Δύο κριτικές
προσεγγίσεις στα ανθρώπινα δικαιώματα Γιάννης Θεοφύλακτος Αντίβαρο, Ιανουάριος 2004
1.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Τα
ανθρώπινα δικαιώματα αναδείχτηκαν
κατά τον εικοστό αιώνα ως σημαντικοί
παράγοντες του παγκόσμιου πολιτικού
γίγνεσθαι τόσο ως διαμορφωτές της
πολιτικής σκέψης και των πολιτικών
γεγονότων όσο και ως νομική
υποστήριξη πολιτικών επιδιώξεων και
συμφερόντων. Η Κοινωνία των Εθνών,
θεσμικό αντίβαρο της φρίκης του Α΄
Παγκοσμίου Πολέμου, προήγαγε τα
ανθρώπινα δικαιώματα με έμφαση στα
συλλογικά μειονοτικά δικαιώματα[1].
Ο Ο.Η.Ε., αντίβαρο αυτή τη φορά της
θηριωδίας του Β΄ ΠΠ, επικέντρωσε την
προσοχή του κατά τις αρχές του
δεύτερου ημίσεως του αιώνα[2]
στα ατομικά δικαιώματα. Συγχρόνως,
κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου,
ένα μεγάλο μέρος της αντιπαράθεσης
Ηνωμένων Πολιτειών-Σοβιετικής
Ένωσης επικεντρώθηκε πάνω στα
ανθρώπινα δικαιώματα (στο εξής: «α.δ.»):
οι μεν ΗΠΑ θεμελίωσαν τις αρχές της
φιλελεύθερης δημοκρατίας πάνω στα
ατομικά, αστικά και πολιτικά
δικαιώματα, η δε ΕΣΣΔ αυτήν του
σοσιαλιστικού καθεστώτος πάνω στα
συλλογικά, κοινωνικά και οικονομικά
δικαιώματα[3].
Μεταψυχροπολεμικά,
στο τέλος του 20ού
και στην αφετηρία του 21ου
αιώνα, τα α.δ. φαίνεται πως απέκτησαν
τέτοια δυναμική που τείνουν να
καταστούν η θεμέλια λίθος της
διεθνούς πολιτικής σκηνής και η
αυτονόητη βασική αρχή του κυρίαρχου
πολιτισμού. Από την επέμβαση στον
Περσικό Κόλπο στην αυγή της
μεταψυχροπολεμικής εποχής έως και
την πρόσφατη επέμβαση κατά της
Γιουγκοσλαβίας, οι επεμβαίνουσες
δυνάμεις επικαλέστηκαν για τη
νομιμοποίηση των πολεμικών τους
ενεργειών την παραβίαση των α.δ. από
το κράτος κατά του οποίου στρέφονταν.
Αλλά και στο οικονομικό επίπεδο, η
μεταψυχροπολεμική επέλαση του
καπιταλιστικού φιλελευθερισμού, αν
δεν βασίστηκε, πάντως πλαισιώθηκε
από την θεωρία των α.δ.
Οι διαστάσεις που τα
α.δ. έχουν σήμερα προσλάβει, ο τρόπος
που έχουν ριζώσει στην ανθρώπινη
σκέψη και συμπεριφορά ώστε να
καθορίζουν τον ατομικό και τον
συλλογικό, δημόσιο ανθρώπινο βίο (ή
έστω να προσφέρουν την ανάλογη
νομική στήριξη), οι ακραιφνείς οπαδοί
τους και ο ανέφικτος πιθανότατα-
στόχος της πλήρους πραγμάτωσής τους
επάνω στη γη, θα μπορούσαν κάλλιστα,
όσο κι αν ηχεί αυτό παράξενο, να
συγκριθούν με το πλαίσιο που
περιβάλλει μία θρησκεία. Όταν όμως
μία από τις θεμελιώδεις φιλοσοφικές,
πολιτικές και νομικές λίθους της
διεθνούς πολιτικής ανάγεται σε
τέτοιο επίπεδο και αποκτά μια τέτοια
δυναμική, θα πρέπει με ιδιαίτερη
προσοχή να εξετάσουμε την προέλευση,
τη φύση, αλλά και τις τυχόν αρνητικές
συνέπειές της, ώστε να ελέγξουμε τις
τωρινές και μελλοντικές επιδράσεις
της στον ανθρώπινο βίο. Μία κριτική,
λοιπόν, προσέγγιση στα α.δ. θα
συντελούσε τα μέγιστα στην ομαλή
εξέλιξη της δυναμικής τους τάσης, με
θετικό αντίκτυπο για όλη την
ανθρωπότητα. ʼλλωστε, δεν φαίνεται να
ξεπεράστηκαν με την έως τώρα
συνδρομή τους ούτε τα οικονομικά
προβλήματα των μη-αναπτυγμένων χωρών
ούτε όμως και τα κοινωνικά-ψυχολογικά
του σύγχρονου πολίτη των
αναπτυγμένων.
Με το παρόν
επιχειρείται να εξεταστούν και να
συγκριθούν δύο κριτικές
προσεγγίσεις στα α.δ.: η μία
προέρχεται από την θεωρητική βάση
ενός ανθρώπινου δικαιώματος, του
δικαιώματος στην ανάπτυξη και η άλλη
από ένα βιβλίο του έλληνα φιλοσόφου
Χρήστου Γιανναρά που αφορά το χώρο
των α.δ.[4].
2.
ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗΝ
ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΩΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ
Α. Γενικά (Σύντομο
ιστορικό-ορισμός του δικαιώματος
στην ανάπτυξη)
Το
δικαίωμα στην ανάπτυξη (στο εξής: «δσα»)
εντάσσεται στην τρίτη γενιά α.δ.[5],
μαζί με το δικαίωμα σε ένα υγιές και
καθαρό περιβάλλον, το δικαίωμα στην
ειρήνη, το δικαίωμα συμμετοχής στα
οφέλη από την κοινή κληρονομιά της
ανθρωπότητας, το δικαίωμα στην
επικοινωνία, το δικαίωμα στην
διαφορά και το δικαίωμα στην
ανθρωπιστική βοήθεια. Ενώ τα
δικαιώματα της πρώτης και της
δεύτερης γενιάς χαρακτηρίζονται από
ένα βαθμό σύγκρουσης μεταξύ
διαφορετικών ομάδων ανθρώπων, αυτά
της τρίτης γενιάς[6]
θεμελιώθηκαν πάνω στην έννοια της
αλληλεγγύης[7]
μεταξύ των ανθρώπων, προάγοντας την
έννοια της αλληλεξάρτησης των χωρών
για την επίλυση των προβλημάτων τους.
Με αυτόν τον τρόπο εισήγαγαν ένα
ισχυρότερο ηθικό στοιχείο στο
διεθνές δίκαιο και συνηγόρησαν για
πιο προηγμένους στόχους της
ανθρώπινης κοινωνίας[8].
Ουσιαστικά, το δσα
αποτέλεσε την συμπύκνωση της
συζήτησης που έγινε κατά τη δεκαετία
του 1970 για την καθιέρωση μιας «νέας
διεθνούς οικονομικής τάξης
πραγμάτων»[9]
και την μεταφορά της στο θεωρούμενο
αποτελεσματικότερο- επίπεδο των α.δ.
Μετά από μία προεργασία από την
Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και
το Οικονομικό και το Κοινωνικό
Συμβούλιο, το δσα αναγνωρίστηκε από
την Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ το
Δεκέμβριο του 1986 με μια Διακήρυξη[10],
με 146 ψήφους υπέρ, μία κατά (ΗΠΑ) και
οκτώ αποχές.
Ωστόσο, τα ισχυρότερα
αναπτυγμένα κράτη που θα μπορούσαν
να επηρεάσουν ουσιαστικά τη διεθνή
κατάσταση και να βοηθήσουν στην
ανάπτυξη των αναπτυσσόμενων χωρών (άρθρο
4 παρ.2 της Διακήρυξης) είτε ψήφισαν
κατά (ΗΠΑ) είτε απείχαν από την
ψηφοφορία (π.χ. η τότε Δυτική Γερμανία,
το Ην. Βασίλειο, η Ιαπωνία). Η
κατάσταση χειροτέρευσε για την
αποτελεσματικότητα του δσα όταν με
το ψήφισμα 41/133 τέθηκε το ενδεχόμενο
της λήψης άμεσων πρακτικών μέτρων[11]
για την ενίσχυση των μη-αναπτυγμένων
χωρών: σύσσωμα τα δυτικά κράτη (23,
συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας)
είτε ψήφισαν κατά είτε απείχαν.
Τελικά όμως, επιτεύχθηκε ένα
πολιτικό consensus
στο Παγκόσμιο Συμβούλιο για το δσα
του 1990 και έπειτα στην Παγκόσμια
Συνδιάσκεψη της Βιέννης για τα α.δ. το
1993. Βέβαια, όσο το consensus
για το δσα διευρυνόταν τόσο
πλήθαιναν οι επιφυλάξεις που
διατύπωναν τα κράτη στα επίμαχα κάθε
φορά κείμενα, απαλύνοντας έτσι
πολλές ενοχλητικές για τη Δύση-
πτυχές του και στερώντας του πολλή
από τη δυναμική του[12].
Το δσα ορίστηκε (άρθρο
1 παρ.1 της Διακήρυξης) ως «ένα
αναφαίρετο ανθρώπινο δικαίωμα
δυνάμει του οποίου κάθε άνθρωπος και
όλοι οι λαοί δικαιούνται να
συμμετέχουν, να συνεισφέρουν και να
απολαμβάνουν την οικονομική,
κοινωνική, πολιτιστική και πολιτική
ανάπτυξη, στην οποία όλα τα ανθρώπινα
δικαιώματα και οι θεμελιώδεις
ελευθερίες μπορούν να
πραγματοποιηθούν
πλήρως». Με την πρώτη ματιά
φαίνεται ότι το δσα δεν αποτελεί παρά
μόνο το άθροισμα[13]
των επιμέρους δικαιωμάτων των δύο
πρώτων γενιών, όμως στόχος του
δικαιώματος είναι ακριβώς να
υπερβαθούν[14]
τα αδιέξοδα που η πρώτη και η
δεύτερη γενιά α.δ. δεν μπόρεσε να
ξεπεράσει ή και δημιούργησε.
Β. Το αδιέξοδο που κατέδειξε και
το κενό που κλήθηκε να αναπληρώσει το
δσα
Το 1966 υπογράφτηκαν και το 1976
τέθηκαν σε εφαρμογή τα δύο Διεθνή
Σύμφωνα α) για τα αστικά-πολιτικά και
β) για τα οικονομικά-κοινωνικά-πολιτιστικά
δικαιώματα. Από την άλλη μεριά, όμως,
ένα πολύ μεγάλο μέρος του ανθρώπινου
πληθυσμού, σύμφωνα με τα στοιχεία που
κάθε τόσο δημοσιεύονται, συνέχισε να
ζει κάτω από άθλιες συνθήκες ζωής και
κυριολεκτικά να δυστυχεί: Σύμφωνα με
στοιχεία του Αναπτυξιακού
Προγράμματος των ΗΕ (UNDP)
του 1992, 40.000 παιδιά πεθαίνουν κάθε
μέρα από πείνα ή από ασθένειες που θα
μπορούσαν να είχαν προληφθεί.
Περισσότερο από ένα δισεκατομμύριο
άνθρωποι ζουν σε συνθήκες πλήρους
ένδειας και άλλο ένα δισεκατομμύριο
ζει στα όρια της φτώχειας. Στην
κατανομή του Παγκόσμιου Προϊόντος
υπάρχει μεγάλη ανισότητα: η διαφορά
ανάμεσα στις χώρες που ανήκουν στο
πλουσιότερο 20% του πλανήτη με το
αντίστοιχο φτωχότερο 20%, από 30 προς 1
που ήταν το 1960 έφτασε το 60 προς 1 το 1989[15]
και, όπως φαίνεται από τις ετήσιες
Εκθέσεις των ΗΕ για την Ανθρώπινη
Ανάπτυξη, ολοένα και διευρύνεται.
Όπως χαρακτηριστικά έχει ειπωθεί[16]:
«όλοι οι δικτάτορες και όλοι οι
κατακτητές σε όλη τη διάρκεια της
ιστορίας, όσο ανηλεείς και αν ήταν,
δεν κατάφεραν να προκαλέσουν τόση
δυστυχία και πόνο όσο η σημερινή
ανισότητα μεταξύ των πλουσίων και
των φτωχών του κόσμου».
Κύριος υπεύθυνος για
την παραπάνω κατάσταση θεωρήθηκε το
διεθνές οικονομικό σύστημα. Το
εξωτερικό χρέος των αναπτυσσόμενων
χωρών 13πλασιάστηκε από το 1970 έως το
1990, με αποτέλεσμα να υποχρεώνει τις
χώρες αυτές να μεταφέρουν μέρος του
εθνικού τους εισοδήματος (3-6%) στο
εξωτερικό (στις πλούσιες χώρες),
περικόπτοντας τα έξοδά τους για
επενδύσεις στη χώρα τους ή για
κοινωνικές παροχές[17].
Οι αναπτυσσόμενες χώρες εισέρχονται
στην παγκόσμια αγορά ως ανισότιμοι
εταίροι: σε εκείνα τα πεδία της
οικονομίας που είναι ανταγωνιστικές
(αγροτικά προϊόντα, «στοιχειώδη»
προϊόντα, όπως χειροτεχνήματα)
αντιμετωπίζουν δυσκολίες εξαιτίας
προστατευτικών εμποδίων. Κατά τη
δεκαετία του 1980[18]
τα πραγματικά επιτόκια ήταν τέσσερις
φορές υψηλότερα για τα φτωχά έθνη από
ό,τι για τα πλούσια. Σύμφωνα με
υπολογισμούς του UN Development Programm,
αυτή η δομική ανισότητα στη
λειτουργία των διεθνών αγορών
κοστίζει στις αναπτυσσόμενες χώρες
περίπου δέκα φορές το ποσό που
λαμβάνουν ως εξωτερική αναπτυξιακή
βοήθεια[19].
Τα δύο Διεθνή Σύμφωνα
για τα ανθρώπινα δικαιώματα φάνηκαν
ανίσχυρα να αντιμετωπίσουν την
παραπάνω κατάσταση, η οποία
ισοδυναμούσε με ευρείες, συνεχείς
και μαζικές παραβιάσεις των α.δ.
εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων,
γεγονός που επικρίθηκε από την
θεωρητική βάση του δσα. Ειδικότερα, η
φύση των α.δ. των δύο πρώτων γενιών
θεωρήθηκε μονοδιάστατη[20],
στατική και συγκρουσιακή. Η υλιστική
της βάση ουσιαστικά ανέχτηκε ή και
προώθησε τις αναπτυξιακές
στρατηγικές που ακολούθησαν οι
αναπτυγμένες χώρες ή οι διεθνείς
οικονομικοί οργανισμοί[21].
Αυτές οι πολιτικές επικέντρωσαν την
προσοχή τους στην οικονομική
αποκλειστικά ανάπτυξη,
αναγορεύοντας τους όρους της
παραγωγικότητας, του κέρδους και της
αύξησης ως τους μόνους σημαντικούς
για την ανάπτυξη[22].
Τελικά όμως, αυτές οι πολιτικές
προκάλεσαν και προκαλούν την
κοινωνική αδικία και παραβίασαν τα
ανθρώπινα δικαιώματα[23]
μεγάλου μέρους του πληθυσμού των
φτωχών χωρών, αλλά και ενός ολοένα
αυξανόμενου τμήματος του πληθυσμού
των αναπτυγμένων είτε άμεσα είτε
έμμεσα μέσω της αποπροσωποποίησης
των κοινωνικών σχέσεων, της
κατάρρευσης πολλών οικογενειών και,
εν τέλει, της κοινωνικής και
οικονομικής ζωής[24].
Γ. ΟΙ
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ
ΑΝΑΠΤΥΞΗ
Το δικαίωμα στην ανάπτυξη
προσπάθησε, αναδεικνύοντας τις
έννοιες του αδιαιρέτου και της
αλληλεξάρτησης των α.δ. να προσδώσει
στη φύση τους ολικό και αρμονικό
χαρακτήρα. Στα πλαίσια αυτά:
α)
αναπτύχθηκε η έννοια της «ανθρώπινης
ανάπτυξης», η οποία ορίστηκε από το
Αναπτυξιακό Πρόγραμμα των ΗΕ ως μια
διαδικασία κατά την οποία παρέχονται
στους ανθρώπους καλύτερες ευκαιρίες
για καλύτερη υγεία, εκπαίδευση, για
πιο μακρόχρονη ζωή και για πρόσβαση
στους απαραίτητους πόρους για ένα
αξιοπρεπές επίπεδο ζωής. Με αυτόν
τον τρόπο αυξάνονται και οι
εγγυήσεις για τις πολιτικές
ελευθερίες και γενικά για τα
υπόλοιπα α.δ.[25]
,
β)
δόθηκε ιδιαίτερο βάρος στη συμμετοχή[26]
του λαού σε όλες τις σφαίρες της
κοινωνικής δράσης τόσο ως μέσο για
τον τελικό σκοπό της ανάπτυξης όσο
και ως αυτόνομος τελικός σκοπός (αυτός
δηλ. της συμμετοχής),
γ)
τονίστηκε η ανάγκη ιδιαίτερης
προστασίας των γυναικών, των
αυτόχθονων πληθυσμών και των
ιδιαίτερα φτωχών, των οποίων τα α.δ.
συνήθως δεν λαμβάνονται καθόλου
υπόψη από τις αναπτυξιακές πολιτικές,
δ)
αναγνωρίστηκε (άρθρο 4 παρ.2 της
Διακήρυξης) η ανάγκη βοηθητικής
δράσης και διεθνούς συνεργασίας για
την ανάπτυξη των αναπτυσσόμενων
χωρών και
ε)
θεωρήθηκαν ανυπέρβλητα εμπόδια τα
περιβαλλοντικά προβλήματα τόσο των
αναπτυσσόμενων χωρών, όπου η
μακροπρόθεσμη ανάπτυξη απειλείται
από την πίεση των άμεσων ανθρώπινων
αναγκών, όσο και των αναπτυγμένων, οι
οποίες με τα υψηλά επίπεδα παραγωγής
και κατανάλωσης[27]
οδήγησαν σε ανεπανόρθωτες
πιθανότατα βλάβες το περιβάλλον του
πλανήτη.
Δ. ΤΟ
ΣΗΜΕΡΙΝΟ STATUS
ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ
Το γεγονός ότι ένα τέτοιο
ανθρώπινο δικαίωμα που μεριμνούσε
για όλες τις πτυχές του ανθρώπινου
βίου έφτασε να συγκρούεται ευθέως με
το δικαίωμα στο περιβάλλον στα
Συνέδρια για το περιβάλλον του Ρίο
και του Κιότο[28]
και να ταυτίζεται με την οικονομική
και μόνο ανάπτυξη και με όλες εκείνες
τις πολιτικές[29]
που καταδικάστηκαν από την αρχική
θεωρητική του βάση πρέπει να
θεωρηθεί ασυμβίβαστο προς την αρχική
του δυναμική. Το δσα, το οποίο
προσπάθησε να αλλάξει όλη τη φύση των
α.δ., να υπερβεί τα αδιέξοδά τους και
να ανακαινίσει τη θεωρητική τους
βάση και το πρακτικό τους αντίκτυπο,
φαίνεται πως κατέληξε να είναι ένα
μονοδιάστατο δικαίωμα, όπως αυτά των
προηγούμενων γενιών, και να μην
ενδιαφέρεται π.χ. για τις
περιβαλλοντικές συνέπειες ή για την
ανάπτυξη άλλων λαών[30].
Πιθανότατα η πράγματι συγκεχυμένη-
θεωρητική του βάση και τα νέα
στοιχεία που έθεσε στη συζήτηση των α.δ.
δεν ήταν τα κατάλληλα, ώστε να δώσουν
λύση στα έως τώρα αδιέξοδα των α.δ.
και, κατ επέκταση, στα προβλήματα
ενός μεγάλου μέρους του ανθρώπινου
πληθυσμού.
3.
Η «ΑΠΑΝΘΡΩΠΙΑ ΤΟΥ
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ»
Μπορούμε
να ανιχνεύσουμε στο βιβλίο του
καθηγητή Γιανναρά[31]
μια συλλογιστική που σε αρκετά
σημεία της μπορεί να παρομοιαστεί με
την αρχική θεωρητική βάση του δσα.
Καταρχάς, ο συγγραφέας παρόλη την
σκληρή κριτική που ασκεί στα α.δ.-
αναγνωρίζει τη θετική συμβολή τους[32],
θεωρεί όμως απαραίτητη την υπέρβασή
τους[33],
εφόσον διαπιστώνει τα αδιέξοδα στα
οποία έχει οδηγηθεί η ίδια η κοινωνία
που γέννησε τα α.δ.
Διαπιστώνεται
λοιπόν, όπως και από τους θεωρητικούς
του δικαιώματος στην ανάπτυξη[34],
η θεοποίηση των οικονομικών
προτεραιοτήτων, οι οποίες
καταδυναστεύουν την πολιτική ζωή και
απονεκρώνουν τις λειτουργίες της,
υπονομεύοντας τελικά τους στόχους
των α.δ., αν και φαινομενικά δεν τους
αμφισβητούν[35].
Παράλληλα καταδεικνύεται η σταδιακή
κατάρρευση ή και το τέλος «καίριων
μορφών της νεωτερικότητας»: το τέλος
των ιδεολογιών, το τέλος του αστικού
κράτους και η κατάρρευση της
πολιτικής, χωρίς από την άλλη πλευρά
να κυοφορείται καμία ουσιαστική
αντιπρόταση[36].
Στον πυρήνα της όλης παθολογίας
βρίσκεται η «ανθρωπολογική αλλοίωση»,
στην οποία οδήγησε ο έντονος
ατομοκεντρισμός των α.δ.[37]
Στην ουσία, μπορούμε να μιλάμε για
παράχρηση της λογικής των α.δ., η
οποία καθιστά ανενεργή και ακίνδυνα
για το σύστημα τα θετικά της σημεία[38].
Η
λογική των α.δ. χρεώνεται, σύμφωνα με
τον συγγραφέα, ένα μεγάλο μέρος της
παραπάνω κρίσης. Καταρχήν,
προϋποθέτει την εκδοχή του ανθρώπου
ως αδιαφοροποίητου ατόμου και
καταλήγει στην αποπρωσοποποίησή του[39],
διότι για να λειτουργήσει καλύτερα η
μηχανή της απονομής δικαιωμάτων από
το κράτος, προϋποτίθεται μια
διαδικασία κατά την οποία οι πολίτες
θα καταστούν ομοιόμορφα άτομα.
Έπειτα, πέραν του ότι προάγει την
εξατομίκευση[40]
του ανθρώπου, εξυψώνει ως την πιο
ουσιώδη τη νομική επιδίωξη, την
εκνομίκευση οποιουδήποτε κοινωνικού
ή και ατομικού στόχου[41].
Με αυτόν τον τρόπο, όμως, το ανθρώπινο
υποκείμενο σταδιακά αποστερείται
της «δυναμικά ενεργούμενης
υπαρκτικής του ετερότητας» και παύει
να λειτουργεί ως πρόσωπο μιας
κοινότητας σχέσεων.
Παρατηρώντας τις
προτάσεις του συγγραφέα ο οποίος
βέβαια ασχολείται με το προσωπικό
και το διαπροσωπικό πεδίο ανάλυσης-
διαπιστώνουμε ότι δεν κινούνται σε
διαφορετικό επίπεδο από την θεωρία
του δσα η οποία εστιάζεται στο
κοινωνικό και το διακρατικό. Στην «απανθρωπία
του δικαιώματος» όμως, φαίνεται να
διατυπώνεται με σαφήνεια η λογική
που άρρητα υφέρπει στο δσα και να
οδηγούμαστε στην αφετηρία του
προβλήματος, ώστε να μην
ταλανιζόμαστε από παλινδρομήσεις
ανολοκλήρωτων προτάσεων. Οι «σχέσεις
κοινωνίας»[42]
και η «προσωπική ετερότητα» των
υποκειμένων προτείνεται να
αντικαταστήσουν τον ατομοκεντρικό
χαρακτήρα του δικαιώματος και τον
απρόσωπο και αδιαφοροποίητο
χαρακτήρα των υποκειμένων δικαίου[43].
Η σχέση, η κοινωνία, η αυτοπαράδοση
και αυτοπροσφορά, τελικά η αγάπη[44]
προκρίνονται από τον συγγραφέα ως τα
στοιχεία πάνω στα οποία θα
επαναθεμελιωθεί η λογική των α.δ. με
υγιή τρόπο.
Θα ήταν ενδιαφέρον να
προσπαθούσαμε έστω και σχηματικά να
μεταφέρουμε τις προτάσεις του
συγγραφέα από το διαπροσωπικό στο
διακρατικό επίπεδο[45].
Πραγματικά, οι προτάσεις του
συγγραφέα:
α) η «κοινωνιοκεντρική
λογική» των α.δ. να αντικαταστήσει
την ατομοκεντρική και να ανακόψει
την «τάση
αλλοίωσης της
διαπροσωπικής σχέσης σε μονομερή
εξάρτηση, υποτέλεια, εξαναγκασμό»,
β) ο σεβασμός των
α.δ. να οδηγήσει στην συνειδητοποίηση
εκείνης της ισοτιμίας (μεταξύ των
ανθρώπων) που είναι αναγκαία συνθήκη
πραγματοποίησης σχέσεων κοινωνίας
και
γ) το άτομο να
υπερβεί τελικά την δικαιωματική του
κατοχύρωση για χάρη της σχέσης με τον
συνάνθρωπο[46],
μπορούν να μεταφερθούν στο
διακρατικό επίπεδο με τον ακόλουθο
τρόπο:
α) να σταματήσει ο
οικονομικός ιμπεριαλισμός του
αναπτυγμένου κόσμου και η νέο-αποικιακή
εκμετάλλευση και υποτέλεια του
αναπτυσσόμενου,
β) όλα τα έθνη και
οι λαοί του κόσμου (και οι φτωχότεροι)
πρέπει να αντιμετωπίζονται ως
ισότιμοι εταίροι, ώστε να μην
οδηγούνται με μαθηματική ακρίβεια
στην χρεωκοπία[47]
και
γ) να καταφέρει
τελικά ο αναπτυγμένος κόσμος να
υπερβεί τα όποια προνόμιά του για
χάρη της σχέσης του με τον
αναπτυσσόμενο, γεγονός που
μεσοπρόθεσμα θα συντείνει στο να
αποφευχθούν οι κίνδυνοι που
προέρχονται από την μαζική
μετανάστευση, καθώς και από πιθανές
ταραχές στα φτωχότερα έθνη εξαιτίας
της αυξανόμενης δυσαρέσκειας των
πληθυσμών τους και μακροπρόθεσμα θα
βοηθήσει τη Δύση να αντιστρέψει την
εσωτερική της φθορά[48]
που πιθανότατα να οδηγήσει στο τέλος
της[49].
Ο συγγραφέας, λοιπόν,
δεν αρνείται τα ανθρώπινα δικαιώματα
ούτε προτείνει να επανέλθουν όλες οι
εξουσίες στο κράτος-δυνάστη. Απλώς
διαπιστώνει τα αδιέξοδα στα οποία
έχει περιέλθει η λογική τους, την «απανθρωπία»
τους, και διεισδύει στον πυρήνα τους
ώστε να αντιληφτεί τα αίτια του
αδιεξόδου και να προτείνει τον τρόπο
«εξανθρωπισμού» τους. Την ίδια
συλλογιστική ακολούθησε και το δσα,
περιήλθε όμως σε τέλμα, διότι τελικά
υπερκεράστηκε από τις τρέχουσες
οικονομικές πολιτικές και υιοθέτησε
την ίδια «χρησιμοθηρική λογική που
παρήγαγε την απανθρωπία»[50].
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Δεν
χρειάζεται να αναφερθούμε σε
παραδείγματα της διεθνούς πολιτικής
πρακτικής για να δείξουμε πως είναι
επιλεκτική η επίκληση των α.δ. και πως
ουσιαστικά εντάσσεται στο παιχνίδι
της πολιτικής[51].
Η παγκόσμια αναγνώρισή τους απλώς
αποτελεί το κοινό πεδίο μάχης πάνω
στο οποίο κάθε πλευρά αγωνίζεται για
την επικράτηση της δικής της
ερμηνείας[52].
Αυτή η απόσταση και πολλές φορές
αντίθεση θεωρίας και πράξης αφενός
μεν φανερώνει ένα ακόμη παθολογικό
σύμπτωμα του σύγχρονου πολιτισμού,
αφετέρου δε μας καλεί να
αναζητήσουμε τρόπους διεξόδου
παρόμοιους με αυτούς που πρότεινε η
αρχική θεωρητική βάση του
δικαιώματος στην ανάπτυξη και ο
συγγραφέας της «απανθρωπίας του
δικαιώματος».
Δεν
μπορεί, βέβαια, να αμφισβητηθεί ότι η
θέσπιση των α.δ.[53]
στα δυτικά κράτη ήταν αποτέλεσμα και
κατάκτηση των αιματηρών αγώνων των
λαών της Δύσης. Θα πρέπει όμως να
αναλογιστούμε μήπως ένας σημαντικός
παράγοντας που συντέλεσε στο να
παραχωρήσουν οι κυρίαρχες τάξεις των
ισχυρών, δυτικών κρατών τα α.δ. της
πρώτης και έπειτα της δεύτερης
γενιάς στις πλατιές λαϊκές τους
μάζες ήταν η ραγδαία αύξηση της
υλικής τους ευμάρειας, η οποία όσο
στηρίχτηκε στην τεχνολογική έκρηξη,
άλλο τόσο βασίστηκε στην
εκμετάλλευση του αναπτυσσόμενου
κόσμου γενικά και των αποικιών τους
ειδικότερα[54].
Θα πρέπει δηλαδή να αναρωτηθούμε
μήπως τα δυτικά κράτη δεν θα
αναγνώριζαν ποτέ τα α.δ. στους λαούς
τους αν δεν μετατόπιζαν το βάρος της
δικής τους ανάπτυξης από τους δικούς
τους λαούς, στους λαούς του Τρίτου
Κόσμου[55].
Εκεί βιώνεται σήμερα το δράμα της
ανθρωπότητας, όπως γίνεται φανερό
και από τα στοιχεία που κάθε τόσο
έρχονται στο φως της δημοσιότητας.
Τα άλυτα
από την έως τώρα εφαρμογή των α.δ.-
παραπάνω αδιέξοδα αποπειράθηκε να
αντιμετωπίσει τόσο η θεωρητική βάση
του δσα όσο και ο συγγραφέας της «απανθρωπίας
του δικαιώματος». Το δσα, τελικά,
πρότεινε την αναγνώριση των «κοινωνικών
και οικονομικών δικαιωμάτων» του
αναπτυσσόμενου κόσμου στη διεθνή
σκηνή, σα να ήταν ο αναπτυσσόμενος
κόσμος η «εργατική τάξη» του «παγκόσμιου
κράτους» και ο αναπτυγμένος η
κυρίαρχη «αστική τάξη»[56].
Κάτι τέτοιο όμως δεν κατέστη δυνατό
και για το λόγο ότι απουσίαζε η
υποκειμενική πολιτική βούληση της
Δύσης και διότι αντικειμενικά δεν
υπήρχε ο απαραίτητος «Τρίτος Κόσμος»
για τον Τρίτο Κόσμο, δεν υπήρχε δηλ.
άλλη περιοχή του πλανήτη, στην
εκμετάλλευση της οποίας να στηριχτεί
η ανάπτυξη του Τρίτου Κόσμου[57].
Αντίθετα, ο συγγραφέας της «απανθρωπίας
του δικαιώματος» δεν παρεκκλίνει σε
υλικές ερμηνείες, αλλά εμμένοντας
στην «κοινωνιοκεντρική προοπτική»
των α.δ. προσδίδει σε αυτά τη βάση που
φαίνεται απαραίτητη ώστε να
υπερβαθούν τα σημερινά αδιέξοδα.,
θυμίζοντας με αυτόν τον τρόπο την
αρχική κατεύθυνση και δυναμική του
δσα.
Φαίνεται,
λοιπόν, ότι η υπέρβαση των αδιεξόδων
των ανθρωπίνων δικαιωμάτων πρώτης
και δεύτερης γενιάς (αστικά-πολιτικά,
οικονομικά-κοινωνικά-πολιτιστικά)
και η επίτευξη των υψηλών στόχων της
τρίτης γενιάς[58]
δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν μέσω
της λογικής της εκνομίκευσης[59]
και της εξατομίκευσης, αλλά μέσω μιας
«άλλης» λογικής που φαντάζει
διαφορετική και έξω από αυτήν των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του
δυτικού νομικού συστήματος.
Γιάννης
Θεοφύλακτος
Μεταπτυχιακό
Δίπλωμα Ειδίκευσης
Τομέα Διεθνών
Σπουδών, Τμήμα Νομικής, Α.Π.Θ.
υπ. διδάκτωρ (με
θέμα «το δσα ως α.δ.)
Δικηγόρος
Κοζάνης
Δημοκρατίας 42, 50100
Κοζάνη, τηλ. 2461023408.
[58]
αλληλεγγύη, ανάπτυξη, καθαρό
περιβάλλον, ειρήνη, βοήθεια, τέλος-τέλος
ευτυχία και αγάπη.
|