Κυπριακό
- ύστερη φάση.
Πρόταση στρατηγικής- τακτικής
Πρόεδρο της Κυπριακής
Δημοκρατίας
Τάσσο Παπαδόπουλο
Αγαπητέ κ Πρόεδρε,
Για πολλούς και όχι μόνο
έλληνες συμβολίζεται πλέον την
ύστερη εκδοχή του αγώνα υπέρ της
συλλογικής ανθρώπινης ελευθερίας:
Μέχρις στιγμής αντισταθήκατε
σθεναρά, αξιοπρεπώς και
αποτελεσματικά στα διεθνοφασιστικά
σχέδια που αποσκοπούσαν στην
παντοτινή υποδούλωση όλων των
κυπρίων και στην μετατροπή τους σε
υποτελείς των κατά τα άλλα
καταδικασμένων σε αποτυχία
νεοιμπεριαλιστικών αξιώσεων. Γι
αυτό, επιτρέψτε μου να σας απευθύνω
αυτή την ανοικτή επιστολή που
αφορά καίρια ζητήματα του κυπριακού
προβλήματος και τις προσπάθειες
βιώσιμης επίλυσής του στην παρούσα
ιστορική συγκυρία. Με συντομία, θα
θιγούν ζητήματα που αφορούν
θεμελιώδεις αρχές, στρατηγικούς
προσανατολισμούς και τακτικές
προσεγγίσεις μιας αξιόπιστης
εθνικής στρατηγικής τις εβδομάδες
και τους μήνες που έρχονται.
Θα έχετε προσέξει ότι πολλοί
στο εξωτερικό υποστηρίζουν πως μετά
το ΟΧΙ της 24ης Απριλίου «οι
κύπριοι δεν ξέρουν τι θέλουν».
Αυτή η εντύπωση που καλλιεργείται
επιμελώς ακόμη και στην Αθήνα,
επιτείνεται από το γεγονός ότι ο
πρόεδρος της κυπριακής Βουλής και
μερικοί άλλοι κύπριοι πολιτικοί
ηγέτες σε δημόσιές τους δηλώσεις
δίνουν την εντύπωση ότι η μόνη
αντίρρησή μας που οδήγησε στο ΟΧΙ
ήταν το γεγονός ότι δεν
διασφαλιζόταν επαρκώς η εφαρμογή των
διευθετήσεων που πρότεινε ο Κόφι
Αναν. Μια τέτοια θέση
αποπροσανατολίζει και οδηγεί σε
πιέσεις να αποδεχθούμε το τερατώδες
σχέδιο του Αναν αφού γίνουν
κοσμητικές μόνο αλλαγές και/ή αφού
δοθούν κοσμητικές επίσης
διαβεβαιώσεις για την εφαρμογή της
λύσης.
Εκτίμησή μου είναι πως βασικό
χαρακτηριστικό της «διεθνούς
διακυβέρνησης» είναι το γεγονός
ότι οι χιλιάδες εμπλεκόμενοι πρωθυπουργοί,
υπουργοί, διπλωμάτες, ομάδες πίεσης,
ομάδες μελέτης, ινστιτούτα ανάλυσης,
δημοσιογράφοι, κτλ στην διαδικασία
επίλυσης ενός οποιουδήποτε διεθνούς
προβλήματος, συνεκτιμούν διαρκώς ένα
πλήθος παραγόντων στην πιο ψηλή
βαθμίδα των οποίων βρίσκονται αφενός
τα δικά τους εθνικά συμφέροντα και
αφετέρου οι σκοποί των άμεσα
εμπλεκομένων και οι δυνατότητές τους
να τους εκπληρώσουν. Γι αυτό,
απαιτείται όπως οι τελευταίοι έχουν
σαφείς διακηρυγμένες θέσεις που
οριοθετούν τις αδιαπραγμάτευτες «έσχατες
λογικές» του συμφέροντος επιβίωσης
και των υπολοίπων συμφερόντων που
ενδεχομένως θεωρούνται
διαπραγματεύσιμα. Οι «έσχατες
λογικές» αφορούν το συμφέρον
επιβίωσης ως προς το οποίο τα κράτη
ποτέ δεν υποχωρούν στο παραμικρό.
Έτσι, αν μια κυβέρνηση δεν διακηρύξει
έγκαιρα και ξεκάθαρα τις θέσεις της,
τότε οι συλλογισμοί, οι αναλύσεις,
οι μελέτες και τα συμπεράσματα
αθροίζονται και διαμορφώνουν θέσεις
και απόψεις των δρώντων της διεθνούς
πολιτικής υπό το πρίσμα κριτηρίων
και παραγόντων που δεν
συμπεριλαμβάνουν τα συμφέροντα του
κράτους που αντιπροσωπεύει.
Για τους προαναφερθέντες
λόγους εκτιμώ ότι στην παρούσα φάση
είναι πλέον ζωτική ανάγκη ο Πρόεδρος
της Κυπριακής Δημοκρατίας με νωπή
την εντολή του ΟΧΙ της 24ης Απριλίου
να παρακάμψει τα σεκταριστικά και
ηττοπαθή μισόλογα των αποκομμένων
από την κοινωνική τους βάση
πολιτικών αρχηγών μερικών κυπριακών
και ελλαδικών κομμάτων και να
οριοθετήσει-οροθετήσει το πλαίσιο
μιας βιώσιμης λύσης του κυπριακού
ανεξάρτητα του τερατουργήματος που
πρότεινε ο Κόφι Αναν. Είτε αρέσει
είτε όχι στους τρίτους αυτό το
πλαίσιο βιώσιμης λύσης θα αποτελεί
πλέον σημείο αναφοράς όσων
εμλέκονται στην κυπριακή διένεξη.
Κυρίως, αυτό ισχύει για την ΕΕ της
οποίας η κοινοτική έννομη τάξη θα
αποτελεί αναπόφευκτα και το
περιεχόμενο μιας βιώσιμης λύσης.
Είναι σχεδόν σίγουρο ότι εάν
υιοθετηθεί μια τέτοια ορθολογιστική
στάση, κάποιες πιθανές αντιρρήσεις
την Αθήνα θα καταπνιγούν στην άβυσσο
των αντιφάσεών τους και ο
πρωθυπουργός Κωνσταντίνος
Καραμανλής με ανακούφιση θα μπορέσει
να χαράξει μια πιο αξιόπιστη και
αποτελεσματική εθνική στρατηγική
στήριξης των προσπαθειών βιώσιμης
λύσης.
Εάν γίνει μια τέτοια νέα
τοποθέτηση θα δεσμεύσει τον
προσανατολισμό όσων αναμιχθούν με
την επίλυση του κυπριακού και θα
αποτελέσει πλαίσιο ορθολογιστικών
προσεγγίσεων κάθε νέας προσπάθειας.
Κατά κάποιον τρόπο, θα προδικάσει την
λύση ή τουλάχιστον σε μερικούς μήνες
θα καταστήσει σαφές το κατά πόσον θα
υπάρξουν στο παρόν στάδιο
δυνατότητες μιας βιώσιμης λύσης ή
εναλλακτικά δυνατότητα υιοθέτησης
κάποιων άλλων επιλογών. Θα είμαστε
ακόμη πιο πειστικοί και αξιόπιστοι
αν διακηρύξουμε χωρίς περιστροφές για
να το ακούσουν καλά και οι
τουρκοκύπριοι πολίτες της Κυπριακής
Δημοκρατίας ότι η κατάσταση θα
παραμείνει ως έχει μέχρι να γίνει
αποδεκτή η εφαρμογή του διεθνούς
δικαίου, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων
και των θεμελιωδών αρχών της
δημοκρατίας. Αυτό αποτελεί ίσως
και το κυριότερο μέσον για να
αφυπνιστούν οι τουρκοκύπριοι για να
καταλάβουν ότι απαιτείται στο άμεσο
προσεχές μέλλον να
δραστηριοποιηθούν προς την
κατεύθυνση της ʼγκυρας ζητώντας από
την τελευταία να εγκαταλείψει τις
αναθεωρητικές-ηγεμονικές της
συμπεριφορές. Για να το θέσουμε
διαφορετικά, μεταξύ της άμεσης
αποδοχής διευθετήσεων που
συνεπάγονται την απώλεια της
ελευθερίας όλων των κυπρίων και που
δημιουργούν συνθήκες μόνιμης
αστάθειας και των βραχυχρόνιων ή και
μακροχρόνιων προσπαθειών αναζήτησης
μιας βιώσιμης λύσης χωρίς
αμφιταλαντεύσεις επιλέγουμε και
επιμένουμε το δεύτερο. Συναφώς, το
μεγαλύτερο ίσως λάθος των τελευταίων
ετών οφείλεται στο γεγονός ότι
εγκλωβισμένοι σ ένα αδιέξοδο
διάλογο που ενορχήστρωναν αδαείς ή
συνειδητοί υπηρέτες των
ιμπεριαλιστικών συμφερόντων οι
έλληνες συζητούσαν όχι για το πια
είναι η βιώσιμη λύση αλλά για το ποια
από τις πολλές μη βιώσιμες λύσεις θα
αποδεχτούμε. Με διαφορετικά λόγια,
συζητήσουμε όχι για το πώς ο
κυπριακός λαός θα είναι ελεύθερος
αλλά για την βαθμίδα παντοτινής
υποδούλωσής του. Πρόκειται για
ανορθολογική στάση που είτε οδηγεί
σε αδιέξοδο του κυπριακού
προβλήματος είτε σε αποδοχή μιας
καταστρεπτικής για όλους τους
εμπλεκόμενους διεθνοπολιτικής και
πολιτειακής ρύθμισης.
Ο ριζικός
επαναπροσδιορισμός των θέσεών μας
νομιμοποιείται για τρις βασικά
λόγους: Πρώτον,
επειδή η λαϊκή ετυμηγορία της 24ης
Απριλίου το απαίτησε. Δεύτερον,
επειδή η κοινή λογική υποδηλώνει ότι
το σχέδιο Αναν είναι ως φιλοσοφία, ως
πολιτειακή δομή και ως
διεθνοπολιτική διευθέτηση ένα
φασιστοειδές τερατούργημα που
αρμόζει σε υπάνθρωπους και όχι σ
ένα περήφανο, ηθικά διαμορφωμένο και
οικονομικά ανεπτυγμένο κοινωνικό
σύνολο. Τρίτον, επειδή η Κυπριακή
Δημοκρατία είναι πλέον πλήρες μέλος
της ΕΕ και όπως αρχικά εξηγούσαμε
όταν πριν πολλά χρόνια υποστηρίζαμε
την ευρωπαϊκή προοπτική ως διέξοδο
η βιώσιμη λύση προδιαγράφεται από
αυτό το γεγονός που Χάνευ και
Γουέστον μέσω του Αναν και των
ιδεολογικών υπηρετών τους στα άμεσα
ενδιαφερόμενα κράτη επιχείρησαν να
αναιρέσουν πριν την πλήρη και
οριστική ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ. Η
πλήρης ένταξη προσφέρει την
δυνατότητα έντιμης διεξόδου για
όλους, συμπεριλαμβανομένης της
Τουρκίας τα εθνικά συμφέροντα της
οποίας όχι μόνο δεν βλάπτονται αλλά
εξυπηρετούνται αν τερματιστεί
κυπριακή περιπέτειά της. Πιο
συγκεκριμένα, μια (ευρωπαϊκή) βιώσιμη
λύση προσφέρει την δυνατότητα για
άμεση εφαρμογή του κοινοτικού
νομικού και πολιτικού πολιτισμού και
της κοινοτικής έννομης τάξης.
Ακριβώς, το μεγαλύτερο
λάθος της ελληνικής πλευράς τα
τελευταία χρόνια ήταν δεν επέμενε
αταλάντευτα στην άμεση επίλυση του
εσωτερικού προβλήματος με την
εφαρμογή της κοινοτικής έννομης
τάξης κάνοντας ταυτόχρονα ξεκάθαρο
ότι αποδέχεται να συζητήσει μόνο τις
διεθνοπολιτικές μιας πιθανής λύσης.
Συναφώς, όσον αφορά τις «εγγυήσεις»
για τις οποίες πενήντα χρόνια μετά
την αποαποικιοποίηση έπρεπε να
απορριφθούν εκ προοιμίου, είναι ένα
ζήτημα το οποίο αντιμετωπίζεται
απόλυτα με την αποστρατικοποίηση και
ενδεχομένως με κάποιες «διεθνείς»
εγγυήσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας
και ίσως της ΕΕ. Αντί αυτού δεχθήκαμε
να συζητάμε για ρυθμίσεις για
εγγυήσεις και παραμονή ξένων
στρατευμάτων που όχι μόνο
αντιβαίνουν με την ιδέα της
αποστρατικοποίησης αλλά που
επιπλέον παραβιάζουν θεμελιώδεις
αρχές του διεθνούς δικαίου, της
συλλογικής ασφάλειας και των
θεμελιωδών παραδοχών ως προς το τι
συνίσταται η συλλογική ελευθερία-κυριαρχία
που αποτελεί το υπόβαθρο του
σύγχρονου διεθνούς συστήματος. Γιατί,
σε τελευταία ανάλυση, να συνεχίσουμε
να μιλάμε για εγγυήσεις Τουρκίας-Βρετανίας-Ελλάδας
όταν αυτή η αντίληψη εδράζεται σε δύο
απαράδεκτες και απορριπτέες
σκοπιμότητες: Στην διεθνοφασιστική
αντίληψη μερικών στρατοκρατών στη
ʼγκυρα περί «ζωτικού χώρου» που
καμιά σχέση δεν έχει με την ασφάλεια
των τουρκοκυπρίων και την επιθυμία
των βρετανών να ανατρέψουν μιας και
δια παντός την κυπριακή ανεξαρτησία
που με αίμα κερδίσαμε και την οποία
στην πραγματικότητα αυτοί ουδέποτε
αποδέχθηκαν.
Μια τέτοια άμεση και ριζική
επαναχάραξη της στρατηγικής μας
εξυπηρετεί, πέραν πολλών άλλων, και
ένα ακόμη πολύ σημαντικό σκοπό:
Ενόψει διεργασιών στην Ουάσινγκτον
για την νέα αμερικανική προσέγγιση
του κυπριακού προβλήματος, θα
προκαταλάβουμε τους «δυσαρεστημένους»
γραφειοκράτες και θα υποκινήσουμε
μια νέα αμερικανική πολιτική
αντίληψη προς την κατεύθυνση μιας
βιώσιμης λύσης. Αναμφίβολα, αυτή η
νέα αντίληψη δεν θα διαμορφωθεί
ακαριαία. Είναι όμως σημαντικό στην
αφετηρία να δρομολογηθούν
διαδικασίες επανεξέτασης του
κυπριακού ζητήματος από την
Ουάσινγτον προς προσανατολισμούς
που συνεκτιμούν μια βιώσιμη λύση ή
τουλάχιστον που συνεκτιμούν ότι
εμείς αυτό μόνο δεχόμαστε. Τονίζω
το γνωστό και αυτονόητο γεγονός ότι
αν είναι να γίνει μια επαναχάραξη της
στρατηγικής μας με σκοπό, μεταξύ
άλλων, να επηρεαστεί η αμερικανική
πολιτική ηγεσία, θα πρέπει να γίνει
άμεσα για να ευνοηθεί από
δραστηριοποίηση της ελληνικής
ομογένειας που αδημονεί να έχει σαφή
μηνύματα για την ακριβή στρατηγική,
τους σκοπούς και τις μεθοδεύσεις της
Αθήνας και της Λευκωσίας.
Δεν θα ήταν υπερβολικό αν
πούμε ότι η πρώτη μας προτεραιότητα
ίσως θα πρέπει να είναι να
αποτραπεί μια δυσμενείς για όλους
εξέλιξη ανάλογη με της περιόδου 2001-2002
όταν ΗΠΑ και Βρετανία έγιναν
καταλύτες εξελίξεων που δεν οδηγούν
σε μια βιώσιμη λύση. Στο ίδιο
πλαίσιο, μια νέα ρηξικεύλευθη
προσέγγιση θα αποτρέψει τους
υπαλλήλους του ΟΗΕ από το να
αυτονομηθούν ξανά και από το να
παρουσιάσουν ξανά προτάσεις
διαμορφωμένες στα παρασκήνια με
τρόπο που παραβιάζει το διεθνές
δίκαιο, τις αποφάσεις του Συμβουλίου
Ασφαλείας και τον Καταστατικό Χάρτη
του ΟΗΕ. Επίσης, ενόψει συζητήσεων
στο Συμβούλιο Ασφαλείας, θα
εμποδίσουμε την λήψη αποφάσεων που
θα νομιμοποιούν τα ανοσιουργήματα
των κυρίων Ντε Σότο, Χάνευ και Αναν
οι οποίοι κατά παράβαση του
Καταστατικού Χάρτη καταστρατήγησαν
πάγιες αρχές λειτουργίας των
διακρατικών σχέσεων και οι οποίοι
κατ αυτόν τον τρόπο προσπάθησαν να
ποδογετήσουν το Συμβούλιο Ασφαλείας
σε αποφάσεις που αντιβαίνουν στο
θεμελιώδες άρθρο 2.7 του Καταστατικού
Χάρτη του ΟΗΕ.
Συναφώς, το Συμβούλιο
Ασφαλείας είναι πολιτικό όργανο.
Μέχρι σήμερα τηρούσε τα προσχήματα
και οι πολιτικές του αποφάσεις
πρόβλεπαν τον τερματισμό της κατοχής
και την συμμόρφωση με τις πρόνοιες
του Καταστατικού Χάρτη. Αν εμείς οι
ίδιοι δεχθούμε μια νέα διεθνή τάξη
στην Κύπρο τίποτε δεν τους εμποδίζει
να λάβουν κάποια απόφαση (στην οποία
αυτή την φορά η Ρωσία ενδέχεται να
μην αντιταχθεί), που θα μπορούσε να
διευκολυνθεί από ηγεμονικές
πελατειακές σχέσεις και που θα
ενισχύει τις αξιώσεις να καταστεί η
Κύπρος μια κακόμοιρη ιστορική
εξαίρεση του διακρατικού συστήματος.
Κάτι τέτοιο δυνατό να εξυπηρετεί
εφήμερα στρατηγικά συμφέροντα και
τον ανώμαλο ψυχισμό μιας μικρής
μερίδας διανοητών εκποιημένης
συνείδησης που χαιρέκακα περιμένουν
να δουν τους κύπριους να
καταστρέφονται για να θρέψουν τις
πολιτικοιδεολογικές-ψυχικές τους
ανωμαλίες αλλά δεν εξυπηρετεί τους
έλληνες, τους τούρκους και την διεθνή
ειρήνη και ασφάλεια.
Στο ίδιο πλαίσιο, είναι
πλέον γνωστό και δεδηλωμένο ότι η
απάθειά μας και οι ολέθριοι
χειρισμοί των κρατούντων το 2001-2002
άφησαν να εκκολαφτούν διεστραμμένες
ιδέες περί το κυπριακό που
υποστήριζαν διαπασών εκποιημένες-διεστραμμένες
διάνοιες και που οδήγησαν άτομα όπως
οι κκ Φερχόυτεν, Σολάνα, Χάνευ να
πιστέψουν ότι μπορούν να μετατρέψουν
τους κυπρίους σε κακόμοιρα
πειραματόζωα της ιστορίας. Δεν
πρόκειται για συνωμοσιολογικές
ερμηνείες της διεθνούς πολιτικής οι
οποίες δεν αρμόζουν στην ιδιότητα
του υποφαινομένου. Όλοι πλέον
γνωρίζουμε επειδή ομολογήθηκε
δημόσια ότι αυτά τα άτομα (προφανώς
λειτουργώντας ως εντολοδόχοι
αδιαφανών διεθνοπολιτικών
παρασκηνίων) επιχείρησαν να
μετατρέψουν την Κύπρο σ ένα
πειραματικό «μεταεθνικό» πολιτειακό
προτεκτοράτο το οποίο στην συνέχεια
θα επιχειρούσαν να εφαρμόσουν σε
άλλες περιοχές στα Βαλκάνια, στην
Μέση Ανατολή και ευρύτερα. Η τότε
πολιτική ηγεσία της Κύπρου και της
Ελλάδας, ακριβώς, άφησε ένα ολόκληρο
λαό να γίνει έρμαιο αυτών των
διεθνοφασιστικών και ανελεύθερων
διαστροφών τις οποίες κάποιοι «διανοούμενοι»
που τους τελευταίους μήνες
επιδίδονται στο απεχθές επάγγελμα
του «πολιτικού τρομοκράτη» τις
υποστήριξαν (και συνεχίζουν να τις
υποστηρίζουν) με ανερμήνευτο
φανατισμό, γεγονός που φυσιολογικά
αφήνει πολλά ερωτηματικά για τα
πραγματικά κίνητρά τους. Την στιγμή
λοιπόν που τα σχέδιά των παρωχημένων
ηγεμονικών αξιώσεων καταρρέουν
παντού και οι αμερικανοί στο Ιράκ
ομολογούν ότι βρίσκονται στο χείλος
της αβύσσου και την ιστορική στιγμή
που οι ηγεμονικές αξιώσεις
αποτυγχάνουν, παραπαίουν και
ενδεχομένως χάνουν κάθε έρεισμα και
δυνατότητα άξιων λόγου επιτυχιών, θα
ήταν τραγικό αν λόγω ολιγωρίας ή
λανθασμένης εκτίμησης οι κύπριοι
ευκολόπιστα αφεθούν να καταστούν τα
πρώτα και ίσως τα τελευταίαπειραματόζωα
του νεοιμπεριαλισμού. Αυτή η
παρατήρηση δεν είναι ρητορική αλλά
ουσιαστική και περιγράφει το πώς
εξελίσσεται το διεθνές σύστημα από
το οποίο οι κύπριοι θα εξαιρεθούν
παντοτινά αν γίνουν ένα μοναδικό
είδος υποτελών της Τουρκίας και της
Βρετανίας.
Όσον αφορά ειδικότερα τον
ρόλο του ΓΓ του ΟΗΕ, ένα σημαντικό
έρεισμα που η ελληνική πλευρά
εγκατάλειψε στο παρελθόν είναι το
πολιτικό, νομικό και ηθικό δικαίωμα
που τα κυρίαρχα κράτη έχουν να ζητούν
από διεθνείς θεσμούς όπως ο ΟΗΕ και η
ΕΕ όπως οι εντολοδόχοι αντιπρόσωποί
τους περιορίζονται σε προτάσεις και
σε δημόσιες θέσεις που είναι
συμβατές με το πνεύμα και το γράμμα
των Καταστατικών τους Χαρτών, όπως
συμμορφώνονται με το διεθνές δίκαιο,
και, στην περίπτωση της Ευρωπαϊκής
Κοινότητας, όπως συμμορφώνονται με
το κοινοτικό νομικό και πολιτικό
πολιτισμό και τις κοινοτικές
κανονιστικές διατάξεις. Θα πρόσθετα
ότι το γεγονός πως δεν αντιδρούμε
έντονα και απαγορευτικά όταν αυτό
δεν συμβαίνει μας αποστερεί ένα από
τα ισχυρότερα πολιτικά και
διπλωματικά μέσα που διαθέτει ένα
μικρό κράτος. Μπορεί να φανταστεί
κάποιος τον κ Σολάνα ή τον κ
Φερχόϋτεν να υιοθετεί ανάλογη στάση
στο ζήτημα της Ιρλανδίας, του
Γιβραλτάρ ή των Βάσκων με αυτή που
αναρμόδια υιοθέτησαν στο Κυπριακό.
Η απάντηση είναι ότι τα
ενδιαφερόμενα κράτη θα είχαν
φροντίσει να απολυθούν την επομένη
τέτοιων δηλώσεων. Η Ελλάδα και η
Κύπρος μπορούσε, τουλάχιστον, να τους
υπενθυμίσει τον ρόλο τους και τις
πολιτικές εντολές που οριοθετούνται
από τα διακυβερνητικά όργανα της ΕΕ
στα οποία όχι τυχαία όλα τα κράτη
μέλη διαθέτουν δικαίωμα
αρνησικυρίας και τα οποία πριν
λίγους μήνες είχαν συνομολογήσει,
υπογράψει κα επικυρώσει την Πράξη
Προσχώρησης της Κύπρου στην ΕΕ. Στο
πλαίσιο μιας πιο «επιθετικής
πολιτικής» η Κύπρος και η Ελλάδα θα
μπορούσαν να ζητήσουν ακόμη και την
απόλυσή τους επειδή εκτράπηκαν
θεσμικά, ηθικά και πολιτικά.
Μια νέα στρατηγική στην
βάση θεμελιωδών αρχών όχι μόνο θα
προσδιορίσει τον στρατηγικό
προσανατολισμό αλλά επιπλέον και το
περιεχόμενο μιας νέας πρότασης
λύσης καθώς και τους τακτικούς
χειρισμούς επίτευξής της. Οι
διπλωματικοί συντελεστές της
διεθνούς πολιτικής έχουν αισθητήρες
με τους οποίους παρατηρούν, εκτιμούν
και αποφασίζουν καθημερινά για τα
προβλήματα που αφορούν τα κράτη τους
και τους διεθνείς θεσμούς στους
οποίους συμμετέχουν. Όπως αναφέρθηκε
πιο πάνω, η έγκαιρη δήλωση-κατάθεση
των θέσεων μιας χώρας αποτελεί
αναγκαία πράξη στην διπλωματική
πρακτική για να συνεκτιμώνται
επακριβώς τα αιτήματά της, να
αθροίζονται ερείσματα δυνητικών
υποστηρικτών, να παρέχονται
δυνατότητες διπλωματικών επαφών και
να προειδοποιούνται οι τρίτοι ότι
υπάρχουν «κόκκινες γραμμές» τις
οποίες δεν μπορούν να υπερβαίνουν. Αν
αυτό δεν γίνεται τα γεγονότα
συντελούνται ερήμην του κράτους που
δεν ενεργεί προνοητικά και αυτό
ακριβώς συνέβηκε τα τρία τελευταία
χρόνια: Από το 2001 μέχρι το 2003 Αθήνα
και Λευκωσία αφενός δεν δήλωσαν το
πλαίσιο λύσης μιας αδιαπραγμάτευτης
βιώσιμης λύσης και αφετέρου άφησαν
τους τρίτους να οργιάσουν στα
παρασκήνια με αποτέλεσμα να χαθεί η
ευκαιρία εκμετάλλευσης της ένταξης
της Κύπρου στην ΕΕ για να γίνουν
ουσιαστικές διαπραγματεύσεις. Όχι
μόνον αυτό, αλλά επιπλέον, σύμβουλος
του τότε έλληνα πρωθυπουργού είχε
προδικάσει την λύση της
συνομοσπονδίας ήδη από το 2001-2 και,
όπως σήμερα γνωρίζουμε, κάποιοι
έδωσαν απαράδεκτες εξωθεσμικές
υποσχέσεις που κατέστησαν την ένταξη
δώρο άδωρο.
Για τους πιο πάνω λόγους
απαιτείται άμεσα να προταχθούν τα
αυτονόητα. Πιο συγκεκριμένα, να
κατανοήσουν όλοι ότι το σχέδιο Αναν
απέτυχε, μεταξύ άλλων, για τους εξής
πολύ γνωστούς λόγους:
1) Δεν δημιουργούσε ένα
λειτουργικό-βιώσιμο κράτος.
2) Δεν σεβόταν τις
μεγαλύτερες ίσως κατακτήσεις του
ανθρώπινου πολιτισμού όπως
ενσαρκώνονται στις Συνθήκες που
κατοχυρώνουν τα θεμελιώδη ανθρώπινα
δικαιώματα και ελευθερίες.
3) Δεν σεβόταν το Διεθνές
Δίκαιο, μεταξύ άλλων, με το να
προβλέπει την κατάργηση της
Κυπριακής Δημοκρατίας, ένα δηλαδή
κυρίαρχο κράτος μέλος του ΟΗΕ.
4) Παρά την
αποστρατικοποίηση πρόβλεπε τόσο
παραμονή ξένων στρατευμάτων όσο και
διαιώνιση αποικιακού χαρακτήρα
εγγυήσεων.
5) Επί μακρόν όλοι εννοούσαν
ως βιώσιμη λύση του κυπριακού την
εσωτερική διοικητική μετεξέλιξη της
Κυπριακής Δημοκρατίας. Αναφέρονταν
στην «δικοινοτική-διζωνική
ομοσπονδία» με αυτή την έννοια και η
ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ θα σήμαινε,
ακριβώς, την εφαρμογή της Κοινοτικής
έννομης τάξης που θα επίλυε ακαριαία
το κυπριακό πρόβλημα. Αντί αυτού
είχαμε προτάσεις ασύμβατες με τον
ανθρώπινο πολιτικό πολιτισμό και την
ιδιότητα μέλους της ΕΕ για
δημιουργία ενός μη λειτουργικού και
μη δημοκρατικού πολιτειακού
τερατουργήματος το οποίο είναι
ασύμβατο με την άσκηση ενιαίας
λαϊκής κυριαρχίας (το πιο εξόφθαλμο
παράδειγμα ήταν η θρασεία πρόνοια
για τον ρόλο των ξένων δικαστών), το
οποίο δεν σεβόταν τα ανθρώπινα
δικαιώματα, το οποίο καθυπότασσε την
λαϊκή βούληση σε εξωτερικά
κελεύσματα και γενικότερα που
υπότασσε την δημοκρατία και την
ελευθερία των κυπρίων σε έξωθεν «αναγκαιότητες»
που προσδιορίζονται από
διεθνοφασιστικές ηγεμονικές
σκοπιμότητες.
Εάν δεν απορρίψουμε κάθε «λύση»
βασισμένη σε τέτοιες ρυθμίσεις
κινδυνεύουμε από τα εξής:
1ον) Ποτέ να μην υπάρξει
βιώσιμη λύση του κυπριακού (Από καιρό
έπρεπε να γίνει απόλυτα σαφές ότι
ποτέ δεν θα δεχόμασταν μια μη βιώσιμη
λύση και αυτό έπρεπε να αποτελεί
πάγιο σημείο αναφοράς και ομοφωνίας
όλων ανεξαιρέτως των πολιτικών
δυνάμεων της Κύπρου και της Ελλάδας).
2ον) Κινδυνεύουμε επίσης να
επιβληθεί τους επόμενους μήνες μια
διευθέτηση παρόμοια με αυτή που
πρόβλεπε το σχέδιο Αναν η οποία θα
οδηγήσει τάχιστα και ακάθεκτα στην
καθολική και παντοτινή απώλεια της
ελευθερίας, δημοκρατίας και
ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κύπρο
και η οποία θα αποβεί εστία τριβών,
συγκρούσεων και πολέμου στην
περιφέρειά μας.
3ον) Όπως έγραψε ο John Quincy Adams
ένας από τους θεμελιωτές του
αμερικανικού κράτους, αναφορικά με
την πρόθεση των τότε ευρωπαϊκών
δυνάμεων να παρεμβαίνουν στα
εσωτερικά των ΗΠΑ, κάθε προσπάθεια
εκ μέρους μας να τους πείσουμε «δεν
θα έχει άλλο αποτέλεσμα από το να
πιστέψουν ότι πέραν των φιλοδοξιών
μας είμαστε, επίσης, και υποκριτές».
Για εμάς, υπενθυμίζω, φιλοδοξία μας
για την οποία θα πρέπει να μιλούμε με
ευθύτητα και ειλικρίνεια είναι η
εφαρμογή του διεθνούς δικαίου, των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των
δημοκρατικών προσεγγίσεων στην
οποία στηρίζεται ο δυτικός
πολιτισμός. Τίποτα λιγότερο από
αυτό δεν είναι αποδεκτό και ο λόγος
που καλλιεργήθηκε η αντίληψη πως
μπορούν να μας πιέζουν προς την
αντίθετη κατεύθυνση οφείλεται,
νομίζω, στο γεγονός ότι στο παρελθόν
δεν οροθετήσαμε με ακρίβεια,
σαφήνεια και απόλυτο τρόπο την
προσήλωσή μας σ αυτά τα θεμελιώδη
και ουσιώδη του δυτικού πολιτειακού
και διεθνοπολιτικού πολιτισμού.
Το γεγονός επιπλέον ότι το
2001-2, όταν δηλαδή έκλειναν οι
διαπραγματεύσεις ένταξης της Κύπρου
στην ΕΕ, δεν οριοθετήσαμε το
περίγραμμα μιας βιώσιμης λύσης είναι
ένα τραγικό γεγονός για το οποίο ο
ιστορικός του μέλλοντος θα
καταδικάσει την τότε ελλαδική και
κυπριακή πολιτική ηγεσία ως υπεύθυνη
για ολέθρια λάθη και παραλήψεις τα
οποία αναλύσαμε σε προγενέστερα
κείμενα. Αυτό το γεγονός επίσης,
υποδηλώνει το αβάσιμο των ισχυρισμών
κάποιων ότι «έβαλαν την Κύπρο στην ΕΕ».
Στόχος που δεν επιτεύχθηκε ήταν να
δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις
επανένωσης της Κύπρου με αφορμή την
ένταξή της στην ΕΕ και οι δυνατότητες
που αυτό προσέφερε για
διεθνοπολιτική και πολιτειακή
διέξοδο του κυπριακού προβλήματος.
Αντί αυτού ολέθρια λάθη και
παραλήψεις δημιούργησαν συνθήκες
που πιέζουν είτε προς αποδοχή της
διχοτόμησης-υποδούλωσης που ρητά
προβλέπει το σχέδιο Αναν είτε προς
την εδραίωση μιας εξίσου απαράδεκτης
«ευρωδιχοτόμησης». Δεν είναι τυχαίο,
πάντως, ότι μερικά στελέχη μιας
μεγάλης παράταξης στην Ελλάδα τα
οποία ευθύνονται για την ολέθρια
πορεία του κυπριακού τα τρία
τελευταία χρόνια, δεν διστάζουν τους
τελευταίους μήνες να μουρμουρίζουν
την απαράδεκτη αβάσιμη γνώμη ότι οι
κύπριοι, δήθεν, δεν θέλουν την
επανένωση και πως η ευρωδιχοτόμηση
είναι τελικά η λύση.
Εκτίμησή μου είναι ότι
ιεραρχώντας τις προτεραιότητές μας
απαιτείται άμεση συντονισμένη
ενεργοποίηση όλων των οργάνων της ΕΕ
για εφαρμογή στην Κύπρο του «κοινοτικού
πολιτικού και νομικού πολιτισμού και
της κοινοτικής έννομης τάξης». Ως
ισότιμα κράτη-μέλη της ΕΕ να
υποδειχθεί άμεσα και απερίφραστα από
τις κυβερνήσεις της Ελλάδας και της
Κύπρου η αναγκαιότητα και η
σκοπιμότητα άμεσων συλλογικών
Κοινοτικών πρωτοβουλιών σύμφωνα με
τον νομικό και πολιτικό πολιτισμό
της ΕΕ: Το κράτος δικαίου, τα
ανθρώπινα δικαιώματα, την δημοκρατία,
την λαϊκή κυριαρχία και το διεθνές
δίκαιο. Συναφώς, το φαινόμενο των
τελευταίων μηνών όταν εντολοδόχοι (όπως
οι Σολάνα, Φερχόυτεν) χωρίς κανείς να
τους ελέγχει εμφανίζονται ως
εντολείς και φορείς αυθαίρετων
πολιτικών θέσεων και οι εξίσου
αυθαίρετες θέσεις πολιτικών ηγετών
που αντιβαίνουν στην Πράξη
Προσχώρηση, όχι μόνο είναι
αντιμετωπίσιμο ζήτημα αλλά επιπλέον
μας δίνει το θεμιτό δικαίωμα
νομιμοποιημένης «αντεπίθεσης» με
όπλα τις αρχές και τα κριτήρια πάνω
στα οποία εδράζεται όχι μόνο η ίδια η
ΕΕ αλλά και το υπόλοιπο διακρατικό
σύστημα.
Πιο συγκεκριμένα ο «Κοινοτικός
νομικός και πολιτικός πολιτισμός και
κοινοτική έννομη τάξη» ορίζονται ως
εξής:
1) Όλο το νομικό-κανονιστικό
κεκτημένο το οποίο μετά από
δεκάχρονες διαπραγματεύσεις
συμφωνήθηκε να εφαρμοστεί στην Κύπρο
(Η Κύπρος, υπενθυμίζεται ξανά,
υπέγραψε την Πράξη Προσχώρησης, οι
κυβερνήσεις των κρατών-μελών την
υπέγραψαν και τα κοινοβούλιά τους
την επικύρωσαν).
2) Το κράτος δικαίου
όπως διαμορφώθηκε από την
συστηματική σώρευση-ενσωμάτωση
κοινών δικαιακού χαρακτήρα
κανονιστικών ρυθμίσεων και την
ανάδειξη-καταξίωση της Ευρωπαϊκή
Σύμβαση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
και των Θεμελιωδών Ελευθεριών ως
δικαιακό-πολιτικό υπόβαθρο του
κοινοτικού πολιτικού και νομικού
πολιτισμού.
3) Ο πλουραλισμός που
εδράζεται αφενός στο κράτος δικαίου
και στις δημοκρατικές αρχές που
έχουν ως υπόβαθρο την αποτελεσματική
και άμεση άσκηση λαϊκής κυριαρχίας,
τις πλειοψηφικές αποφάσεις και τους
διαρκείς κοινωνικοπολιτικούς
ελέγχους και εξισορροπήσεις. Αυτές
και μόνο οι αρχές προσφέρουν και
αυτό θεωρείται κεκτημένο στον
νεωτερικό μας πολιτισμό εδώ και
αιώνες, τον αναγκαίο και μη
εξαιρετέο πολιτειακό ορθολογισμό σ
όλα τα αναπτυγμένα κράτη.
4) Τέλος αλλά όχι το
τελευταίο, αναπόδραστο μέρος του
πολιτικού και νομικού πολιτισμού της
ΕΕ είναι η προσήλωση στις
θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς
δικαίου, η διακρατική ισοτιμία και η
ειρηνική επίλυση των διαφορών.
Όλα τα προαναφερθέντα
παραβιάζονται κατάφωρα τόσο λόγω της
καταχρηστικής στάσης του ΓΓ του ΟΗΕ (και
κυρίως των βοηθών του και των
βρετανών-αμερικανών τους συμβούλων)
όσο και λόγω ανάλογων και όχι
λιγότερο σημαντικών αυτονομήσεων
εντολοδόχων όπως οι κ Σολάνα και
Φερχόυτεν. Αυτά επισημαίνονται όχι
στο πλαίσιο μιας νομικίστικης
αντίληψης του διεθνούς συστήματος
αλλά αντίθετα για να τονιστεί ότι οι
νομικές ρυθμίσεις διαμορφώνονται
ανάλογα με τις θέσεις, στάσεις και
συμπεριφορές των εμπλεκομένων. Υπό
αυτό το πρίσμα, στον αγώνα βιώσιμης
λύσης του κυπριακού ορισμένα
κριτήρια και παράγοντες
προσφέρονται ως τα κυριότερα θεμιτά
και νομιμοποιημένα μέσα του αγώνα
για μια βιώσιμη λύση του κυπριακού
προβλήματος ο οποίος, εκτιμώ, μόλις
αρχίζει.
Εκτιμώ επίσης, ότι η αύξηση
δηλώσεων μερικών ελλαδιτών και
κυπρίων πολιτικών ηγετών μετά την
ένταξη της Κύπρου που διολισθαίνουν
σε κάποιου είδους έμμεση ή άμεση
υπονόμευση της κυριαρχίας της
Κυπριακής Δημοκρατίας και αναίρεσης
της Πράξης Προσχώρησης οφείλονται,
ενδεχομένως, στην χαλαρότητα με την
οποία, όπως ήδη υποστήριξα πιο πάνω,
οι κυβερνήσεις της Ελλάδας και της
Κύπρου αντιμετώπισαν την αυτονόμηση
εντολοδόχων όπως οι κ Σολάνα,
Φερχόυτεν και Ντε Σότο. Συναφώς, το
γεγονός ότι δεν τελεσφόρησε το
σχέδιο Αναν είναι ένα εσωτερικό
πολιτικό ζήτημα της Κυπριακής
Δημοκρατίας και όλοι οι θεσμοί της
ΕΕ είναι νομικά, πολιτικά και ηθικά
υποχρεωμένοι να σέβονται το κυπριακό
κράτος, τις αποφάσεις του, να μην
παρακάμπτουν τους φορείς της
κυπριακής πολιτείας και να
επεξεργάζονται την αντιμετώπιση των
πολιτικών προβλημάτων που
ανακύπτουν με κριτήριο την
δεσμευτική κοινοτική έννομη τάξη. Πριν
υπάρξει ανεξέλεγκτη χιονοστιβάδα
φαινομένων που θα δημιουργεί
τετελεσμένα απαιτείται να
διατυπωθούν δικοί μας ξεκάθαροι
προσανατολισμοί και δικές μας
ξεκάθαρες θέσεις για την πολιτειακή
και διεθνοπολιτική βιωσιμότητα της
λύσης του κυπριακού προβλήματος.
Τέλος αλλά όχι το τελευταίο
που θα μπορούσε να αναφερθεί,
αποτελεί εφεύρημα το συχνά λεγόμενο
επιχείρημα ότι η Κύπρος με το ΟΧΙ
γίνεται, δήθεν, «βάρος της ΕΕ» λόγω
προβλήματος. Αυτό είναι αβάσιμο
επιχείρημα που μπορεί να εκφέρεται
από αδαείς και βαθιά νυχτωμένους
όσον αφορά τον πραγματικό χαρακτήρα
της ΕΕ. Η ορθολογιστική στάση που
αρμόζει σ ένα αξιοπρεπές και
αξιόπιστο κράτος-μέλος της ΕΕ είναι,
στην συγκεκριμένη περίπτωση, να «αντεπιτεθούμε»
άμεσα και ενεργητικά για να
υπενθυμίσουμε την συχνά
διακηρυγμένη αναγκαιότητα ανάπτυξης
της ευρωπαϊκής πολιτικής-διπλωματικής
ταυτότητας. Όχι μόνο η ΕΕ έχει
χρέος και συμφέρον να ενεργοποιηθεί
προς αυτή την κατεύθυνση αλλά
επιπλέον αποτελεί μια σχετικά εύκολη
πρόκληση αφού η εφαρμογή της Πράξης
Προσχώρησης σε όλη την Κύπρο σύμφωνα
με τα πολιτικά και νομικά κεκτημένα
της ΕΕ και η συμμόρφωση της υποψήφιας
Τουρκίας με αυτή την λογική είναι
κάτι περισσότερο από αυτονόητα
πράγματα. Ακριβώς, τα σημαντικότερα
«όπλα» της ΕΕ και της ελληνικής
πλευράς είναι οι προαναφερθείσες
αρχές που διέπουν την ευρωπαϊκή
ολοκλήρωση, η δεδηλωμένη
ορθολογιστική επιθυμία μέρους της
πολιτικής ηγεσίας της Τουρκίας να
σεβαστεί την διεθνή νομιμότητα και
τις ευρωπαϊκές αρχές και η ιστορική
αναγκαιότητα να υπενθυμίζεται στις
Ηνωμένες Πολιτείες ότι εξέλιξη του
διεθνούς συστήματος απαιτείται να
συναρτάται με τον σεβασμό της
δημοκρατίας, της λαϊκής κυριαρχίας
όλων των ανεξάρτητων κρατών, του
διεθνούς δικαίου και της Συλλογικής
Ασφάλειας. Αυτές οι έσχατες
λογικές των διεθνών σχέσεων και της
ΕΕ από τις οποίες εξαρτάται η διεθνής
ειρήνη και ασφάλεια δεν
εξυπηρετούνται αν η Κυπριακή
Δημοκρατία καταργηθεί, αν ο
κυπριακός λαός τεθεί υπό παντοτινή
ηγεμονική κατοχή, αν τα ανθρώπινα
δικαιώματα των κυπρίων κατασταλούν
παντοτινά, αν η κυπριακή λαϊκή
κυριαρχία ακυρωθεί παντοτινά και αν
τρία τουλάχιστον κράτη
δημιουργήσουν ένα κυπριακό γόρδιο
δεσμό που θα αποτελέσει εστία τριβών,
αντιπαραθέσεων και πολέμου.
Με απέραντη εκτίμηση
Παναγιώτης Ήφαιστος
Αθήνα 21/5/2004
|