΕΔΟ, με την συμμετοχή πλέον των πολιτικών θεσμών της ΕΕ θα συζητούσαμε την ένταξη των κατεχομένων στην Κυπριακή Δημοκρατία με τρόπο που θα διασφάλιζε τα δικαιώματα όλων των κυπρίων και που θα επέτρεπε την ύπαρξη μιας βιώσιμης-λειτουργικής πολιτείας. Δηλαδή, επαναλαμβάνεται και τονίζεται, η ένταξη θα διαμόρφωνε την λύση στη βάση της κοινοτικής έννομης τάξης, του κοινοτικού κεκτημένου και του κοινοτικού πολιτικού πολιτισμού. Αυτή η ευρωπαϊκή πολιτική και νομική τάξη πραγμάτων υποστηρίζαμε έκτοτε, αποτελεί ασφαλιστική δικλείδα διασφάλισης των ανθρωπίνων και δημοκρατικών δικαιωμάτων όλων των πολιτών της Κύπρου. Παρενθετικά υπενθυμίζω πως η στρατηγική αυτή είχε δύο σκέλη ή δύο όψεις του ίδιου νομίσματος: Αφενός ενεργητική προώθηση της ευρωπαϊκής προοπτικής όπως την σκιαγραφήσαμε μόλις και αφετέρου ταυτόχρονη αμυντική σύνδεση Κύπρου-Ελλάδας. Έτσι ενώ εμείς θα προωθούσαμε την ευρωπαϊκή προοπτική, συνετά και ψύχραιμα, θα είχαμε φροντίσει να ενισχύσουμε την διαπραγματευτική μας θέση με μια πιο ισχυρή άμυνα που επιπλέον θα τερμάτιζε ένα καθεστώς τεράστιας ανισορροπίας και ανασφάλειας στο οποίο οφειλόταν η ανορθολογική και αδιέξοδη υποχωρητικότητα των δεκαετιών του 1970 και 1980. Ερωτώ: Μήπως είναι τυχαίο το γεγονός ότι από το 1988 μέχρι σήμερα τα ίδια ακριβώς άτομα ή περίπου τα ίδια υποστήριξαν τα εξής: α) Τάχθηκαν με φανατισμό εναντίον της υποβολής αίτηση ένταξης! β) Τάχθηκαν κατά της αμυντικής ενίσχυσης της Κύπρου! γ) Τάχθηκαν «έγκαιρα» υπέρ της διχοτόμησης-συνομοσπονδίας. δ) Γκεμπελικά και αποβλακωτικά υποστήριξαν πως αν δεν δεχθούμε άμεσα το αρχικό διχοτομικό σχέδιο Αναν θα είχαμε διχοτόμηση. ε) Στη συνέχεια αντί mea culpa κραυγάζουν πως η ελληνική πλευρά βολεύτηκε με την ένταξη και δεν επιθυμεί λύση ενώ σε πιο ακραίες μορφές το ίδιο άθλιο επιχείρημα εξυβρίζει την πολιτική μας ηγεσία με το να υποστηρίζει πως «επενδύει πολιτικές καριέρες στην διαιώνιση του κυπριακού προβλήματος».
ΣΕ ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΙΠΕΔΟ, η διαπραγμάτευση -και αναφερόμαστε πάντοτε στις τότε προβλέψεις μας για την μετά την ένταξη φάση- θα αφορούσε τις διεθνείς πτυχές του κυπριακού και τις «εγγυήσεις». Σ αυτό το επίπεδο, ακριβώς -και επειδή εμείς δεν είμαστε φαντασιόπληκτοι για να βλέπουμε ανύπαρκτους αντικειμενικούς και αδέκαστους «διεθνείς παράγοντες» που για αλτρουιστικούς λόγους θα πρόστρεχαν στην διάσωση των κυπρίων από τον τουρκικό επεκτατισμό- υποστηρίζαμε ότι με δική μας πρωτοβουλία και στη βάση δικής μας πολιτικής πλατφόρμας που θα προωθούσαμε ενεργητικά, θα έπρεπε να εμπλακούν όλοι οι ενδιαφερόμενοι διεθνείς δρώντες: Οπωσδήποτε αυτό αφορά την ΕΕ ως πολιτικό δρωντα, τον ΟΗΕ, τις δυνάμεις του Συμβουλίου Ασφαλείας και ασφαλώς όλους τους άλλους που έμμεσα ή άμεσα εμπλέκονται και ενδιαφέρονται για το κυπριακό πρόβλημα (βλ. πιο κάτω). Ο στρατηγικός σκοπός θα ήταν -ΚΑΙ ΕΤΣΙ ΑΚΡΙΒΩΣ ΤΙΘΕΤΑΙ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΣΥΓΚΥΡΙΑ ΟΤΑΝ ΠΛΕΟΝ Η ΚΥΠΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΛΗΡΕΣ ΜΕΛΟΣ ΤΗΣ ΕΕ- η απεμπλοκή της Τουρκίας από την Κύπρο, έργο που ασφαλώς συναρτάται με τις σχέσεις του τουρκικού κράτους με την Ευρώπη, την Ελλάδα, τις ΗΠΑ και άλλους διεθνείς παράγοντες.
Το Φθινόπωρο 2002 πολλοί αδυνατούσαν να κατανοήσουν -ή κατανοούσαν και ολιγωρούσαν- ότι όταν εκδηλώθηκε η συνομωσία των αγγλοσαξόνων με την υποβολή του αρχικού σχεδίου Ανάν έπρεπε -εμμένοντας στη γραμμή μιας δεκαετούς ορθολογιστικής στρατηγικής- να δοθεί σκληρή μάχη «ένταξης ανεξαρτήτως λύσης» και όχι να περιμένουμε να «σωθούμε» από την αδιαλλαξία των τούρκων (όπως τελικά έγινε, όταν η Τουρκία απέρριψε όχι μόνο το αρχικό σχέδιο Αναν αλλά και τα υπόλοιπα σχέδια Αναν που ακολούθησαν). Για τους άπιστους θωμάδες, ίσως είναι χρήσιμο να υπενθυμίζω ότι σχεδόν το σύνολο των ελλαδιτών και κυπρίων ηγετών -και ανεξαρτήτως θέσεων που υιοθέτησαν στη συνέχεια όταν μερικοί από αυτούς με ανερμήνευτο φανατισμό, αντιφατικά διακήρυτταν πως το σχέδιο Αναν συνιστά «ιστορική ευκαιρία»- λίγες μέρες πριν την υποβολή των προτάσεων δήλωνε δημόσια πως «οι προτάσεις θα είναι καταστροφή» αν υποβαλλόταν πριν την υπογραφή της ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ και ότι αφού επί δεκαετία η Τουρκία αρνήθηκε να συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις υποχρεωτικά πρέπει όλοι να περιμένουν την πλήρη ένταξη. Δυστυχώς, όμως, αν και αυτή καίρια πτυχή της στρατηγικής μας ήταν ξεκάθαρη για πολιτικά πρόσωπα όπως ο Θόδωρος Πάγκαλος δεν ήταν ξεκάθαρη -ή ήταν παντελώς άγνωστη- σε πολλούς άλλους που προσυπέγραψαν την παρακμιακή αντίληψη περί «χαμένων ευκαιριών». Έστω και αργά -και αφού για ακόμη μια φορά η τουρκική πλεονεξία έγινε το σωσίβιο των ελλήνων- οι ελληνικές θέσεις επανήλθαν σε πιο ορθολογιστικές γραμμές μετά την καταλυτική νίκη του Τάσου Παπαδόπουλου στις προεδρικές εκλογές της Κύπρου. Αυτό συντελέστηκε αφενός με διορθωτικές αποφάσεις του Εθνικού Συμβουλίου της Κύπρου και με επιμονή του Κύπριου προέδρου στις επισκέψεις του στην Αθήνα πως η βιωσιμότητα-λειτουργικότητα της λύσης είναι η πεμπτουσία της στρατηγικής μας όσον αφορά την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ. Η θέση που λίγο πολύ επικράτησε σε Αθήνα, Κύπρο και εν πολλοίς στις Βρυξέλλες είναι ότι η λύση πρέπει να είναι βιώσιμη-λειτουργική και γι αυτό συμβατή με την κοινοτική έννομη και πολιτική τάξη. Αυτό είναι ένα ορθολογιστικό και γι αυτό πολιτικά αήττητο επιχείρημα που αφορά το εσωτερικό πολιτειακό καθεστώς της Κύπρου και που βοηθά όχι μόνο εμάς αλλά και τους τούρκους για μια έντιμη διέξοδο από την επεκτατική περιπέτεια που άρχισαν το 1974. Συνοψίζω: Επιμέναμε σ αυτό το ορθολογιστικό επιχείρημα επί δεκαετία μέχρι τον Φθινόπωρο του 2002 όταν κάποιοι ολιγώρησαν έντρομοι. Στη συνέχεια, όταν ο Τάσος Παπαδόπουλος έγινε πρόεδρος και υπογράφηκε η πλήρης ένταξη, αργά, σταθερά και χωρίς σοβαρές αμφισβητήσεις από την υπόλοιπη πολιτική ηγεσία επανερχόμαστε στις ορθολογικές αφετηριακές βάσεις της στρατηγικής μας.
Η σκόνη που ξεσήκωσε το σχέδιο Αναν και ο προσκοπικός ερασιτεχνισμός αυτών που κραύγαζαν τις γνωστές πολιτικές ασυναρτησίες περί «ιστορικής ευκαιρίας που δεν έπρεπε να χάσουμε» επισκίασαν το άλλο σκέλος της στρατηγικής μας, δηλαδή, τις διαπραγματεύσεις για τις διεθνείς πτυχές του κυπριακού, για τις οποίες είναι περισσότερο ευθύνη της Ελλάδας και λιγότερο της Κύπρου. Αυτό εκτιμάται είναι και το κύριο ζήτημα του 2004. Καταρχάς, όποιος ενδιαφέρεται σοβαρά για το κυπριακό καλά θα κάνει να γνωρίζει τις ακριβείς θέσεις που υιοθέτησε το Εθνικό Συμβούλιο της Κύπρου τις οποίες η νυν ελλαδική εξουσία φαίνεται να ακολουθεί αδιάφορα ή απρόθυμα. Πιο συγκεκριμένα και ανεξαρτήτως επιμέρους αποχρώσεων θέσεων για ζητήματα τακτικής, η σχεδόν ομόφωνη θέση της κυπριακής πολιτικής ηγεσίας μετά την ένταξη είναι ότι, ανεξαρτήτως του πως θα ονομάζεται το σχέδιο (σχέδιο Αναν ή κάποιο άλλο όνομα), ΤΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΜΙΑΣ ΠΙΘΑΝΗΣ ΛΥΣΗΣ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΡΟΣΑΡΜΟΣΤΕΙ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ. Ενώ αναμφίβολα -και παρά το γεγονός πως παρωχημένες θέσεις συνεχίζουν να εκφράζονται στην Αθήνα- η θέση αυτή είναι η μόνη ορθολογιστική επιλογή που αναμενόμενα θα βρει πολλούς συμμάχους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τι γίνεται, όμως, με την Βρετανία και την Τουρκία; Επειδή δεν κατέχω πολιτικό αξίωμα είναι αυτονόητο πως δεν είναι δυνατό να αναφερθώ σε συγκεκριμένους πρακτικούς χειρισμούς αλλά μόνο σε διπλωματικούς προσανατολισμούς.
Όσον αφορά την Βρετανία, εάν επιμείνει στις διχοτομικές της αξιώσεις, θα πρέπει να παρακάμψουμε τους βρετανούς διπλωμάτες και απευθυνόμενοι στην βρετανική πολιτική εξουσία να υπενθυμίσουμε ότι η Βρετανία «αρκετά πήρε». Πιο συγκεκριμένα, κατοχύρωσε τις βρετανικές βάσεις των οποίων υπό διαφορετικές συνθήκες κάποιος θα μπορούσε να σκεφτεί πως άλλο θα μπορούσε να είναι το καθεστώς μετά την ένταξη ή και ότι θα είχε ζητηθεί να μεταφερθούν. Εξάλλου, είναι καιρός να ξεφύγουμε από τα γρανάζια του Foreign Office και να λειτουργήσουμε ως ανεξάρτητο κράτος μέλος της ΕΕ όπου και δικαιωματικά μπορούμε να ζητήσουμε την διεύρυνση του ενδιαφέροντος των πολιτικών θεσμών της Κοινότητας και άλλων ευρωπαϊκών κρατών.
Όσον αφορά την Τουρκία, είναι η πρώτη φορά μετά το 1974 που βρισκόμαστε σε μια μάλλον πλεονεκτική διπλωματική θέση. Αυτό το πλεονέκτημα δεν είναι καταχρηστικό, επειδή πρώτο, είναι συμβατό με το διεθνές δίκαιο, δεύτερο, δεν αντιβαίνει με το μακροχρόνιο συμφέρον της Τουρκίας για απεμπλοκή από την κυπριακή περιπέτειά της και τρίτο, οδηγεί στην σταθεροποίηση των εύθραυστων σχέσεων στο τρίγωνο Ελλάδα-Τουρκία-Κύπρος. Βασικά είναι η θέση που επιδιώκαμε όταν άρχισε η προσπάθεια ένταξης πριν δέκα περίπου χρόνια: Η Κυπριακή Δημοκρατία είναι ενταγμένη, η Τουρκία κατέχει ευρωπαϊκό έδαφος, οι τουρκοκύπριοι αντιλαμβάνονται ολοένα και περισσότερο πως μόνο εάν επανενωθεί το νησί θα διασφαλίσουν την ευημερία τους και τα ανθρώπινα δικαιώματά τους, ενώ κερδίζει έδαφος η θέση ότι το μέλλον όλων των κυπρίων δεν βρίσκεται στην διαιώνιση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών εις βάρος της Κύπρου αλλά στην ύπαρξη μιας βιώσιμης, λειτουργικής και δημοκρατικής κυπριακής πολιτείας. Συναφώς, όσοι ύπουλα και λανθασμένα έκτιζαν την επιχειρηματολογία τους σε διχοτομικές εκλογικεύσεις η πρόσφατη «ελεύθερη κυκλοφορία» που το παράνομο καθεστώς του Ντεκτάς για άλλους λόγους επέτρεψε να λάβει χώρα στην Κύπρο, απέδειξε περίτρανα το γεγονός πως τα προβλήματα στις σχέσεις ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων είναι εισαγόμενα και επίπλαστα. Αυτό που χρειάζεται να γίνει στην Κύπρο δεν είναι η διαίρεση του νησιού αλλά η επανένωσή του υπό συνθήκες λειτουργικών και βιώσιμων πολιτειακών ρυθμίσεων. Ασφαλώς, η πρόωρη, άκαιρη, ανεξέλεγκτη και υπό τις περιστάσεις καταστροφική υποβολή του σχεδίου Αναν ενέσπειρε στο μυαλό μερικών διχοτομικές σκέψεις που αντιβαίνουν στην ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ με αποτέλεσμα να έχουν ενδεχομένως συγχύσει (και σκανδαλίσει) πολλούς τουρκοκύπριους που προσβλέπουν πλέον σε ένα διχοτομημένο νησί. Για να το πω διαφορετικά, θα συνέφερε περισσότερο την Κύπρο (τουρκοκύπριους και ελληνοκύπριους) εάν στις αντικαθεστωτικές εκδηλώσεις στις αρχές του έτους οι τουρκοκύπριοι δεν διαδήλωναν με σημαία το διχοτομικό σχέδιο Αναν αλλά με σημαία βιώσιμες διευθετήσεις που απορρέουν από το γεγονός της ένταξης και του Κοινοτικού κεκτημένου που δεσμεύει τον πολιτειακό χαρακτήρα της Κύπρου. Αυτό το κεκτημένο όπως ήδη τονίστηκε αυτομάτως ενοποιεί την Κύπρο υπό συνθήκες δημοκρατίας και πολιτειακής βιωσιμότητας. Επιμέρους πολιτειακά ζητήματα που αφορούν τις τοπικές ιδιομορφίες της Κύπρου είναι υπόθεση των ίδιων των κυπρίων και κανενός άλλου. Αν και χάθηκε πολύς χρόνος και κυρίως η κρίσιμη συγκυρία φθινόπωρο 2002-καλοκαίρι 2003, παραμένει εν τούτοις ανοικτό θέμα το πώς θα πειστούν οι τουρκοκύπριοι ότι το συμφέρον όλων είναι μια ενωμένη, δημοκρατική και ενταγμένη Κύπρος.
Εάν κάποιος δεν συνυπογράφει τους πιο πάνω θεμελιώδεις στόχους που απορρέουν από το γεγονός της ένταξης στην ΕΕ, σημαίνει πως ουσιαστικά συμφωνεί με το προαναφερθέν ύπουλο και στοχαστικά αποβλακωτικό «επιχείρημα» των μεταπρατών των ιμπεριαλιστών πως η μη αποδοχή των διχοτομικών διατάξεων το σχεδίου Αναν θα οδηγήσει σε διχοτόμηση. Για να το πω διαφορετικά, κάποιοι υποστηρίζουν πως πρέπει «να αυτοκτονήσουμε σήμερα από φόβο μήπως και αρρωστήσουμε αύριο», δηλαδή, πως πρέπει να δεχτούμε την διχοτόμηση και την παντοτινή βρετανοτουρκική ηγεμονία ακυρώνοντας έτσι τις ευκαιρίες επίλυσης που δημιουργεί η ένταξη στην ΕΕ. Σε τελευταία ανάλυση η απειλή διχοτόμησης δεν είναι μόνο ύπουλη αλλά και αντιφατική: Για να υπάρξει βελτίωση του status quo που δημιουργήθηκε μετά το 1974 και για να συμφέρει αυτό στις δύο εθνικές οντότητες θα πρέπει να εντάσσεται στην λογική της ενότητας και όχι της «μεταβατικής διχοτόμησης». Η δημιουργία ενός μη βιώσιμου και μη λειτουργικού πειραματικού κρατιδίου που θα καταστήσει την ζωή όλων των κυπρίων μαρτύριο δεν συμφέρει ούτε την μια κοινότητα ούτε την άλλη. Η ευημερία τους, όπως και με κάθε άλλο κράτος, συναρτάται με την ύπαρξη ορθολογιστικών-αποτελεσματικών πολιτειακών ρυθμίσεων που θα επιτρέπουν στην οικονομία να λειτουργεί αποτελεσματικά, στους κρατικούς λειτουργούς να παίρνουν καθημερινές αποφάσεις και στους αντιπροσώπους της Κύπρου να συμμετέχουν ορθολογιστικά στους Κοινοτικούς θεσμούς. Ουσιαστικά, κάθε είδους κεκαλυμμένη ή άλλως πως διχοτόμηση η οποία επιπλέον θα καταργήσει την νυν κραταιά Κυπριακή Δημοκρατία και που θα αφήνει την οικονομία μετέωρη, θα αποτελέσει εξέλιξη απείρως χειρότερη ακόμη και από την διχοτόμηση. Η διχοτόμηση, ασφαλώς, είναι απευκταία και ενώ ποτέ δεν πρέπει να την αποδεχτούμε θα πρέπει να ευελπιστούμε και να αγωνιζόμαστε για την επανένωση του νησιού. Ταυτόχρονα, δεν πρέπει να ελπίζουμε πως αλλαγή της τουρκικής στάσης θα οφείλεται σε αλτρουιστικά κίνητρα. Η μεταβολή της θέσης της θα είναι συνάρτηση πολύπλοκων υπολογισμών κόστους-οφέλους που αφορούν το εθνικό της συμφέρον τους μήνες και ενδεχομένως τα χρόνια που έρχονται. Αυτοί οι υπολογισμοί αφορούν τις εξελίξεις στα κατεχόμενα, τις σχέσεις της με την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες, τις σχέσεις της με την Ελλάδα και τα συντρέχοντα συμφέροντά της στις σχέσεις της με άλλες δυνάμεις.
Όσον αφορά την Τουρκία, επομένως, έπρεπε να θεωρείται δεδομένο και αναμενόμενο ότι θα συνέδεε τη στάση της με την δική της ένταξη στην ΕΕ. Αυτή η στάση δεν πρέπει να μας ξαφνιάζει ή να μας φοβίζει! ούτε κατ ανάγκη αποτελεί αρνητική εξέλιξη, εάν βεβαίως εμείς κατανοούμε τον ρόλο των διασυνδέσεων στην διεθνή πολιτική και το γεγονός πως η ένταξη δημιουργεί μια ευνοϊκή για εμάς συγκυρία. Πιο συγκεκριμένα, επαναλαμβάνεται και τονίζεται η σημαντικότερη πτυχή της όλης υπόθεσης, ότι δηλαδή ενώ οι πολιτειακές ρυθμίσεις συνδέονται με την επέκταση του κοινοτικού κεκτημένου στην Κύπρο, οι πολιτικοστρατηγικές πτυχές αφορούν μια μεγάλη «ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ» που αναπόφευκτα έπεται και οικοδομεί πάνω στην ένταξη. Αν και βεβαίως δεν πρόκειται για μια εύκολη υπόθεση δεν είναι εν τούτοις αδύνατο να εξευρεθεί διέξοδος. Σε κάθε περίπτωση, προϋπόθεση ακόμη και για να λάβουν χώρα ουσιαστικές διαπραγματεύσεις είναι η Ελλάδα θα πρωτοστατήσει με αποτελεσματικότητα και αξιοπιστία. Το ζητούμενο στο πεδίο των διπλωματικοστρατηγικών διαπραγματεύσεων -ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΜΑΣ ΤΙΣ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ ΚΑΙ ΜΗΝΕΣ ΠΟΥ ΕΡΧΟΝΤΑΙ- δεν είναι τι θα δώσει η Κύπρος αλλά τι θα «παραχωρήσουν» οι άλλοι στην Τουρκία για να συναινέσει σε μια βιώσιμη λύση χωρίς ξένα στρατεύματα και χωρίς έξωθεν εξαρτήσεις που θα καταργούν την κυπριακή λαϊκή κυριαρχία. Μια τέτοια στάση της Τουρκίας δεν θα είναι υπόθεση καλής θέλησης αλλά στρατηγικών ρυθμίσεων οι οποίες θα ενθαρρύνουν θετικούς για εμάς υπολογισμούς κόστους-οφέλους στην πλάστιγγα των τουρκικών εθνικών συμφερόντων και οι οποίες θα προσανατολίζουν την χώρα αυτή στην απόφαση ότι συνάδει με το εθνικό της συμφέρον μια έντιμη αλλά ταυτόχρονα βιώσιμη διέξοδος από την κυπριακή εμπλοκή. Ουσιαστικά, υπό αυτό το πρίσμα, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν έχει περιθώρια ακόμη και για την παραμικρή υποχώρηση: Α) Η Κοινοτική έννομη τάξη και η λαϊκή κυριαρχία είναι αδιαπραγμάτευτα. Β) Αποκλείεται να δεχθεί παντοτινή καθυπόταξη της εσωτερικής και εξωτερικής της κυριαρχίας. Γ) Αποκλείεται να αποδεχθεί «εγγυητικές ρήτρες» αποικιακού χαρακτήρα που θα καθυποτάσσουν την λαϊκή κυριαρχία σε εξωτερικές δυνάμεις (και αν συμβεί κάτι τέτοιο αναπόδραστα θα αποδειχθεί μοιραίο). Αυτές οι πτυχές εκτιμώ πως έχουν ήδη γίνει κατανοητές από την συντριπτική πλειονότητα του κυπριακού πολιτικού κόσμου, αντανακλώνται στις αποφάσεις του Εθνικού Συμβουλίου και αυτό το γεγονός εξηγεί τους λόγους για τους οποίους πυροδοτούνται τις βιοτριολικές επιθέσεις εναντίον της κυπριακής πολιτικής ηγεσίας.
Επειδή δεν είναι δική μου δουλειά να υποδείξω τους τακτικούς-πρακτικούς χειρισμούς, επισημαίνω μόνο ότι εξ αντικειμένου οι πρωταγωνιστές της στρατηγικής διαπραγμάτευσης που βρίσκεται μπροστά μας είναι πρωτίστως η ΕΕ, η Ελλάδα, δευτερευόντως οι ΗΠΑ και ο ΟΗΕ και ακολουθούν οι υπόλοιποι διεθνείς δρώντες. Θα είναι τραγικό εάν η ελλαδική πολιτική ηγεσία δεν πειστεί για αυτές τις κρίσιμες πτυχές του κυπριακού από τις οποίες θα εξαρτηθεί το κατά πόσο θα υπάρξει σύντομα λύση ή κατά πόσο θα διαιωνιστεί η εκκρεμότητα του κυπριακού. Κυριολεκτικά, για πρώτη φορά, από μάλλον ευνοϊκή διπλωματική θέση και στο πλαίσιο του εφικτού, προσφέρεται μια μεγάλη ευκαιρία για μια γόνιμη διαπραγμάτευση με βάσιμες ελπίδες διεξόδου. Ουσιαστικά, αυτή είναι η πρώτη ευκαιρία επίλυσης του κυπριακού μετά την αποδοχή της τριμερούς από την Ελλάδα την δεκαετία του 1950 (όταν η διπλωματική μας απερισκεψία ενέπλεξε την Τουρκία εγκαθιδρύοντας έτσι ένα υπαρξιακό αδιέξοδο το οποίο η ένταξη στην ΕΕ επιχειρεί να υπερβεί) και ίσως η τελευταία ευκαιρία την οποία αν δεν χειριστούμε ορθλογιστικά θα είναι αναπόφευκτα μια πραγματικά «χαμένη ευκαιρία».
Καταληκτικά, πρωτίστως στο πλαίσιο της ΕΕ και ως πλήρες μέλος, μπορούμε να καλέσουμε τους συνεταίρους μας να διαδραματίσουν τον «διεθνή πολιτικό ρόλο» με τον οποίο επί δεκαετίες διακηρύττεται πως πρέπει να προικιστεί η Κοινότητα. Ιδού η Ρόδος, λοιπόν, ιδού και το πήδημα για την δημιουργία μιας «πολιτικής και διπλωματικής ΕΕ». Το ζήτημα βεβαίως όπως τελικά τίθεται, είναι κατά πόσο αντί αυτού εμείς θα αυτοκτονήσουμε πηδώντας στο γκρεμό. Για λόγους που αφορούν, την συλλογική μας ελευθερία, την περιφερειακή ειρήνη και την σταθερότητα, την διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όλων των κυπρίων και την κυπριακή λαϊκή κυριαρχία είναι απαραίτητο, πρώτο, εμείς οι ίδιοι να μη λυγίσουμε σε θέματα αρχής (ελευθερία-δημοκρατία), δεύτερο, να αναλάβουμε διπλωματικές πρωτοβουλίες εκμετάλλευσης των ευνοϊκών για εμάς συγκυριών και τρίτον οι κύπριοι να φροντίσουν να κατατοπιστούν οι αρμόδιοι ελλαδικοί παράγοντες για τα πιο πάνω αυτονόητα τα οποία απ ότι γνωρίζω, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, λίγο-πολύ συνενώνουν όλους τους ορθολογιστικά σκεφτόμενους κύπριους και ιδιαίτερα την συντριπτική πλειονότητα της κυπριακής πολιτικής ηγεσίας. Το φθινόπωρο του 2002 γράφτηκε μια μαύρη σελίδα στην πνευματική, στοχαστική και πολιτική σελίδα της Ελλάδας: ιστορικές καρικατούρες, ιστορικά ψεύδη, ιδεολογήματα που υπονόμευαν την συλλογική ελευθερία και τα ανθρώπινα δικαιώματα των κυπρίων και ιδεολογικοπολιτικές εκλογικεύσεις υπέρ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων αποδυνάμωσαν τον συλλογικό πολιτικό ορθολογισμό στον ελλαδικό δημόσιο διάλογο. Εάν τέτοια παρακμιακά φαινόμενα εκδηλωθούν ξανά ίσως αποβούν μοιραία.
|