Κατηγορίες |
1913 - 2003: 90 Χρόνια Ένωση |
||||||||||||||||||||||||||||
|
1913
- 2003: 90 ΧΡΟΝΙΑ ΕΝΩΣΗ του Μανώλη Εγγλέζου - Δεληγιαννάκη Η 1η Δεκεμβρίου 1913, επέτειος της Ένωσης, είναι μια επέτειος υποβαθμισμένη. Λίγοι θυμούνται και λιγότεροι τιμούν σήμερα την επέτειο ολοκλήρωσης μιας επιδίωξης που εξέφρασε την ψυχή του Κρητικού για αιώνες και αποτέλεσε το μόνιμο στόχο του για δεκαετίες: Από τη δημιουργία του πρώτου Ελλαδικού κρατιδίου σε μια γωνιά του βαλκανικού νότου, ενός κρατιδίου που -μεταξύ άλλων περιοχών- δεν περιελάμβανε την Κρήτη, ο στόχος όλων των επαναστάσεων κατά των Τούρκων ήταν πια «Ένωσις ή θάνατος». Οι σημαίες των επαναστατών αυτό έγραφαν και τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα είχαν τεράστια επιρροή σε όσα συνέβαιναν στην Κρήτη. Η Κρήτη αποτελούσε πολύτιμη περιοχή ήδη από τον καιρό του Βυζαντίου και αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής αυτοκρατορίας. Γι αυτό, όταν το 1204 οι Φράγκοι κατέλυσαν το Βυζάντιο, η Κρήτη, αντιστεκόμενη, έψαξε για βοήθεια στα ελληνικά κράτη που είχαν δημιουργηθεί ώστε να αντιμετωπίσει τους Ενετούς. Οι Κρητικοί ζήτησαν κι έλαβαν βοήθεια από την Αυτοκρατορία της Νίκαιας, ενώ, μετά την ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας βρίσκονταν σε συνεχή επαφή με την Κωνσταντινούπολη, η οποία όσο μπορούσε συνέδραμε τους αγώνες κατά των Ενετών. Αποκορύφωμα της αμφίδρομης αυτής σχέσης ήταν η υπεράσπιση της Πόλης και από Κρητικούς εθελοντές το 1453, οι οποίοι μετέβησαν γι αυτό το λόγο εκεί από την Κρήτη σπάζοντας τον αποκλεισμό των Τούρκων. Συναντούμε και σ αυτή την περίπτωση ένα φαινόμενο που θα ξαναβρούμε μερικούς αιώνες αργότερα, κατά το μακεδονικό αγώνα: Οι Κρητικοί, αν και εκτός του εκάστοτε ρωμέϊκου κρατικού μορφώματος, σπεύδουν προς υποστήριξη με όποιον τρόπο μπορούν, είτε του κράτους, είτε αδελφών πληθυσμών. Πρόκειται για μια πρακτική αυτονόητη και δεδομένη για την νοοτροπία και αξίες της Κρήτης διαχρονικά: Κρητικοί επί ενετοκρατίας στην Κωνσταντινούπολη, Κρητικοί εθελοντές στη Σάμο, Μακεδονία, Ήπειρο. Αυτή η λογική προσφέρει και παράδειγμα εντός της Κρήτης, όταν το 1770 οι Σφακιανοί ξεσηκώνονταν για την ελευθερία των υπολοίπων Κρητών. Έτσι, το 1821, η Κρήτη δε μπορούσε παρά να συμμετέχει στο μεγάλο σηκωμό, με σύνθημα «Ελευθερία ή Θάνατος». Γιατί τότε δεν υπήρχε κάποιο κράτος ελληνικό, οπότε όλοι μαζί αυτό που ζητούσαν ήταν η ελευθερία. Αγαθό που, όμως, φάνταζε πλέον ανεπαρκές μετά την ίδρυση του Ελλαδικού κράτους στις περιοχές του Μωριά, της Ρούμελης και των Κυκλάδων. Γι αυτό σε όλες τις εξεγέρσεις από κει και πέρα, ο στόχος ήταν «Ένωσις ή Θάνατος». Η ελευθερία μόνη, δίχως την Ένωση δεν αναγνωριζόταν πια σα στόχος άξιος του να παλέψει ο Χαϊνης της Μαδάρας. Για την Ένωση αγωνίστηκαν, γι αυτήν σκοτώνονταν, και μόνο για λόγους τακτικής αποδέχτηκαν κάποια στιγμή τη δημιουργία της Κρητικής Πολιτείας. Κι όσο αυτή κράτησε, οι Κρητικοί υιοθέτησαν ένα διμέτωπο αγώνα: Στο εσωτερικό, η με κάθε τρόπο παγίωση της de facto Ένωσης, μέσα από δημοψηφίσματα, παρεμβάσεις στην Ελλαδική Βουλή, συγκρούσεις με τους τοποτηρητές των Δυνάμεων. Εκτός Κρήτης, με την «εξαγωγή» της επαναστατικής τους δράσης στα εδάφη εκείνα που διεκδικούσε ο Ελληνισμός, αλλά και την ανάληψη της ηγεσίας στην ίδια την Ελλάδα, με τον Ελευθέριο Βενιζέλο: Τον ηγέτη της Κρήτης, που έγινε ηγέτης της Ελλάδας για να καταστεί τελικά ηγέτης ολόκληρου του Ελληνισμού, είτε αυτός βρισκόταν στην Παλαιά Ελλάδα είτε στη Μικρά Ασία και άλλες περιοχές. Σαν ηγέτης της Κρήτης, ο Βενιζέλος είχε ήδη καθορίσει πολύ συγκεκριμένα το στόχο: «Πολιτική Ένωσις της Κρήτης εις μόνον ελεύθερον συνταγματικόν ελληνικόν κράτος». Σαν ηγέτης της Ελλάδας, έδωσε την πνοή των Λευκών Ορέων και τον επαναστατικό προσανατολισμό της Κρήτης σ ένα κουρασμένο Παλαιοελλαδικό κράτος, κέρδισε τους Βαλκανικούς Πολέμους και διπλασίασε την ταπεινωμένη Ελλάδα της Μελούνας. Ως ηγέτης του Ελληνισμού, ο Βενιζέλος υπογράφει τη Συνθήκη των Σεβρών, κορυφαία στιγμή της Εθνικής ολοκλήρωσης, με την οποία δημιουργούνταν η Ελλάδα των πέντε θαλασσών και των δύο ηπείρων, και επέβαλε την πολιτική του με τη Μικρασιατική Εκστρατεία μέχρι το Νοέμβριο του 20, οπότε κερδίζει σε ψήφους αλλά χάνει σε έδρες τις εκλογές. Σ όλα του αυτά τα βήματα, ο Βενιζέλος δεν ήταν μόνος του. Ούτε μπορούσε άλλωστε μόνος του να τα καταφέρει. Πλαισιωνόταν από Κρητικούς, την ψυχή τους εξέφραζε, κι από αυτούς στηριζόταν. Από κάποιους σαν το Σφακιανό Καραβίτη, τον αδιάφορο στο σχολείο της Ανώπολης για όλα τα μαθήματα εκτός της γεωγραφίας, όπου εντόπιζε στο χάρτη την Κωνσταντινούπολη, τη Μακεδονία, τη Μ. Ασία, τους στόχους του Ελληνισμού και βέβαια της Κρήτης. Από κάποιους σαν τον παπά Λευτέρη Νουφράκη, από τις Αλώνες Ρεθύμνου, που λειτούργησε το 1919 μέσα στην Αγία Σοφιά, κάτω από τα εμβρόντητα μάτια των Τούρκων, μέσα σε στιγμές απίστευτης συγκινησιακής φόρτισης. Από κάποιους σαν τους πολυάριθμους εθελοντές της Μακεδονίας, της Ηπείρου, των Βαλκανικών, της Βορειοηπειρωτικής αυτονομίας, απλούς μαχητές που όταν έδιωξαν τους Τούρκους από την Κρήτη δε θεώρησαν ότι έληξε η αποστολή τους αλλά παρατούσαν την οικογένειά τους, τη γη, τα ζώα τους και έτρεχαν να σκοτωθούνε στο Μπιζάνι και στο Σκρά. Αυτές οι συνθήκες γέννησαν το Βενιζέλο κι αυτή η αποφασιστικότητα και χαλύβδινη θέληση για την Ένωση, δε μπορούσε να χει άλλη κατάληξη παρά μόνο την επίτευξη της. Η Ένωση υπήρξε «εμμονή» σε σημείο παροξυσμού για τους Κρητικούς. Κι όμως, σήμερα, η επέτειος υποβαθμίζεται, αν και μάλλον δεν υπάρχει στην Κρητική ιστορία άλλος στόχος ή άλλο γεγονός που να αξίζει περισσότερης σημασίας. Σήμερα, την Ένωση λίγοι τη θυμούνται και λιγότεροι την αναγορεύουν. Γιατί άραγε; Μήπως ο Δεκέμβρης δε βολεύει τους Συλλόγους για εκδηλώσεις; Η απάντηση πιθανόν να μην είναι τόσο πεζή. Η Ένωση πολεμιέται τόσο από την κρατική ιδεολογία που προέκυψε μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, όσο και από τη νεοελληνική νοοτροπία και την εσχάτως αναφανείσα κρητική ψευτοκαπετανιά. Και εξηγούμαι: Μετά το 1922, η Μεγάλη Ιδέα, δηλαδή η προσπάθεια συμπερίληψης όλων των Ρωμιών σε ένα κράτος, θάφτηκε στις στάχτες της Σμύρνης. Σαν κρατική ιδεολογία, έδωσε τη θέση της σε μία προσέγγιση «μικράς πλην εντίμου Ελλάδος», σε μία νοοτροπία κατευνασμού της Τουρκίας που όλο και ζητάει περισσότερα. Σε μια τέτοια ιδεολογία, δε χωρούν λογικές που μιλούν για αυτοδιάθεση του Ελληνισμού, ούτε εξυπηρετεί να θυμόμαστε στόχους που επιτεύχθηκαν ακριβώς επειδή εμείς τότε ούτε ρεαλιστές είμαστε, ούτε ενδοτικοί. Τότε, είπαμε ότι είμαστε Ρωμιοί κι ότι όχι μόνο εμείς, αλλά και οι Μακεδόνες, οι Ηπειρώτες, οι Θρακιώτες, οι Μικρασιάτες έχουμε θέση σ ένα ελληνικό κράτος. Κι αν πριν το 1922 προλάβαμε να ολοκληρώσουμε κάποιους στόχους, η Μικρασία χάθηκε κι οι Μικρασιάτες πέρασαν στην άλλη όχθη του Αιγαίου τερματίζοντας μια παρουσία αιώνων. Η Κύπρος, έδωσε το δικό της αγώνα γελοιοποιώντας μιαν υπερδύναμη με τον ίδιο στόχο: «Ένωσις » «την Ελλάδαν θέλομεν και ας τρώγομεν πέτρες » Όμως οι συγκυρίες είχαν αλλάξει και η Ελλάδα πολύ μικρή για να ορθώσει το ανάστημα που έπρεπε. Αξίζει όμως και εδώ να θυμηθούμε ότι ο Παυλής ο Γύπαρης, από την Ασή Γωνιά, ο τραγουδισμένος μακεδονομάχος και αργότερα αντιστασιακός κατά των Γερμανών, εξέφρασε ξανά την πανελλήνια προοπτική των Κρητικών: Μεγάλος σε ηλικία, επέστρεψε στη Βρεταννια όλα τα παράσημα που του είχαν απονείμει για τη δράση του και κάλεσε τον ʼγγλο Κυβερνήτη της Κύπρου σε μονομαχία. Και δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι η ηλικία του θα τον εμπόδιζε να βγει νικητής αν ο Χάρντινγκ αποδεχόταν. Από τότε όμως, φτάσαμε σήμερα να κάνουμε εκκλήσεις στους Κυπρίους αδελφούς μας να διαμορφώσουν Κυπριακή συνείδηση μαζί με τους Τουρκοκύπριους, και να βρουν ένα εθνικό ύμνο καινούργιο να τον τραγουδάνε μαζί με το Ντενκτάς! Σαν να λέγανε τότε στους Χαϊνηδες «εσείς δεν είστε Έλληνες, είστε μόνο Κρητικοί»!!! Όμως, ο χάρτης της Ελλάδας δεν ήταν πάντα ο ίδιος: Διαμορφώθηκε σταδιακά, μέσα από αγώνες και διαδοχικές προσαρτήσεις ελληνικών περιοχών. Ούτε είναι η Κρήτη η μοναδική περίπτωση εδάφους ελληνικού που δεν ξεκίνησε μαζί με τους υπόλοιπους στο νεοσύστατο ελλαδικό κράτος. Η Θεσσαλία προσαρτήθηκε αργότερα, τα Επτάνησα κήρυξαν την Ένωση το 1864 μετά από μια περίοδο αυτονομίας (όπως κι η Κρήτη), το ίδιο κι η Σάμος, η Ήπειρος, η Μακεδονία, η Θράκη, το Βόρειο Αιγαίο ενσωματώθηκαν με τους Βαλκανικούς, τα Δωδεκάνησα το 1948. Κι από την άλλη, δύο περιοχές που πέρασαν ή βρίσκονται υπό καθεστώς αυτονομίας (με στόχο αρχικό πάντα την Ένωση) η Β. Ήπειρος και η Κύπρος αντίστοιχα, δεν είδαν μέχρι σήμερα τις επιδιώξεις τους να ευδοκιμούν. Αντιστοίχως, ο χάρτης στις δύο περιοχές αυτές δεν είναι καν πια αυτός της αυτονομίας. Δηλαδή τίποτα δεν είναι στατικό, ούτε δεδομένο. Ο ίδιος ο χάρτης στο Αιγαίο τα τελευταία χρόνια έχει γεμίσει γκρίζες ζώνες. Όλα λοιπόν έχουν μια δυναμική κι από μας εξαρτάται κάθε φορά τι τροπή παίρνουν τα πράγματα. Ένας άλλος λόγος, εσωτερικός της Κρήτης, είναι η υποχώρηση των παλιών αξιών προς όφελος του καταναλωτισμού, του εύκολου κέρδους, της κουτοπονηριάς. Η παράδοση ανταρσίας κι επανάστασης εκφυλίστηκε σε πρακτικές παρανομίας και οργανωμένου εγκλήματος, η πρεπιά και η σεμνότητα δώσανε τη θέση τους στην αυτοπροβολή και στο πως θα ρίξει ο ένας τον άλλο, ενώ τα καταναλωτικά πρότυπα μας έχουν όλους ρίξει σε ένα κυνήγι του περιττού και του επιφανειακού. Κι ακόμα, η υπερσυγκέντρωση του κράτους των Αθηνών σε βάρος όλης της υπόλοιπης Ελλάδας, εκλαμβάνεται ως παραμέληση όχι των περιφερειών από το κέντρο, αλλά της Κρήτης από την Ελλάδα. Έτσι, οι καινούργιες ατομικιστικές -κι όχι πια συλλογικές- αξίες και πρότυπα, δεν αφήνουν περιθώριο για να κατανοήσει κανείς το μεγαλείο της εθελοντικής συνεισφοράς των Κρητών στις υποθέσεις του Ελληνισμού. Η ατομική περιχαράκωση οδηγεί και στη λογική της «αυτάρκους και αυθύπαρκτης» Κρήτης. Οι αγώνες των παλιών αποδεσμεύονται από την ενωτική προοπτική που είχαν, και λογούνται πλέον ως αγώνες γενικά (για ανεξαρτησία αραγε; για ελευθερία μόνο;), με υποβαθμισμένο το στόχο τους. Κι ακόμα, αντί να αντισταθούμε, μαζί με όλες τις υπόλοιπες περιφέρειες, κατά του Αθηναϊκού υδροκεφαλισμού, ξεμπερδεύουμε με αφορισμούς για τον παραγκωνισμό της Κρήτης στα πλαίσια -νομίζουμε- του ελλαδικού κράτους. Η Ένωση κι οι αξίες της, είναι λοιπόν, πια ενοχλητική. Θυμίζει ποιοι ήμασταν, τι κάναμε, κι αυτό δε θέλουμε σήμερα να το δούμε. Γιατί τραβάμε ένα δρόμο πιο πέρα από τις παρακαταθήκες των παλιών μας. Πέρα κι από τους αγώνες που κάναμε, που μας χάρισαν τη φήμη που έχουμε ακόμα στο Πανελλήνιο. Κι έτσι, το ένδοξο παρελθόν αποσυνδέεται από ό,τι το γέννησε, και το χρησιμοποιούμε όσο μας βολεύει. Τα αδιέξοδα είναι φανερά σήμερα σ όλη την Κρήτη. Κι η έλλειψη πια της ουσίας, μας οδηγεί στο να τονίσουμε περισσότερο τον τύπο: Σημαίες της Κρητικής Πολιτείας γίνονται σύμβολο και σημείο αναφοράς για -καλοπροαίρετους αλλά απληροφόρητους- συμπατριώτες μας. Κι ας μην αγωνίστηκε κανείς ποτέ γι αυτή τη σημαία, κι ας συμβολίζει τους Τούρκους της Κρήτης το πάνω αριστερό τεταρτημόριό της. Το χειρότερο είναι, ότι τις περισσότερες φορές που ένας Κρητικός διαλέγει να εκφραστεί μέσα από ένα τέτοιο σύμβολο κι όχι μέσα από κάποια σημαία χαϊνη που είναι η ελληνική με την προσθήκη «Ένωσις ή Θάνατος», δεν το κάνει εσκεμμένα. Δε συνειδητοποιεί το βάρος μιας τέτοιας επιλογής, κι αυτό είναι ακόμα χειρότερο, γιατί σημαίνει ότι είναι πια τέτοια πρακτική αυτονόητη, δεδομένη. Κι εδώ προβάλλουν οι ευθύνες όλων μας. Γιατί δεν είναι έργο των πολιτικών να αλλάξουν τη λογική αυτή, είναι υποχρέωση του καθενός μας που θέλει να λογάται Κρητικός, να ενεργεί και να σκέφτεται με βάση τις αξίες κείνες που δώσανε στην Κρήτη την αίγλη της και την αγάπη που απολαμβάνει γενικά. Δε μπορεί όμως να συμβαίνει το οξύμωρο, να περηφανευόμαστε που είμαστε κρητικοί και να φερόμαστε αντικρητικά στην πράξη. Δεν είναι αισιόδοξα τα πράγματα. Ούτε οι συγκυρίες τα βοηθούν, ούτε εμείς είμαστε πια αυτοί που ήμασταν. Όμως, μπροστά μας έχουμε την ευκαιρία να φανούμε αντάξιοι εκείνων που ο ένας ζήλευε τον άλλο αν συμμετείχε σε περισσότερες μάχες. Σήμερα οι μάχες δε δίνονται στο μέτωπο. Δίνονται στην καθημερινή πρακτική, κι αυτή είναι μια δοκιμασία ίσως εξ ίσου δύσκολη. Ποιος είναι άραγε ευκολότερος εχθρός, αυτός που χεις απέναντί σου ή αυτός που χεις εντός σου; Σε πολύ λίγο καιρό θα ξέρουμε την έκβαση κι αυτού του αγώνα. Αν το χάσουμε όμως, δε θα χουμε την ευκαιρία να τον επαναλάβουμε. Θα τον έχουμε χάσει και θα χουμε χαθεί για πάντα.
|