Tην παρακάτω επιστολή μπορείτε να την κατεβάσετε και σε μορφή MS Word εδώ


 

 


 

 

 


Θεσσαλονίκη 29 Ιανουαρίου 2001

 

Θέμα: Η άρνηση της έκδοσης των ντοκουμέντων της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου από το ελληνικό Κοινοβούλιο.

 

Αγαπητέ κύριε,

 

Η λέξη «Γενοκτονία» στις μέρες μας συνειρμικά επικεντρώνει τη σκέψη μας στα δύο τραγικά γεγονότα του αιώνα μας, τη Γενοκτονία των Αρμενίων το 1915 από τους Νεότουρκους και τη Γενοκτονία των Εβραίων και των σλαβικών λαών το 1940-44 από τους Γερμανούς.

Στον αιώνα μας διαπράχθηκαν εγκλήματα Γενοκτονίας εις βάρος και άλλων λαών, που συνειδητά η Νέα Τάξη πραγμάτων προσπάθησε και προσπαθεί να υποβαθμίσει. Ένας από αυτούς τους λαούς, που έχει υποστεί όλες τις μορφές και τις μεθόδους Γενοκτονίας και συγκεκριμένα από το ίδιο στρατοκρατικό καθεστώς που είναι υπεύθυνο για το ολοκαύτωμα του αρμενικού λαού, τον αφανισμό της κουρδικής εθνότητας και τη διχοτόμηση της Κύπρου, είναι και ο ελληνισμός του Πόντου.

Ο ποντιακός ελληνισμός δοκίμασε όλες τις κατηγορίες, όπως αυτές αναφέρονται στη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών ως πράξεις Γενοκτονίας.

H Γενοκτονία των Eλλήνων του Πόντου και ο αφανισμός των Ελλήνων της υπόλοιπης Μικράς Ασίας, σε αντίθεση με εκείνη των Aρμενίων, επισκιάστηκε είτε από τις υπέρογκες πληθυσμιακά τραγικές περιπτώσεις του αρμενικού λαού, καθώς συνέπεσαν χρονικά, είτε γιατί αποσιωπήθηκε από κυβερνητικές και διπλωματικές επιταγές στο όνομα κάποιων διακρατικών συμφωνιών και συμφερόντων.

Η Ολομέλεια της Βουλής των Ελλήνων, με καθυστέρηση 70 χρόνων, αποφάσισε ομόφωνα στις 24 Φεβρουαρίου 1994 την αναγνώριση της 19ης Μαίου ως ημέρας μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου από τους Νεότουρκους και τους Κεμαλικούς για τα εγκλήματα που διέπραξαν την περίοδο 1916-1923.

 Στις 20 Μαίου 1996, μετά το υπ.αριθμ.124/10-5-1996 έγγραφο του Κέντρου Ποντιακών Μελετών, ο Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων κ. Απόστολος Κακλαμάνης ανέθεσε στον Κωνσταντίνο Φωτιάδη, Αναπληρωτή Καθηγητή τότε και νυν Καθηγητή του Παιδαγωγικού Τμήματος του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και στο Μιχάλη Χαραλαμπίδη, πολιτικό επιστήμονα, Αντιπρόεδρο του ΚΕ.ΠΟ.ΜΕ.. τη συγκέντρωση, αξιοποίηση, συγγραφή και επιμέλεια της έκδοσης ενός τόμου που θα τεκμηρίωνε την αναγνώριση της Γενοκτονίας και παραρτημάτων στα οποία θα περιλαμβάνονταν περίπου 9.000 έγγραφα που αναφέρονταν στο ολοκαύτωμα του ποντιακού ελληνισμού.

Το συνολικό έργο θα έπρεπε να παραδοθεί στο Γενικό Γραμματέα της Βουλής κ. Παναγιώτη Τζωρτζόπουλο, Καθηγητή Πανεπιστημίου, έτοιμο για έκδοση ως το τέλος του 1996. Με απόφαση του Προέδρου της Βουλής είχε συγκροτηθεί εξαμελής επιστημονική επιτροπή για την αξιολόγηση και παραλαβή της έκδοσης. Με την ίδια απόφαση η απαιτούμενη δαπάνη για την έκδοση του έργου και την αμοιβή των μη υπηρεσιακών μελών της επιτροπής θα καθοριζόταν με νεότερη απόφαση της Βουλής και θα βάρυνε τον προϋπολογισμό της.

 Στην πρώτη επικοινωνία μου με τον Γενικό Γραμματέα της Βουλής κ. Π. Τζωρτζόπουλο αποδέχτηκα την τιμητική απόφαση της Βουλής των Ελλήνων να είμαι ο συγγραφέας του συνολικού έργου. Εξέφρασα όμως την αδυναμία ολοκλήρωσής του μέσα στο χρονικό διάστημα που όρισε η Βουλή, επειδή το πλούσιο αρχειακό υλικό που βρισκόταν στην κατοχή μου έπρεπε να ταξινομηθεί και να αξιολογηθεί επιστημονικά. Υπάρχει έγγραφο του ΚΕ.ΠΟ.ΜΕ. προς τη Βουλή με θέμα την άρση του χρονικού περιορισμού. Παράλληλα συνέχιζα την έρευνα και τη συγκέντρωση νέων ντοκουμέντων από τα διάφορα αρχεία των εμπλεκομένων ευρωπαϊκών Υπουργείων Εξωτερικών. Στην ίδια συνάντηση αρνήθηκα κάθε είδους αμοιβή όχι μόνο για το συγγραφικό μου έργο αλλά και για τα χιλιάδες έγγραφα, που με μεγάλο κόπο εντόπισα, φωτοτύπησα και μετέφρασα με δικά μου έξοδα στα διάφορα αρχεία των ευρωπαϊκών Υπουργείων Εξωτερικών, στα άλλα διεθνή ερευνητικά κέντρα και στις ιδιωτικές

συλλογές. Η άρνησή μου να δεχτώ οποιαδήποτε αμοιβή προκύπτει και εγγράφως από την από 28 Ιουλίου 1995 επιστολή μου προς τον Πρόεδρο της Βουλής και τους προέδρους των Ποντιακών Σωματείων, όταν το προεδρείο της Π.Ο.Π.Σ. άφηνε να εννοηθεί ότι επρόκειτο να αμειφθώ με πακτωλό χρημάτων υπονομεύοντας την ανιδιοτελή μου προσφορά. Και το ΚΕ.ΠΟ.ΜΕ. αρνήθηκε οποιαδήποτε αμοιβή από την παραγωγή του έργου προσφέροντας σε εθελοντική βάση τις δικές του υπηρεσίες.

Το Μάιο του 1999 ολοκληρώθηκε το έργο το οποίο αποτελείται από δεκατέσσερις (14) τόμους. Οι τρεις πρώτοι τόμοι αναφέρονται στην τεκμηρίωση του εγκλήματος της Γενοκτονίας. Η σοβαρότητα του θέματος, η αντικειμενική ενημέρωση της διεθνούς κοινής γνώμης και των ειδικών αλλά και οι αναμενόμενες μελλοντικές αντιρρήσεις των Τούρκων με οδήγησαν στην απόφαση να προσθέσω πριν το κεφάλαιο της Γενοκτονίας ένα συνοπτικό κεφάλαιο της Γενικής Ιστορίας των Ελλήνων του Πόντου και ένα εξειδικευμένο, στο οποίο να παρουσιάζεται η εθνολογική σύνθεση των κατοίκων του Πόντου στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα.

Αντίγραφα του ολοκληρωμένου τρίτομου έργου παραδόθηκαν στους τρεις καθηγητές της επιστημονικής Επιτροπής, τον κ. Κωνσταντίνο Βακαλόπουλο, Καθηγητή Ιστορίας, τον κ. Δημήτριο Κωνσταντόπουλο, ομότιμο Καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου και τον κ. Νεοκλή Σαρρή, Καθηγητή Κοινωνιολογίας και Τουρκολογίας.

 Τον Αύγουστο του 1999, με αφορμή την επίσκεψη του Προέδρου της Βουλής κ. Αποστόλου Κακλαμάνη στις εορταστικές εκδηλώσεις της Παναγίας Σουμελά, επικοινώνησα τηλεφωνικά με το Γενικό Γραμματέα της Βουλής κ. Π. Τζωρτζόπουλο να γίνει συμβολικά η παράδοση των τόμων στον Πρόεδρο της Βουλής στο μοναστήρι, παρουσία χιλιάδων προσκυνητών, ως ελάχιστο δείγμα εκτίμησης της Πολιτείας απέναντι στον πολύπαθο ποντιακό ελληνισμό.

 Η απάντηση του κ. Π. Τζωρτζόπουλου δεν ήταν αρνητική. Μου ανέφερε απλά ότι δε γνώριζε αν ο Πρόεδρος της Βουλής θα επισκεπτόταν το προσκύνημα και θέλησε να πληροφορηθεί πόσο περίπου θα ήταν το κόστος των χιλίων αντιτύπων. Από τη συζήτηση άφησε να εννοηθεί ότι δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα στη συνεργασία. Η τηλεφωνική μας επικοινωνία ολοκληρώθηκε με την υπόσχεση ότι θα με ενημέρωνε μόλις είχε επαφή με τον Πρόεδρο, που βρισκόταν σε διακοπές.

 Από τη Γραμματεία της Βουλής δεν πήρα καμία απάντηση. Όταν πληροφορήθηκα από τα γραφεία της Μονής την ολιγόωρη παρουσία του Προέδρου της Βουλής στην Παναγία Σουμελά, δεν επέμεινα στην πρότασή μου και για έναν πρόσθετο λόγο: για να μη θεωρηθεί η δημόσια παράδοση του έργου ως εκδήλωση προσωπικής προβολής και εντυπωσιασμού. Περίμενα να περάσουν οι διακοπές και να παραδώσω τους τόμους στην Αθήνα με την έναρξη της νέας περιόδου λειτουργίας της Βουλής.

 Στις αρχές του Οκτωβρίου 1999 πήγα στην Αθήνα για να παραδώσω το δεκατετράτομο έργο στο Γενικό Γραμματέα κ. Π. Τζωρτζόπουλο, όπως είχαμε αποφασίσει. Έξω από το Κοινοβούλιο του τηλεφώνησα για να μου δοθεί άδεια εισόδου. Ο διάλογος δεν ήταν ακαδημαϊκού επιπέδου. Με αμηχανία ενοχής, αρνήθηκε να παραλάβει τους τόμους. Δεν αποκάλυψε τους πραγματικούς πολιτικούς λόγους και προσπάθησε να επιρρίψει τις ευθύνες σε μένα για την αδικαιολόγητη χρονική καθυστέρηση παράδοσης και για τον αυξημένο αριθμό των τόμων.

Για την άρνηση της παραλαβής του έργου ενημέρωσα το ΚΕ.ΠΟ.ΜΕ., το οποίο είχε στείλει επιστολή στις 20 Ιουνίου 2000 στον Πρόεδρο της Βουλής κ. Απ. Κακλαμάνη, με την οποία ζητούσε την έγγραφη απάντηση και την τελική απόφαση ως προς την έκδοση. Την επιστολή του ΚΕ.ΠΟ.ΜΕ. δημοσίευσε και η εφημερίδα «Ποντίκι» στις 27 Ιουλίου 2000. Συνημμένα υποβάλλω την επιστολή αυτή. Δυστυχώς ως σήμερα δεν πήραμε καμία απάντηση.

Πριν απευθυνθώ σε άλλους φορείς για την έκδοση του έργου θεώρησα καλό να περιμένω λίγο καιρό, αφήνοντας περιθώρια επανεξέτασης του θέματος από το Προεδρείο της Βουλής, επειδή δεν επρόκειτο για προσωπικό αλλά για εθνικό ζήτημα και επειδή πίστευα ότι σύντομα θα άλλαζε η στείρα πολιτική της δήθεν ελληνοτουρκικής επαναπροσέγγισης εξαιτίας της σταθερής τουρκικής αδιαλλαξίας σε όλα τα ελληνοτουρκικά θέματα.

Είναι γνωστές οι ήττες που έχει υποστεί η Ελλάδα μετά το 1923 στο διπλωματικό πεδίο από την Τουρκία. Η συρρίκνωση του Ελληνισμού της Πόλης και των νησιών Ίμβρου και Τενέδου, η εισβολή στην Κύπρο και η κατοχή του μισού νησιού, η αμφισβήτηση του εναέριου χώρου μας και των εδαφών μας με τελευταίο κρούσμα τα Ίμια, αποκαλύπτουν τις ευθύνες όλων εκείνων που χειρίστηκαν τα εθνικά μας θέματα.

Είναι ιστορικά τεκμηριωμένο ότι η Άγκυρα, πλαστογραφώντας την ιστορία όλα αυτά τα χρόνια, έδειχνε και δείχνει το αληθινό της πρόσωπο. Το Υπουργείο Εξωτερικών της Τουρκίας στην ιστοσελίδα του στο Internet ένα από τα πρώτα θέματα που γνωστοποιεί παραπληροφορώντας προκλητικά όλο τον κόσμο είναι «η Γενοκτονία των Τούρκων από τους Ποντίους». Όποιος περιφρονεί την ιστορία του αυτή τον εκδικείται, όπως συμβαίνει και με μας. Από θύματα γίναμε θύτες. Το ίδιο συμβαίνει και με την τραγική τύχη των Αρμενίων, για τους οποίους υπάρχει η ανάλογη ιστοσελίδα με τίτλο «Η αιματηρή αρμενική τρομοκρατία». Με τη διαφορά ότι οι Αρμένιοι χάρη στους αγώνες τους δικαιώνονται έστω και καθυστερημένα από διάφορα κράτη, με τελευταία τη Γαλλία, η οποία ομόφωνα αναγνώρισε τη Γενοκτονία των Αρμενίων, στις 18 Ιανουαρίου 2001, παρά τους εκβιασμούς και τις απειλές της Άγκυρας.

 Στις 19 Μαίου 1992 το μήνυμα του Ανδρέα Παπανδρέου στο Γ’ Συνέδριο του Ποντιακού Ελληνισμού ήταν: «Η 19η Μαίου είναι ημέρα μνήμης για τη Γενοκτονία των Ποντίων και για τις αλησμόνητες πατρίδες του Πόντου και της Μικράς Ασίας. Η νομοθετική καθιέρωσή της από το Ελληνικό Κοινοβούλιο και η προώθηση της διεθνούς αναγνώρισής της αποτελεί για όλους μας χρέος τιμής. Καμία λήθη και καμία σιωπή δεν μπορεί να καλύψει τη δολοφονία των 353.000 συμπατριωτών μας Ελλήνων του Πόντου κατά τα έτη 1916-1923. Στερείται δε οποιασδήποτε αξίας κάθε αναφορά στην ποντιακή υπόθεση, εάν αγνοεί τις διαστάσεις και τη σημασία της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου και την ευθύνη του τουρκικού κράτους για αυτό το διεθνές έγκλημα. Στις μαύρες σελίδες της ιστορίας, με το ολοκαύτωμα των Εβραίων, τη Γενοκτονία των Αρμενίων, τη σφαγή των Κούρδων, η σελίδα της Γενοκτονίας του Ποντιακού ελληνισμού γίνεται ακόμα πιο μαύρη, όταν στερείται από τα χιλιάδες θύματα η στοιχειώδης ηθική δικαίωση».

Φαίνεται ότι σήμερα η νέα ηγεσία του ΠΑΣΟΚ ξέχασε το χρέος της όχι μόνο απέναντι στους πρόσφυγες που επέζησαν του ολοκαυτώματος αλλά και της ελληνικής ιστορίας, τραυματίζοντας με την «ηττοπαθή» στάση της ένα από τα σημαντικότερα και ηρωικότερα σύγχρονα κεφάλαιά της.

Η λήθη ποτέ δε βοηθά στην αδελφοποίηση και την προσέγγιση των λαών και των εθνών. Αντίθετα η αναγνώριση, η αμοιβαία κατανόηση και η επίλυση των προβλημάτων ανοίγουν το δρόμο της ειρήνης και της προόδου.

 Το δεύτερο δρόμο μας συμβουλεύουν να ακολουθήσουμε, αντίθετα με το Προεδρείο της Βουλής των Ελλήνων και αντίθετα με εκείνους που πιστεύουν στην απαξίωση της ιστορίας μας, κάποιοι αληθινοί δημοκράτες μουσουλμανικής καταγωγής που ζουν στην στρατοκρατική Τουρκία, υφίστανται ποικίλες καταπιέσεις, αλλά έχουν το ηθικό σθένος να αγωνίζονται με κίνδυνο της ζωής τους για τον πλήρη εκδημοκρατισμό της και για την αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου. Αυτό το κάνουν γιατί μ’ αυτή τη στάση επιδιώκουν να ελευθερώσουν την ψυχή και τη συνείδηση των νέων τουρκικών γενεών από τα υπόκωφα συμπλέγματα που την κατατρέχουν και την εμποδίζουν να αφομοιώσει τις αξίες του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Αρκεί να διαβάσει κανείς το πρωτοσέλιδο άρθρο του Τούρκου συντάκτη της εφημερίδας Atilin της Σαμψούντας που γράφτηκε στις 22.5.1999 με τον τίτλο «19 Μayis 1919 Samsun ve yitik ülke Pontos» ή το άρθρο του περιοδικού Κaldirac, Istanbul 1999, με τίτλο «19 Mays 1919 ve Pontos Asimilasyon süreci», δηλαδή «19 Μαΐου 1919 και η διαδικασία της ποντιακής αφομοίωσης», για να αισθανθεί το μεγαλείο της αρετής και της τόλμης τους, το οποίο ενδεχομένως θα τους εξασφαλίσει μία θέση στη λίστα των αγνοουμένων μουσουλμάνων της στρατοκρατικής Τουρκίας, μια και τα «αόρατα τάγματα θανάτου» συνεχίζουν την εξαφάνιση των υποτιθέμενων εχθρών της.

Ο καθηγητής της φιλοσοφίας Noam Chomsky, με αφορμή την εισβολή των Δυνάμεων Ασφαλείας στις τουρκικές φυλακές καταγγέλλει ότι η Τουρκία είναι ένα «κράτος εγκληματίας», στο οποίο η Δύση και κυρίως οι Η.Π.Α. με την ανοχή τους επέτρεψαν να περάσει τέτοιες βίαιες πρακτικές καταστολής, παραβιάζοντας κατάφωρα το Διεθνές Δίκαιο, τα δημοκρατικά δικαιώματα των διαφόρων εθνοτήτων της Μικράς Ασίας, με αντάλλαγμα την προστασία των στρατηγικών, πολιτικών, οικονομικών και στρατιωτικών τους συμφερόντων. Η θέση του σύγχρονου διανοητή Noam Chomsky θα πρέπει να προβληματίσει όλες τις συνειδήσεις, καθώς αποδεικνύεται περίτρανα ότι όλα αυτά τα χρόνια η Τουρκία δεν έχει διδαχθεί τίποτα από τα λάθη της και δε σταμάτησε να διαπράττει εγκλήματα σε βάρος των πληθυσμών της πολυεθνικής και πολυπολιτισμικής χώρας που στρατοκρατικά εξουσιάζει. Είναι αλήθεια ότι η Ευρώπη ανέχεται την Τουρκία, όπως ανέχτηκε και τους Ναζί.

Στις 13 Μαΐου 1999 ένας δημοσιογράφος, που συνόδευε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κ. Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο στην Αρμενία, τον ρώτησε, όταν επισκέφτηκε το μνημείο της Γενοκτονίας τους: «Μήπως θα έπρεπε να έχουμε κι εμείς ένα μνημείο της Γενοκτονίας των Ποντίων;». Η γενναία και αφοπλιστική απάντηση του Προέδρου της Δημοκρατίας που ήταν: «Οι Πόντιοι έχουν δίκαια παράπονα απέναντι σε όλους, γιατί ούτε την ιστορία τους διδάσκουμε επαρκώς, ούτε έχουμε αναγνωρίσει τις θυσίες, τις οποίες τις ξέρουμε. Αλλά επισήμως δεν τις έχουμε αναγνωρίσει, πράγματι, με έναν τέτοιο τρόπο, τον οποίο εσείς υπαινιχτήκατε. Δεν υπάρχει κάποιο μνημείο Γενοκτονίας των Ποντίων», δε μας επιτρέπει άλλες ολιγωρίες και αναβολές.

 Γι’ αυτό αποφάσισα να προχωρήσω στην έκδοση του έργου, αναζητώντας χορηγούς στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, αλλά και προεγγράφοντας συνδρομητές, οι οποίοι στην πρώτη έκδοση των χιλίων αντιτύπων θα πληρώσουν μονάχα τα έξοδα έκδοσης τα οποία υπολογίζονται για τους δεκατέσσερις πολυτελέστατους τόμους σε 60.000 δραχμές περίπου.

 Ως τη σημερινή ολοκλήρωση του έργου σε έντυπη μορφή Η/Υ χρειάστηκε να πληρώσω αρκετές δεκάδες εκατομμυρίων δραχμών, χωρίς να υπολογίζεται η καθημερινή επιστημονική εργασία που προσέφερα μαζί με τη συνεργάτιδά μου κ. Ευαγγελία Μπουμπουγιατζή, επί μία εξαετία. Το έργο αυτό, όπως προανέφερα, τηρώντας την υπόσχεσή μου, το προσέφερα δωρεάν για έκδοση στη Βουλή των Ελλήνων. Η Βουλή οφείλει μια απάντηση στα θύματα της Γενοκτονίας και σε ολόκληρο τον ελληνικό λαό. Η άρνηση της Βουλής δεν απαλλάσσει όμως από τις ευθύνες και τα μέλη του Κοινοβουλίου για την παθητική τους στάση. Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου είναι καθαρά πολιτικό και όχι κομματικό ζήτημα, γι’ αυτό επιβάλλεται να μη γίνει ποτέ αντικείμενο στείρας εκμετάλλευσης από την αντιπολίτευση.

Ελπίζω ότι οι εκπρόσωποι της Βουλής, όταν θα έχουν στα χέρια τους ολοκληρωμένο το έργο, θα ευαισθητοποιηθούν και θα αναλάβουν το χρέος τους, που είναι ο σεβασμός της ιστορικής μας μνήμης και ο κοινός μας αγώνας για την αναγνώριση της Γενοκτονίας, από τα κράτη που υπέγραψαν τη σύμβαση του 1948 περί Γενοκτονίας και κυρίως από το Τουρκικό Κράτος.

Ο Ελληνισμός με πρωτοπόρα τα Προσφυγικά Σωματεία της Ελλάδας και της Διασποράς, θα πρέπει να ακολουθήσει το αρμενικό παράδειγμα. Το ποντιακό ζήτημα, ως εθνικό ζήτημα θα πρέπει να το δούμε πολιτικά και όχι κομματικά και τα επόμενα χρόνια να το αναδείξουμε ως το υπ’ αριθμόν ένα πολιτικό ζήτημα της Ελλάδας. Οφείλουμε επίσης να υπερασπιστούμε το ύψιστο χρέος μας απέναντι στα 353.000 αθώα θύματα με τον τίμιο και διαρκή αγώνα για την αναγνώριση της Γενοκτονίας, προστατεύοντάς τον από τους επαγγελματίες λαθρεπιβάτες ποντιοσωτήρες, που καραδοκούν με ταπεινά κίνητρα την οικονομική, κοινωνική και πολιτική τους ανέλιξη και αναμένουν την κατάλληλη ευκαιρία να γίνουν όργανα ενδεχόμενων σκοτεινών μηχανισμών, επιδιώκοντας την υποβάθμιση, περιθωριοποίηση ή ακόμη και την προσβολή της ιστορικής μας μνήμης και της ίδιας της τρισχιλιόχρονης ιστορίας μας.

Η δικαίωση του αρμενικού αγώνα στις μέρες μας δεν μου επιτρέπει να κρατώ φυλακισμένα πια τα ντοκουμέντα της Γενοκτονίας, τους ζωντανούς μάρτυρες της εποχής εκείνης, που καταγγέλλουν τα προμελετημένα εγκλήματα των Νεότουρκων και των Κεμαλικών.

Γι’ αυτό προχωρώ μόνος μου στην έκδοση των δεκατεσσάρων τόμων, ελπίζοντας ότι θα τύχω της ανάλογης οικονομικής ενίσχυσης από Δήμους, Νομαρχίες, Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, Τράπεζες, ιδιωτικούς και δημόσιους οργανισμούς και ιδρύματα, προσφυγικούς συλλόγους και σωματεία και κυρίως από τους απλούς και ευαίσθητους συμπατριώτες μας.

Τελειώνοντας θέλω υπεύθυνα να δηλώσω ότι από την πρώτη έκδοση δεν πρόκειται να έχει κανένας, ούτε ο εκδότης, κάποιο οικονομικό όφελος.

 

Για τις προεγγραφές των χορηγών και των συνδρομητών η διεύθυνσή μου είναι:

Κωνσταντίνος Φωτιάδης

Αγίου Δημητρίου 128, Τ.Κ. 54635 Θεσσαλονίκη.

Τηλ.031/210520, 0977 629094

e.mail: kfotiadi@eled-fl.auth.gr

Αριθμ. Λογαρισμού: ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΤΕΩΣ 717-002101-015900

Με τιμή

 

 

 

Κώστας Φωτιάδης

 


http://www.antibaro.gr