Κριτική του σχεδίου Ανάν
Αντίβαρο, 1.12.2002
Κριτική του σχεδίου Ανάν
Το περιβόητο σχέδιο Ανάν για την Κύπρο έχει επιτέλους δοθεί στη δημοσιότητα. Οι διατάξεις του δεν αποτέλεσαν έκπληξη για όσους παρακολουθούν την πορεία του κυπριακού τα τελευταία 25 χρόνια, αλλά μας επιτρέπουν να προβούμε σε μια συγκροτημένη ανάλυση, με βάση τα προβλεπόμενα άρθρα του νέου Συντάγματος, ώστε να διαπιστώσουμε αν η πρόταση Ανάν μπορεί να είναι λειτουργική και βιώσιμη για την Κύπρο. Με πλάγια γράμματα αναφέρεται η περίληψη των διατάξεων του σχεδίου, ενώ με κανονικά η κριτική τους.
Α. Εκτελεστική εξουσία: Η οργάνωση της εκτελεστικής εξουσίας προβλέπεται στα άρθρα 24 – 29 του σχεδίου Συντάγματος της πρότασης Ανάν. Ως αρχηγός του κράτους προβλέπεται ένα εξαμελές προεδρικό συμβούλιο, πενταετούς θητείας, το οποίο θα ασκεί από κοινού την εκτελεστική εξουσία, με εναλλασσόμενο πρόεδρο και αντιπρόεδρο δεκάμηνης θητείας. Στο προεδρικό συμβούλιο θα συμμετέχουν τουλάχιστον δύο μέλη από κάθε κρατίδιο, δηλαδή 4 Ελληνοκύπριοι και 2 Τουρκοκύπριοι, σύμφωνα με τα υφιστάμενα πληθυσμιακά δεδομένα. Καμιά απόφαση δεν θα λαμβάνεται χωρίς τη σύμφωνη γνώμη ενός τουλάχιστον τουρκοκυπρίου. Ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος δεν θα έχουν δικαίωμα ψήφου. Η προτεινόμενη οργάνωση της εκτελεστικής εξουσίας δεν προβλέπεται σε κανένα υπαρκτό ή θεωρητικό συνταγματικό μοντέλο οργάνωσης κοινωνίας και δεν έχει καμιά δυνατότητα πρακτικής εφαρμογής. Η συλλογιστική του μοντέλου εκκινεί από το ανύπαρκτο αξίωμα ότι είναι δυνατόν να επιτύχεις συναίνεση στην άσκηση εκτελεστικής εξουσίας από όλες σχεδόν τις κοινωνικές ομάδες που συνθέτουν τον πληθυσμό. Πώς είναι δυνατόν να λειτουργήσει εξαμελές μοντέλο διακυβέρνησης, με τυπικό και μόνο επικεφαλής του κράτους, την στιγμή που η εξάδα αυτή προσώπων θα εκφράζει διαφορετικές κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές απόψεις; Εξάλλου με δεδομένο πως ο ένας τουρκοκύπριος θα είναι οπωσδήποτε πρόεδρος ή αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας και συνεπώς δεν θα έχει δικαίωμα ψήφου στο προεδρικό συμβούλιο, ο έτερος τουρκοκύπριος παραμένει ο μόνος με δικαίωμα ψήφου. Συνεπώς, το δικαίωμα βέτο που διέθετε στο ζυριχικό Σύνταγμα του 1960 ο Τουρκοκύπριος Αντιπρόεδρος επί περιορισμένων θεμάτων, δηλαδή επί εξωτερικής πολιτικής, άμυνας και ασφάλειας μετατρέπεται σε απεριόριστο δικαίωμα βέτο του εκάστοτε Τουρκοκυπρίου υπουργού σύμφωνα με το Σύνταγμα του σχεδίου Ανάν! Τί απόφαση θα λαμβάνεται σε περίπτωση που υπάρχει διαφωνία του τουρκοκυπρίου υπουργού; Ποιος θα καθορίζει την στάση σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής σε διαφωνία του ελληνοκύπριου και τουρκοκύπριου αντίστοιχα που θα ηγούνται των υπουργείων εξωτερικών υποθέσεων και Ευρωπαϊκών υποθέσεων; Και πως είναι δυνατόν να ασκήσει κάποιος αποτελεσματική πολιτική, προεδρεύοντας ενός κράτους για περίοδο 10 μηνών; Η πολυμελής διακυβέρνηση του κράτους από πρόσωπα διαφορετικών κοινωνικοπολιτικών καταβολών και πεποιθήσεων είναι συνταγματικά αδόκιμη και πρακτικά ανεφάρμοστη, ενώ αντίκεται και στη σημαντικότερη αρχή της συνταγματικής επιστήμης, δηλαδή την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας.
Β. Νομοθετική εξουσία: Η οργάνωση της νομοθετικής εξουσίας ρυθμίζεται από τα άρθρα 20 – 23 του σχεδίου Συντάγματος της πρότασης Ανάν. Θα υπάρχουν δύο κοινοβούλια, πενταετούς θητείας, η Γερουσία και η Βουλή, καθένα από τα οποία αποτελείται από 48 μέλη. Στη γερουσία η εκπροσώπηση θα είναι στη βάση του 50% - 50% και στη Βουλή στη βάση του πληθυσμού και με κάθε κρατίδιο να διαθέτει τουλάχιστον το 25% των εδρών. Οι Μαρωνιτικές, Λατινικές και Αρμενικές μειονότητες θα εκλέγουν τουλάχιστον ένα βουλευτή, που θα προσμετράται στο μέρος του ποσοστού που διαμένει η πλειοψηφία τους. Οι πρόεδροι Βουλής και Γερουσίας δεν θα προέρχονται από το ίδιο κρατίδιο. Αποφάσεις της γερουσίας απαιτούν την χωριστή πλειοψηφία του 25% των γερουσιαστών κάθε συστατικού κράτους, με ειδική χωριστή πλειοψηφία 40% για θέματα έγκρισης του προϋπολογισμού, ιθαγένειας, επικύρωσης συνθηκών και εκλογής του προεδρικού συμβουλίου. Σύμφωνα με το σχέδιο η Γερουσία αναλαμβάνει την έγκριση των νόμων που ψηφίζει η Βουλή, ώστε ουσιαστικά να δημιουργεί εύλογες απορίες ακόμα και η ίδια η σκοπιμότητα ύπαρξης δύο βουλών. Η απόλυτη ισοτιμία των δύο κρατιδίων στη Γερουσία συνεπώς δημιουργεί το εξής παράδοξο: Το 82% του λαού να ψηφίζει 24 βουλευτές, και το 18% του λαού να ψηφίζει επίσης 24. Επιπρόσθετα για κάθε ψήφιση νόμου, απαιτείται χωριστή πλειοψηφία 25% τουλάχιστον των γερουσιαστών κάθε κρατιδίου. Μπορεί συνεπώς να συμβεί το εξής παράδοξο: Οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι του 82% του λαού και επιπρόσθετα το 20% ή 35% αναλόγως, των εκλεγμένων εκπροσώπων του 18% του λαού, δηλαδή το ποσοστό 86% ή 89% του πληθυσμού, να ψηφίσουν ένα νομοθέτημα το οποίο να μην θεσπίζεται λόγω διαφωνίας του 14% ή 11% του πληθυσμού. Αυτό οδηγεί στο πρωτοφανές συμπέρασμα ότι η ψήφος ενός τουρκοκυπρίου ψηφοφόρου μπορεί να εξισούται με τις ψήφους, όχι απλώς τεσσάρων ελληνοκυπρίων, αλλά οκτώ ελληνοκυπρίων και ενός τουρκοκυπρίου ψηφοφόρου. Συνεπώς η αρχή ένας άνθρωπος μια ψήφος καταργείται. Τα ίδια ερωτήματα που τέθηκαν για την εκτελεστική εξουσία σε σχέση με την λειτουργικότητα της λύσης παραμένουν και εδώ. Ποιος θα λαμβάνει απόφαση σε περίπτωση άρνησης του απαραίτητου ποσοστού των τουρκοκυπρίων να ψηφίσουν τους νόμους ή τον προϋπολογισμό ή πόσο μάλλον του προεδρικού συμβουλίου. Και ακόμα περισσότερο – μήπως η ανάγκη ύπαρξης του ποσοστού 40% των τουρκοκυπρίων για έγκριση της λίστας του προεδρικού συμβουλίου, δημιουργεί εύλογα ερωτηματικά ως προς τον απόλυτο έλεγχο της κεντρικής εξουσίας από τους τουρκοκυπρίους, εφόσον οι εκλεγέντες θα πρέπει πρώτιστα να είναι αποδεκτοί από το κόμμα που έχει την πλειοψηφία των τουρκοκυπρίων; Συμπερασματικά η οργάνωση της νομοθετικής εξουσίας παρουσιάζεται δυσλειτουργική, αλλά κυρίως αντιβαίνει στη βασική αρχή της δημοκρατίας «ένας άνθρωπος, μια ψήφος».
Γ. Η δικαστική εξουσία: Οι ρυθμίσεις που αφορούν το Ανώτατο Δικαστήριο βρίσκονται στο άρθρο 34 Σχεδίου Συντάγματος και στο άρθρο 6 της Ιδρυτικής Συμφωνίας του Σχεδίου Ανάν. Το Ανώτατο Δικαστήριο θα αποτελείται από εννιά δικαστές, τρεις από κάθε συστατικό κράτος και τρεις μη κυπρίους. Το Ανώτατο Δικαστήριο θα επιλύει μεταξύ άλλων διαφορές μεταξύ των συστατικών κρατών ή των συστατικών κρατών και του κοινού κράτους. Μπορεί εύκολα να γίνει αντιληπτό πως το σχέδιο προβλέπει τη δημιουργία ενός Δικαστηρίου, που καλείται να επιλύσει πολιτικά και όχι νομικά θέματα. Ακόμα από τις ρυθμίσεις διαφαίνεται καθαρά η πρόθεση για χωρισμό της δικαστικής εξουσίας στη βάση του κρατιδίου από το οποίο προέρχονται οι δικαστές. Συνεπώς η δικαιοσύνη θεωρείται από το σχέδιο Ανάν ως εξαρτώμενη από την ιθαγένεια του δικαστή και μάλιστα ως τοποτηρητές διορίζονται και ξένοι δικαστές, οι οποίοι πολύ πιθανώς δεν θα γνωρίζουν τις δυο επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας, με αποτέλεσμα να επαναφερθεί ίσως η αγγλική ως γλώσσα διαδικασίας στο Ανώτατο Δικαστήριο. Η αντίληψη αυτή της έννοιας της δικαιοσύνης φανερώνει και την ανεδαφικότητα των συντακτών του σχεδίου. Πώς είναι δυνατόν να λειτουργήσει δικαστική εξουσία στο πνεύμα της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όταν οι ίδιοι οι ερμηνευτές του δικαίου θα είναι αντικείμενο κρίσης ανάλογα με τα θρησκευτικά τους πιστεύω ή την καταγωγή τους; Συμπερασματικά, η οργάνωση της δικαστικής εξουσίας προσβάλλει την έννοια και ουσία της δικαιοσύνης και χορηγεί στο δικαστήριο – και ιδιαίτερα στους τρεις ξένους δικαστές – την ανώτατη πολιτική εξουσία στο νησί.
Δ. Κοσμικό κράτος και θρησκευτικές ελευθερίες: Ο κοσμικός χαρακτήρας του κράτους καθιερώνεται στο άρθρο 5 και η απαγόρευση διακρίσεων με βάση τη θρησκεία στο άρθρο 9 του σχεδίου Συντάγματος. Ερωτηματικά πραγματικά προκαλεί η ερμηνεία που δίνουν οι συντάκτες του σχεδίου στην έννοια του κοσμικού κράτους και της απαγόρευσης διακρίσεων με βάση τη θρησκεία. Πώς μπορεί να υπάρξει κοσμικό κράτος την στιγμή που οι οι τρεις θρησκευτικές ομάδες χαρακτηρίζονται ως θρησκευτικές μειονότητες με δικαίωμα εκλογής δικού τους βουλευτή ή τη στιγμή που η ένταξη σε κοινότητα, ελληνική ή τουρκική, εξαρτάται άμεσα από το θρήσκευμα. Πώς διασφαλίζονται τα ίσα πολιτικά δικαιώματα των διαμαρτυρομένων ή οποιασδήποτε άλλης θρησκείας τη στιγμή που τρεις θρησκευτικές μειονότητες έχουν δικαίωμα ξεχωριστής εκλογής βουλευτών, αποκλειστικά λόγω των θρησκευτικών τους πιστεύω; Και πώς συμβιβάζεται η λογική του διαχωρισμού των κρατιδίων με βάση το θρήσκευμα και την ιθαγένεια με την απαγόρευση διακρίσεως με βάση την εθνική ή θρησκετική ταυτότητα; Συνεπώς, η λογική που διέπει το σχέδιο Ανάν βρίσκεται σε καταφανή αντίθεση με την Ευρωπαϊκή Συνθήκη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και προάγει τον θρησκευτικό και φυλετικό διαχωρισμό, μια λογική που έχει αποκρουστεί από τον δυτικό πολιτισμό και τις διεθνείς συμβάσεις.
Ε. Συστατικά κράτη: Τα συστατικά κράτη αποκτούν το κατάλοιπο της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας, δηλαδή εξουσία σε όσα θέματα δεν προβλέπονται ρητά στο άρθρο 12. Θα καταβληθεί προσπάθεια συντονισμού των πολιτικών τους και εναρμονισμού της νομοθεσίας τους ως προς τα θέματα αυτά. Θα έχουν δικαίωμα απονομής ιθαγένειας. Πολλά παραμένουν αδιευκρίνιστα στο σχέδιο σε σχέση με τα δύο κρατίδια. Δεν προκύπτει πάντως από πουθενά δυνατότητα της κεντρικής εξουσίας να ελέγξει την απεριόριστη σε πάμπολλα θέματα εξουσία των κρατιδίων, ενώ προβλέπεται ρητά πως οι νόμοι των κρατιδίων και των βουλών είναι ισόκυροι, δηλαδή χωρίς ένας να είναι ανώτερος άλλου. Τί γίνεται συνεπώς σε σύγκρουση νόμων; Και πώς μπορεί να λειοτουργήσει αποτελεσματικά ένα κράτος στο οποίο κάθε κρατίδιο θα μπορεί να εκδίδει δικούς του νόμους σε σχέση με θέματα, όπως οικογενειακό, εταιρικό, ποινικό δίκαιο, υγεία, προστασία του περιβάλλοντος, εκπαίδευση κοκ. Θα μπορεί να παρουσιαστούν συνεπώς στο ένα κρατίδιο φαινόμενα για παράδειγμα πολυγαμίας ή ατιμωρησίας συγκεκριμένων σοβαρών αδικημάτων, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα εφαρμογής μιας συγκεκριμένης κοινής έννομης τάξης. Θα είναι δυνατόν ένα έγγραφο να θεωρείται ως αυθεντικό στην Κερύνεια και ως πλαστό στην Λεμεσό; Και πώς μπορεί ένα τέτοιο κράτος να αντιμετωπίσει τις υποχρεώσεις του, όταν μάλιστα προβλέπεται πως το κεντρικό κράτος θα είναι υπεύθυνο σε παράβαση από κρατίδιο υποχρέωσης από κανονισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 17); Συμπερασματικά, τα συστατικά κράτη τρέπονται σε «κράτη εν κράτει» με απεριόριστες σχεδόν εξουσίες και χωρίς κανένα σχεδόν έλεγχο, με αποτέλεσμα την αναμενόμενη δυσλειτουργία των κρατικών δομών.
Στ. Μεταβατικές κυβέρνηση: Οι μεταβατικές διατάξεις παρουσιάζονται ιδιαίτερα προβληματικές. Για τρία χρόνια θα υπάρξει συμπροεδρία στην αρχηγία του κράτους από τον ελληνοκύπριο και τουρκοκύπριο ηγέτη με εναλλαγή στην αρχηγία κάθε μήνα. Συμβούλιο υπουργών θα εκλεγεί ένα χρόνο μετά την έναρξη συμφωνίας της συνθήκης από το κοινοβούλιο, το οποίο κατά θα αποκτήσει την αρχηγία του κράτους με τη λήξη της συμπροεδρίας για περίοδο τριών ετών με εναλλαγή προεδρίας κάθε εξάμηνο. Συνεπώς για περίοδο πέντε χρόνων το κυπριακό κράτος θα στηρίζεται αποκλειστικά στην απόλυτη κοινωνική ομοφωνία. Πού έχει υπάρξει στα χρονικά απόλυτη πολιτικοκοινωνική ομοφωνία για περίοδο πέντε ετών; Οι ρυθμίσεις για τη μεταβατική κυβέρνηση μοιάζουν να θεσπίστηκαν, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη οποιαδήποτε λογική. Οι εναλλαγές στην προεδρία κάθε μήνα ή εξάμηνο, μπορεί να είναι δυνατόν να εφαρμοστούν – αν και πάλι με δυσκολία – αν αναφερόμαστε σε κάποια λέσχη φιλοτελιστών, αλλά πάντως είναι αδύνατον να εφαρμοστούν σε ένα κράτος, πόσο μάλλον ένα κράτος με την ιστορία του κυπριακού κράτους.
Ζ. Συνθήκη εγγυήσεως και συμμαχίας: Η αναμενόμενη αποστρατιωτικοποίηση της Κύπρου δεν αναιρεί τα πραγματικά προβλήματα άμυνας και ασφάλειας του νησιού. Η Τουρκία παραμένει εγγυήτρια δύναμη, με την ίδια συνθήκη που επικαλέστηκε όταν εισέβαλε στην Κύπρο. Η Συνθήκη Συμμαχίας θα επιτρέπει σε (απροσδιόριστο ακόμα) αριθμό ως δέκα χιλιάδων στρατιωτών της Ελλάδας και της Τουρκίας να σταθμεύουν αντίστοιχα στο ελληνοκυπριακό και τουρκοκυπριακό κρατίδιο. Και τί γίνεται όταν σε μια περίπτωση εσωτερικής διαφωνίας, ξαφνικά εμφανιστεί ένας τουρκικός στρατός δέκα χιλιάδων να σταθμέυει στα κατεχόμενα; Θα υποχωρήσουμε και πάλι εκβιαστικά δι’ ελέου και φόβου; Ποια πρακτική προστασία, εκτός από ευχολόγια προσφέρει στην κυπριακή ασφάλεια, η συνθήκη εγγυήσεως; Και ποια θα είναι η μοίρα της Κύπρου στην απευκταία περίπτωση που υπάρξει για οποιοδήποτε λόγο κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις;
Η. Νομιμοποίηση των τετελεσμένων της εισβολης: Η εισβολή του 1974 δικαιώνεται πλήρως. Με την επιστροφή ενός μέρους των κατεχομένων και την αποχώρηση μιας πολύ μικρής μερίδας των εποίκων, το «ψευδοκράτος Ντενκτάς» επιτυγχάνει τη διεθνή αναγνώριση. Το μεγαλύτερο ποσοστό των εποίκων αποκτά την κυπριακή ιθαγένεια, δεν επιστρέφουν όλοι οι πρόσφυγες – και ενώ η αποζημίωση στη βάση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων το 1974, προστιθέμενου και του πληθωρισμού, μοιάζει αστεία μπροστά στην πραγματική σημερινή αξία της γης -, ακυρώνονται χωρίς ουσιαστικά ανταλλάγματα οι αποφάσεις του Ε.Δ.Δ.Α στις υποθέσεις Τιτίνας Λοϊζίδου κ.α, το τουρκοκυπριακό κρατίδιο μπορεί να χορηγεί δική του ιθαγένεια... Συμπερασματικά, τα τετελεσμένα της εισβολής νομιμοποιούνται σε μεγάλο βαθμό, ενώ η ελεύθερη διακίνηση από κρατίδιο σε κρατίδιο υπόκειται σε πρωτοφανείς περιορισμούς, κατά παράβαση του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου. Θα είναι συνεπώς δυνατόν για ένα Ισπανό ή ένα Νορβηγό να διακινείται ελεύθερα και να αγοράζει περιουσία στο τουρκοκυπριακό κρατίδιο, αλλά όχι για ένα Ελλαδίτη ή ένα Ελληνοκύπριο.
Αιμιλιανίδης Αχιλλεύς
Νομικός-Συγραφέας