Κυπριακό: Η άγνοια
και η ολιγωρία βλάπτει σοβαρά την
υγεία
Παναγιώτης
Ήφαιστος
Καθηγητής Διεθνών-Στρατηγικών
Σπουδών και Έδρας Jean Monnet για την
Ευρωπαϊκή Πολιτική Ολοκλήρωση www.ifestos.edu.gr
Ένας καλός
ιστορικός του μέλλοντος θα
ερμηνεύσει τα δεινά των κυπρίων ως
φυσικό επακόλουθο ιδεολογικής
παρακμής και απίστευτης άγνοιας του
διεθνούς συστήματος. Για να σταθώ στο
τελευταίο η λήψη αποφάσεων στη βάση
λανθασμένων εκτιμήσεων για τον
χαρακτήρα του διεθνούς συστήματος
ενδεχομένως δεν έχει προηγούμενο
στην ιστορία των διακρατικών σχέσεων.
Τα κύρια χαρακτηριστικά του διεθνούς
συστήματος τα οποία αν οι ηγέτες ενός
κράτους και η ενδιαφερόμενη κοινωνία
δεν εκτιμήσουν ορθά θα πάθουν
σοβαρές ζημιές είναι τα εξής:
Πρώτον,
τα κράτη του διεθνούς συστήματος
λειτουργούν και συμπεριφέρονται στη
βάση των εθνικών τους συμφερόντων.
Επίσης, λόγω αυτής της δομής του
διεθνούς συστήματος, δεν υπάρχει -όπως
ρητά προβλέπουν οι θεμελιώδεις αρχές
του διεθνούς δικαίου και ο
Καταστατικός Χάρτης του ΟΗΕ στο
Κεφάλαιο Ι άρθρο 2- κοινά αποδεκτή
έννοια ως προς το τι συνίσταται η «διεθνής
δικαιοσύνη» και γι αυτό οι
κυβερνήσεις προσδιορίζουν τις
θέσεις τους ή τις αλλάζουν ανάλογα με
τα εθνικά τους συμφέροντα. Στο ίδιο
πλαίσιο, οι διεθνείς οργανισμοί δεν
έχουν αρμοδιότητα επί ζητημάτων
εσωτερικής δικαιοσύνης αλλά μόνον
επί ζητημάτων διακρατικής τάξης (και
στην περίπτωση της Κύπρου μόνο όσον
αφορά την αποκατάσταση της
κυριαρχίας-ανεξαρτησίας της
Κυπριακής Δημοκρατίας). Οι
οριοθετήσεις της διεθνούς τάξης όταν
αμφισβητείται δεν προσδιορίζονται
από κάποιο αδέκαστο «διεθνή
δικαστήριο» αλλά είναι αποτέλεσμα
σκληρής αναμέτρησης μέσων, θελήσεων
και ισχύος των εμπλεκομένων και
ενδιαφερομένων. Το αντίθετο θα
σήμαινε πως πλην των Συνθηκών
υπάρχουν άλλα ανώτερης βαθμίδας
οικουμενικά κριτήρια ηθικής και
δικαιοσύνης στη βάση των οποίων
χαράσσονται τα σύνορα,
δημιουργούνται νέα κράτη,
αναδιανέμονται συγκρουόμενα
συμφέροντα κτλ.
Δεύτερον,
η ισχύς -διπλωματική, στρατιωτική,
συμμαχική- είναι προσδιοριστικός
παράγων που επηρεάζει τις
διακρατικές διαπραγματεύσεις και
την επίλυση των διεθνών συγκρούσεων.
Τρίτον,
οι διεθνείς θεσμοί -συμπεριλαμβανομένων
της ΕΕ και του ΟΗΕ- δεν είναι
ανεξάρτητοι δρώντες αλλά θεσμοί
εξαρτημένοι από τα εθνικά συμφέροντα
και την ισχύ των εμπλεκομένων.
Τέταρτον,
τα κράτη και οι κοινωνίες τους δεν
είναι ικέτες-ζητιάνοι δικαιωμάτων
αλλά φορείς αξιώσεων που αγωνίζονται
γι αυτές σ ορθολογιστική βάση. Μια
ορθολογιστική στάση κάθε κοινωνίας
που δεν θέλει να αυτοκτονήσει είναι
να αρνείται με πείσμα να
εγκαταλείψει την συλλογικής της
ελευθερία, δηλαδή την εσωτερική-εξωτερική
κυριαρχία και την λαϊκή κυριαρχία.
Συνολικά, λοιπόν, το διεθνές σύστημα
είναι ένα σύνολο κρατών και άλλων
διεθνικών δρώντων που στροβιλίζεται
στη δίνη των εθνικών συμφερόντων και
των σχέσεων ισχύος. Σ αυτό το
σύστημα σχέσεων παρεμβάλλονται οι
διεθνείς θεσμοί ως εξαρτημένες
μεταβλητές. Υπό το πρίσμα αυτών των
πραγματολογικά επαληθευμένων
εκτιμήσεων πρέπει κάποιος να
λαμβάνει σοβαρά υπόψη ότι η βασική
λειτουργία διεθνών θεσμών όπως ο ΟΗΕ
είναι όχι να υποδείξουν ή επιβάλουν
εκβιαστικά στους ενδιαφερόμενους
αυθαίρετες «λύσεις» που αφορούν την
εσωτερική τους τάξη-δικαιοσύνη αλλά
να ταπεινά, εξυπηρετικά να
υποβοηθήσουν τις διακρατικές
διαπραγματεύσεις εάν και όταν οι
άμεσα εμπλεκόμενοι το επιθυμούν ή
εάν και όταν τίθεται σοβαρά σε
κίνδυνο η διεθνής ειρήνη και
ασφάλεια. Όσον αφορά την τελευταία
πτυχή, ένας τέτοιος κίνδυνος για τη
διεθνή ειρήνη ήταν η εισβολή στην
Κύπρο το 1974. Η παταγώδης αποτυχία του
ΟΗΕ να επιβάλει την διεθνή τάξη στην
Κύπρο αποτελεί μια από τις πλέον
χαρακτηριστικές περιπτώσεις που
επαληθεύουν την ανάλυση του
χαρακτήρα των διακρατικών σχέσεων
που κάναμε μόλις.
Η στάση των
κυπρίων τις τελευταίες δεκαετίες
αποτελεί εξόφθαλμη επαλήθευση της
θέσης ότι αν μια κοινωνία δεν εκτιμά
ορθολογιστικά το διεθνές σύστημα
βλάπτει σοβαρά την συλλογική της
υγεία. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι
επί δεκαετίες η μόνη στρατηγική μας
συνίστατο σε άσκοπες επικλήσεις στην
ανύπαρκτη «διεθνή κοινή γνώμη» ή σε
αναποτελεσματικές και συχνά άσκοπες
προσφυγές στους διεθνείς θεσμούς.
Είναι και το γεγονός ότι το 2002 όταν
επιτέλους καταφέραμε την απόφαση
ένταξης «ανεξαρτήτως λύσεως»
περίπου αποφασίσαμε να
αυτοκτονήσουμε με το να επιτρέψουμε
στον ΓΓ του ΟΗΕ να υποβάλει σχέδιο
λύσης το οποίο 1ον)
καταργεί την Κυπριακή Δημοκρατία,
ένα δηλαδή ανεξάρτητο-κυρίαρχο
κράτος μέλος του ΟΗΕ, 2ον) καταργεί
την συλλογική ελευθερία των κυπρίων (εξωτερική-εσωτερική
κυριαρχία) με αποικιακού χαρακτήρα «εγγυήσεις»
και πρωτόγνωρες συνταγματικές
δεσμεύσεις, 3ον) καταργεί την λαϊκή
κυριαρχία και πάγιες δημοκρατικές
αρχές με το να την θέτει υπό την
αίρεση ενός ανεφάρμοστου
πολιτειακού τερατουργήματος
πολλαπλών δυνατοτήτων αρνησικυρίας
σ εθνική βάση και υπό την δαμόκλειο
σπάθη εξίσου πρωτόγνωρων
συνταγματικών προνοιών όσον αφορά
τον ρόλο τρίτων κρατών και 4ον)
διχοτομεί το νησί ανεπιστρεπτί σ
εθνική βάση. Πρακτικά και
αποτελεσματικά, επίσης,
εξουδετερώνει την ένταξη της
Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ με
τρις τουλάχιστον τρόπους: α) Γιατί
όλη η Κύπρος θα αποτελεί εξαίρεση
στην κοινοτική έννομη τάξη, β) γιατί
λόγω αρνησικυρίας δεν θα είναι
εφικτό να λαμβάνεται οποιαδήποτε
ουσιαστική απόφαση επί κοινοτικών
ζητημάτων και γ) γιατί επί
στρατηγικών ζητημάτων όπως η
διεύρυνση της ΕΕ η Κύπρος δεσμεύεται
συνταγματικά να υιοθετεί
προαποφασισμένες θέσεις όπως η
ένταξη της Τουρκίας στην κοινότητα.
Η άγνοια και οι
λανθασμένες εκτιμήσεις
αποκορυφώθηκαν στην Νέα Υόρκη και
στην χρονική περίοδο που διέρρευσε
όταν εχθροί και φίλοι -μερικοί
χαιρέκακα- χειροκροτούν το γεγονός,
ότι, «κλείδωσαν» τους κυπρίους σε
πορεία όπου ένας «αυτόματος πιλότος»
αναπόδραστα καταργεί την Κυπριακή
Δημοκρατία και οδηγεί τους κυπρίους
σε δημοψήφισμα όπου οι μόνες
εναλλακτικές επιλογές είναι ένα
καταστροφικό ναι ή ένα δήθεν
πολιτικά δυσβάστακτο όχι. Σχετικά,
δεν έχω παρά να μνημονεύσω τον Woodrow
Wilson, πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ και ταγό
του διεθνούς δικαίου και των διεθνών
θεσμών, ο οποίος είπε ότι «ένα κράτος
έχει την δυνατότητα να καταγγείλει
κάθε Συνθήκη με την οποία έχει
δεσμευτεί κάποτε». Έκτοτε
επιβεβαιώνεται πλήρως και σχεδόν
καθημερινά όταν τα κράτη
εγκαταλείπουν δεσμεύσεις που δεν
τους συμφέρουν. Εν τούτοις, η
ανεξάρτητη-κυρίαρχη Κυπριακή
Δημοκρατία δεν έχει καν την ανάγκη να
καταγγείλει μια διεθνή Συνθήκη.
Απλά δύναται να επιδιώξει να
αποδεσμευτεί από την ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΔΕΣΜΕΥΣΗ που της επιβλήθηκε
ΕΚΒΙΑΣΤΙΚΑ στην Νέα Υόρκη και η οποία
σε κάθε περίπτωση με δεδομένη την
τουρκική στάση έκτοτε αποδείχτηκε
ότι δεν έχει κανένα νόημα και ότι δεν
οδηγεί σε μια βιώσιμη λύση. Υπό το
πιο πάνω πρίσμα ισχύουν τα εξής:
Πρώτο,
η Νέα Υόρκη δεν είναι πλέον
δεσμευτική: Εκτός του ότι στην Νέα
Υόρκη δεχτήκαμε αθέμιτες και
παράνομες πιέσεις η τουρκική στάση
έκτοτε δείχνει τις πραγματικές
προθέσεις της ʼγκυρας και των
αντιπροσώπων των τουρκοκυπρίων.
Δεύτερο,
εάν απορρίψουμε τους εκβιασμούς και
τα χρονικά διλήμματα ή αν στο
δημοψήφισμα απορρίψουμε τις εκ
προοιμίου καταστροφικές προτάσεις
Αναν με κανένα τρόπο δεν αναιρείται η
ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας
στην ΕΕ. Όποιος ισχυριστεί το
αντίθετο είναι βαθιά νυχτωμένος όσον
αφορά τις λειτουργίες και τον
πολιτικό χαρακτήρα της ΕΕ.
Τρίτο,
ο ΓΓ του ΟΗΕ ο οποίος είναι
εντολοδόχος και όχι εντολέας των
κρατών μελών (!!!) συμπεριφέρεται ωσάν
και οι κύπριοι να είναι υποψήφιοι για
σωφρονιστικό ίδρυμα και όχι ένας
αξιοπρεπής λαός που αξίζει μια πιο
πολιτισμένη μεταχείριση (ιδιαίτερα
όταν εξ αντικειμένου δεν αξιώνουν
τίποτα περισσότερο από την εφαρμογή
του διεθνούς δικαίου και τον σεβασμό
του Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ τον
οποίο ο ΓΓ είναι εντεταλμένος να
υπηρετεί και όχι να παραβιάζει.
Τέταρτο,
στην Νέα Υόρκη αλλά και στην συνέχεια
εκστομίστηκαν απίστευτες απειλές:
Απειληθήκαμε πως αν δεν
συμμορφωθούμε στα αθέμιτα
κελεύσματα ο ΓΓ θα μας είχε
καταγγείλει στο Συμβούλιο Ασφαλείας.
Λυπούμαι αφάνταστα για το γεγονός
ότι οι τότε ελλαδίτες και οι κύπριοι
ηγέτες λόγω άγνοιας ή λόγω ολιγωρίας
δεν αντέδρασαν με σφοδρότητα για να
επαναφέρουν τον ΓΓ του ΟΗΕ στην τάξη
που απαιτεί ο θεσμικός του ρόλος. Πιο
συγκεκριμένα, για να του
υπενθυμίσουν ότι οι κύπριοι τίποτα
δεν έκαναν για να «κινδυνεύει η
διεθνής ειρήνη και ασφάλεια» (οπότε
και κατά κάποιους θα δικαιολογούσε,
ενδεχομένως, ρόλο ή και μέτρα του
Συμβουλίου Ασφαλείας). Η Κύπρος
υπήρξε θύμα επιθέσεως της
αμερικανοθρεμμένης χούντας της
Αθήνας (για την οποία ο Πρόεδρος
Κλίντον ζήτησε συγνώμη όταν
επισκέφτηκε την Ελλάδα και ως προς
την οποία οι «εγγυήτριες δυνάμεις»
δεν τήρησαν την υπόσχεσή τους για
σεβασμό της κυπριακής κυριαρχίας-ανεξαρτησίας).
Στη συνέχεια υπήρξε θύμα βάρβαρης
και καταδικασμένης από το Συμβούλιο
Ασφαλείας εισβολής και κατοχής
εδάφους της κυρίαρχης Κυπριακής
Δημοκρατίας. Επί δεκαετίες, εξάλλου,
κανείς δεν αναγνώρισε -συμπεριλαμβανομένων
των κρατών της ΕΕ και των ΗΠΑ- τις
διαδοχικές παρανομίες του κρατιδίου
στα κατεχόμενα και γι αυτό η
Κοινότητα με νόημα είχε αποφασίσει
ότι «η ένταξη της Κυπριακής
Δημοκρατίας θα γίνει ανεξαρτήτως
λύσεως»! Προς τι λοιπόν οι
προπετείς και πρωτοφανείς προσβολές
του ΓΓ Κόφι Αναν εναντίον της
Κυπριακής Δημοκρατίας και των
αντιπροσώπων της! Τι θα κατάγγελλε
στο Συμβούλιο Ασφαλείας ο κ Αναν;
Μήπως θα μας κατάγγελλε ότι δεν
δεχόμαστε ένα μη λειτουργικό κράτος
το οποίο δεν είναι συμβατό με την
Κοινοτική έννομη τάξη, το διεθνές
δίκαιο και τον Καταστατικό Χάρτη του
ΟΗΕ και το οποίο ως πολιτειακό
μόρφωμα πουθενά δεν υπήρξε στο
παρελθόν και αποκλείεται να υπάρξει
μελλοντικά!
Πέμπτο,
κανείς -απολύτως κανείς-δεν είναι
νομιμοποιημένος να απαιτεί από τους
κυπρίους να καταργήσουν παντοτινά
την συλλογική τους ελευθερία, δηλαδή
την λαϊκή κυριαρχία και την
εσωτερική-εξωτερική κυριαρχία της
ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας.
Εξάλλου, τίποτα -απολύτως τίποτα- δεν
μας υποχρεώνει και ούτε υπάρχει
βιασύνη να διχοτομήσουμε την Κύπρο.
Πολύ περισσότερο, η ένταξη είναι ήδη
γεγονός, κάτι που μας επιτρέπει
ανεξαρτήτως «πολιτικού κόστους» να
ζητήσουμε από όλους να διεξάγουν
διαπραγματεύσεις με κριτήριο το
γεγονός της ιδιότητας της Κύπρου ως
πλήρους μέλους της ΕΕ.
Επιτέλους, μετά
από πολλές δεκαετίες, είναι καιρός οι
έλληνες πολιτικές ηγέτες να
αντιτάξουν σε κάθε ενδιαφερόμενο και
στον όλως περιέργως εξαιρετικά
βιαστικό ΓΓ του ΟΗΕ ότι δεν υπάρχουν
«διαπραγματευτικά κεκτημένα» όταν η
άλλη πλευρά υπαναχωρεί διαρκώς. Οι
πολιτικές συμφωνίες εντάσσονται στο
εκάστοτε πολιτικό συγκυριακό
πλαίσιο και η τουρκική στάση τους
τελευταίους μήνες όπως και αυτή τη
στιγμή μας νομιμοποιούν να ζητήσουμε
ριζική επανατοποθέτηση του
προβλήματος: Χωρίς όρους,
προϋποθέσεις ή χρονικά διλήμματα να
αρχίσουν σοβαρές συνομιλίες μετά την
1η Μαιου με όλους τους
ενδιαφερομένους για το κατά πόσον
υπάρχει δυνατότητα επανένωσης της
Κύπρου και δημιουργίας ενός
πραγματικά βιώσιμου κράτους. Για
να το θέσουμε διαφορετικά: Θα πρέπει
να είμαστε πολιτικά μαζοχιστές για
να δεχθούμε διχοτόμηση, ένα
προβληματικό κρατίδιο που θα
καταργεί την κραταιά Κυπριακή
Δημοκρατία και ταυτόχρονα την
επικυριαρχία ξένων δυνάμεων. Δεν
συντρέχει λόγος να συνδράμουμε στην
διχοτόμηση της Κύπρου και αντί αυτού
επιλέγουμε διαπραγματεύσεις άνευ
χρονικών και άλλων εκβιαστικών
διλημμάτων. Ο νομιμοποιημένος και
θεμιτός σκοπός των μελλοντικών
διαπραγματεύσεων που μπορούν να
διεξαχθούν χωρίς όρους και
προϋποθέσεις είναι η αποκατάσταση
της διεθνούς τάξης με την αποχώρηση
των ξένων δυνάμεων και την επανένωση
της Κυπριακής Δημοκρατίας
Ενώ μετά την
ένταξη έστω κα αργοπορημένα
δημιουργούνται κάποιες προϋποθέσεις
επιτυχίας του δύσκολου αγώνα
επανένωσης της Κύπρου, δεν παύει να
ισχύει το γεγονός ότι ακόμη και το
χειρότερο δυνατό μελλοντικό σενάριο
αποκλείεται να είναι επαχθέστερο από
αυτό που μας πιέζουν να δεχθούμε αυτή
τη στιγμή. Εάν η
πολιτική ηγεσία δεν αποφασίσει γι
αυτούς πρέπει στο επερχόμενο
δημοψήφισμα όλοι οι κύπριοι να
απαντήσουν με ένα βροντερό όχι.
|