ENAΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΔΡΑΙΩΣΗ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ

 

Ενώ διανύουμε τον τέταρτο χρόνο του πλανητικού πολέμου που άρχισε το 1999 με τους βομβαρδισμούς της Γιουγκοσλαβίας, όπου καταπατήθηκαν βασικές έννοιες του Διεθνούς Δικαίου, ο Αμερικανός πρόεδρος Τζ. Μπούς, στο καθιερωμένο ετήσιο διάγγελμά του προς το έθνος στο Κογκρέσο, κήρυξε εμμέσως πλήν σαφώς τον πόλεμο εναντίον του Ιράκ. Η ομιλία του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Κόλιν Πάουελ στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ (5.2.2003), ήταν μεν ‘‘συγκροτημένη’’, κατά την έκφραση του Χαβιέρ Σολάνα, αλλά, σύμφωνα με σχόλια των ευρωπαικών μέσων ενημέρωσης, δεν εισέφερε ουσιαστικά στοιχεία. Το σημαντικότερο στην επιχειρηματολογία του Κ. Πάουελ, σύμφωνα με τον Ζαν-Πασκάλ Ζαντέρ - εμπειρογνώμονα του Διεθνούς Ινστιτούτου Ερευνας για την Ειρήνη (έδρα η Στοκχόλμη) -, είναι αναμφίβολα η υπογράμμιση των εμποδίων που που θέτει η Βαγδάτη στο έργο των επιθεωρητών, όπως είχε ήδη δηλώσει, στις 27 Ιανουαρίου στο Συμβούλιο Ασφαλείας, ο επικεφαλής τους, Σουηδός Χανς Μπλύξ. Σύμφωνα με τον Αμερικανό ιστορικό Αρθουρ Σλέσιντζερ (Σύμβουλο του προέδρου Κένεντυ και παρόντα κατά την ιστορική παρουσίαση που είχε κάνει ο πρεσβευτής των ΗΠΑ στον ΟΗΕ Αντλάι Στήβενσον, τον Οκτώβριο του 1962, για να πείσει την διεθνή κοινότητα ότι η Σοβιετική Ενωση είχε τοποθετήσει στην Κούβα πυρηνικούς πυραύλους), ο Πάουελ ‘‘ούτε καν πλησίασε’’ τον Στήβενσον, μη προσκομίζοντας τις αδιαμφισβήτητες αποδείξεις που διέθετε τότε ο τελευταίος.

Η γερμανική κυβέρνηση διατύπωσε τις αντιδράσεις της με έναν χαρακτηριστικά ουδέτερο τρόπο, εκφράζοντας την ‘‘ανησυχία’’ της σχετικά με τα στοιχεία του Πάουελ, αλλά το Βερολίνο, όπως και νωρίτερα ο Γάλλος πρόεδρος Ζάκ Σιράκ, επανέλαβε ότι πρέπει να συνεχιστούν οι επιθεωρήσεις για τον αφοπλισμό και ότι πρέπει να τεθούν στην διάθεση των εμπειρογνωμόνων του ΟΗΕ όλα τα μέσα ώστε να επιτελέσουν την αποστολή τους. ‘‘Ο χρόνος για τον Χουσείν τελειώνει’’ ήταν η απάντηση του Κ. Πάουελ. Ούτε το έργο των επιθεωρητών, ούτε η ιρακινή πρόταση να δεχτεί εμπειρογνώμονες της CIA, πoυ θα επέλεγαν οι ίδιοι τις τοποθεσίες που θα επισκέπτονταν δεν φαίνεται να κάμπτουν την Ουάσιγκτον, αποφασισμένη να θέσει τέρμα στο καθεστώς του Σαντάμ Χουσείν. Στις αρχές Φεβρουαρίου, περισσότεροι από 110.000 στρατιώτες και ισχυρότατες αεροναυτικές δυνάμεις των ΗΠΑ και της Βρετανίας είχαν συγκεντρωθεί στην περιοχή του Κόλπου.

Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, με το ψήφισμα 1441, έχει δώσει επί της ουσίας, το πράσινο φώς για την επίθεση. Οι κυβερνήσεις των ευρωπαικών κρατών μελών του ΝΑΤΟ, στην Σύνοδο της Πράγας (Οκτώβριος 2002), παραμέρισαν τις αρχικές επιφυλάξεις τους και συμφώνησαν να ‘‘πείσουν’’ τον Σαντάμ Χουσείν να συμμορφωθεί με τις επιταγές του πλανητικού ηγεμόνα. Οι επιθεωρητές του ΟΗΕ ζήτησαν, στις 6 Φεβρουαρίου, από το Ιράκ ριζική αλλαγή στάσης μέχρι τις 14 Φεβρουαρίου, οπότε πρόκειται να υποβληθεί στο Συμβούλιο Ασφαλείας η νέα έκθεση του Χανς Μπλύξ.

Η αταξία που διαδέχθηκε την πλανητική αναμέτρηση μεταξύ των δύο αντίπαλων συνασπισμών του Ψυχρού Πολέμου χαρακτηρίσθηκε από συγκρούσεις, που διεξάγονται στο όνομα του έθνους (ή εθνότητας) ή της θρησκείας. Σε μια κλασσική θεώρηση των διεθνών σχέσεων, τα θεμελιώδη ζητήματα έχουν αντικείμενο: α) προβλήματα που ανακύπτουν από την ‘‘διεθνή αναρχία’’ - δηλαδή την έλλειψη μιάς ‘‘κυβέρνησης των κυβερνήσεων’’. β) προβλήματα-προοπτικές μιας δόμησης του διεθνούς χώρου υπεράνω της κρατικής κυριαρχίας. Είναι διακριτές δύο κατηγορίες προσεγγίσεων: α) Αυτές που στηρίζονται στην αρχή της κυρίαρχης ισότητας μεταξύ των Κρατών (διακρατικές και διακυβερνητικές ρυθμίσεις). β) Αυτές που θέτουν ως στόχο την δημιουργία δομών ρύθμισης υπεράνω της κρατικής κυριαρχίας. Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει: i) μορφές συγκεκαλυμμένης ή φανερής ηγεμονίας ενός ή περισσοτέρων Κρατών, δηλαδή μια μορφή αυτοκρατορίας. ii) διαδικασίες εκούσιας υπερεθνικής ολοκλήρωσης οι οποίες δημιουργούν ένα νέο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι. Το μόνο παράδειγμα μιας τέτοιας ολοκλήρωσης είναι αυτό της ευρωπαïκής οικοδόμησης - στο βαθμό που επιβιώνει με την την αρχική μορφή και με τον χαρακτήρα που θέλησαν να του δώσουν οι οραματιστές της ευρωπαïκής ιδέας. Σύμφωνα με έναν ορισμό του Τζ. Γκίλισσεν, που χρνολογείται από τη δεκαετία του 1970, «η αυτοκρατορία ως μεγάλη Δύναμη είναι ένα κυρίαρχο Κράτος, που εκτείνεται, κατά την διάρκεια μιας χρονικής περιόδου, σε έναν ευρύ χώρο κατοικούμενο από ποικίλες κοινωνικοπολιτικές ομάδες. Αυτές οι ομάδες δέχονται να υποταχθούν στην αρχή μιας μόνης κυβέρνησης που ασκεί πολιτική που τείνει στην ηγεμονία».

Μετά την αποσύνθεση της πρώην ΕΣΣΔ, στον χώρο του Καυκάσου, της Κεντρικής Ασίας, των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου αναπτύχθηκε μια πρωτότυπη αντίθεση συμφερόντων. Στα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα, συνεχίζεται το ‘‘μεγάλο παιχνίδι’’ που αφορά στην πρόσβαση στις πετρελαïκές ζώνες και στον έλεγχο των κοιτασμάτων. Η μάχη αλλά έχει πλέον συμπεριλάβει και τις μουσουλμανικές πρώην σοβιετικές δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας και το Κινεζικό Τουρκεστάν (Χσινγιάνγκ), - διευρύνοντας το πεδίο της αντιπαράθεσης και περιπλέκοντας περισσότερο τη γεωπολιτική κατάσταση της περιοχής - αλλά θά εξακολουθήσει να έχει ως επίκεντρό της τις αραβικές χώρες. Η Γιουγκοσλαβία αποτελούσε κλειδί των Βαλκανίων, και για τον λόγο αυτόν επιδίωξε να την ελέγχει η Διοίκηση Κλίντον. Το Ιράκ είναι κλειδί της Μέσης Ανατολής και γι’αυτό η Διοίκηση Μπούς κρίνει απαραίτητο να καταληφθεί. Το Ιράκ είναι η δεύτερη - μετά την Σαουδική Αραβία - πετρελαιοπαραγωγός χώρα. Και οι δύο πρόεδροι οδηγήθηκαν στις αποφάσεις τους από το στρατιωτικό-βιομηχανικό-πετρελαικό κατεστημένο, καθώς και από τα εθνικά συμφέροντα του Ισραήλ. Κατά την εκλογική αναμέτρηση του 2000, είχε θεωρηθεί ότι ο Τζ. Μπούς είχε διατηρήσει αποστάσεις από το εβραικό λόμπυ - το οποίο υποστήριζε τον Δημοκρατικό υποψήφιο Αλ Γκόρ, με υποψήφιο αντιπρόεδρο τον εβραικής καταγωγής Τζόζεφ Λίμπερμαν. Ωστόσο, μετά την περιπετειώδη ανάδειξή του στο προεδρικό αξίωμα, ο Μπούς, μετακινούμενος από τις προεκλογικές του διακηρύξεις, υιοθέτησε τά αιτήματα του εβραικού λόμπυ και ακολουθεί πολιτική σύμφωνη με τα ισραηλινά συμφέροντα.

Ο πρώην πρωθυπουργός του Ισραήλ Μπεντζαμιν Νετανιάχου, το 2002, προτού επανέλθει στην ισραηλινή κυβέρνηση, περιόδευσε τις ΗΠΑ και τον Καναδά. Σε ομιλία του στην Αμερικανική Γερουσία (10 Απριλίου 2002), τόνισε κυρίως δύο σημεία: α) Η Ευρώπη ευθύνεται για το εβραικό ολοκαύτωμα και σήμερα δεν βοηθάει το Ισραήλ. Ευτυχώς για το τελευταίο υπάρχουν οι ΗΠΑ, που έχουν ευρεθεί πάντοτε στο πλευρό των Εβραίων. β) Στη Μέση Ανατολή πρέπει να αλλάξουν όλα τα καθεστώτα - και όχι μόνο αυτό του Σαντάμ - και να αντικατασταθούν με ‘‘δημοκρατικά’’ καθεστώτα που να ακολουθούν τις βορειοαμερικανικές αξίες. Στρατηγική επιδίωξη του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος των ΗΠΑ είναι η παγκόσμια επικράτηση της Αμερικανικής Αυτοκρατορίας που συνεπάγεται την διάλυση οποιασδήποτε άλλης αυτοκρατορικής προσπάθειας.

Εξάρτηση της εγκυρότητας της ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ε.Ε. από άμεση-προγενέστερη αποδοxή μιάς επιβαλλόμενης λύσης είναι απαράδεκτη. Πρέπει να απορριφθούν ως εκβιασμός προσβλητικός του δικαίου, της ιστορίας και της αξιοπρέπειας ενός λαού. Η πολιτειακή δομή και το σύστημα διακυβέρνησης που προτείνονταν στο ‘‘σxέδιο Ανάν’’ είναι προβληματικά. Αν εφαρμοσθούν, η Κύπρος δε θα είναι ούτε Oμοσπονδία, όπως ζητούσαν οι Ελληνοκύπριοι, ούτε Συνομοσπονδία, όπως ήθελε ο Ντενκτάς ή θα είναι και τα δύο ανάλογα με την ανάγνωση που επιλέγει ο καθένας. Θα είναι μια Συνομο-σπονδιακή Oμοσπονδία δύο Πολιτειών με ισότιμο καθεστώς. Ενταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. δε θα βελτίωνε από μόνη της τη Συνομοσπονδιακή Oμοσπονδία. Oι παραβιάσεις του «ευρωπαϊκού κεκτημένου» που θα περιείxε η Συνομοσπονδιακή Oμοσπονδία, θα ενσωματώνονταν σε αυτό το «ευρωπαϊκό κεκτημένο». Σοβαρά ερωτηματικά προκαλεί η πρόβλεψη για το μηχανισμό άρσης των κρίσεων: πιθανόν να οδηγήσει στη θεσμοθέτηση της παρέμβασης του ξένου παράγοντα. Κατά της Κύπρου διαπράχθηκε ένα ενιαίο εξωγενές έγκλημα. Oπωσδήποτε, η απόφαση ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κοπεγχάγης και η άρση της ανώμαλης κατάστασης που δημιούργησε η τουρκική κατοxή, σε δεύτερη φάση, αποτελούν πράξεις αποκατάστασης του δικαίου. Η αποκατάσταση των θεμελιωδών ελευθεριών και δικαιωμάτων της Ελληνοκυπριακής πλειοψηφίας, η κατοxύρωση των δικαιωμάτων της Τουρκοκυπριακής μειονότητας, η αποxώρηση όλων των τουρκικών κατοxικών στρατευμάτων και των εποίκων είναι προϋποθέσεις για τη δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού, την ειρήνη, τη σταθερότητα, την ανάπτυξη στην περιοxή.

Στην Ελλάδα ο δημόσιος λόγος επικεντρώνεται στα παιχνίδια του παλαιο-πολιτικού κόσμου στην διαπλοκή με ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες και η συνεχιζόμενη εξάρθρωση των τρομοκρατικών ομάδων. Ο πολιτικός λόγος απαξιώνεται από τις αλληλοκατηγορίες περί διαφθοράς, χουντισμού και από την ανεπάρκεια μιάς πολιτικής τάξης που δυσκολεύεται ή αδυνατεί να παραγάγει προτάσεις για την αντιμετώπιση της παραγωγικής και πολιτισμικής συρρίκνωσης του Ελληνισμού. Γυναίκες και άνδρες κυνηγούν ένα πρότυπο εξουσιαστικού ελέγχου και κοινωνικής καταξίωσης. Σε πολιτισμικό επίπεδο κυριαρχεί μια φανατική αμερικανολαγνεία που συνυπάρχει και, συχνά, καλύπτεται από ένα φραστικό αντιαμερικανισμό. Ο μακάριος ύπνος της πνευματικής και πολιτικής μας απίσχνανσης ελάχιστα φαίνεται να ταράζεται από τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις στην πλανητική σκακιέρα, τις αντιπαραθέσεις μεταξύ ΗΠΑ και ‘‘γαλλο-γερμανικού άξονα’’, την μεγάλη άνοδο των θρησκευτικών αξιών ή ακόμα και των εθνομπολσεβικικών ιδεών που υποστηρίζονται από ισχυρή μερίδα της σημερινής ρωσικής ελίτ.

 

Θεόδωρος Μπατρακούλης

Διδάκτορας Γεωπολιτικής Πανεπιστημίου Paris 8, Δικηγόρος

theobatra@hotmail.com 

 


http://www.antibaro.gr