Οι τελευταίες εξελίξεις στο ζήτημα του Κοσσυφοπεδίου, σηματοδότησαν (για άλλη μία φορά) το έμπρακτο ενδιαφέρον των δυτικών για την εξέλιξη του αλβανικού εθνικού ζητήματος, την αναγκαία για αυτούς διεύρυνση του ΝΑΤΟ στην Νοτιοανατολική Ευρώπη, αλλά και για το μέλλον αυτής της περιοχής. Από το ομοσπονδιακό μόρφωμα της Βοσνίας- Ερζεγοβίνης και το τελευταίο (;) κράτος στα γιουγκοσλαβικά ερείπια, του Μαυροβουνίου, μέχρι τη λύση για το Κοσσυφοπέδιο και την πολιτική διένεξη της πΓΔΜ στο εσωτερικό με τους Αλβανούς και στο εξωτερικό με την Ελλάδα.
Οι εξελίξεις στην περιοχή, πολύ ενδιαφέρουσες, οι οποίες εκτός από τη Δύση, θα πρέπει να απασχολούν και την ελληνική εξωτερική πολιτική και διπλωματία μπορούν να σχηματοποιηθούν ως εξής:
1. Το αλβανικό εθνικό ζήτημα στο Κοσσυφοπέδιο και την πΓΔΜ ήδη έχει δρομολογηθεί, αφενός στην πρώην γιουγκοσλαβική επαρχία με την λύση ανεξαρτησίας και αφετέρου στην πρώην γιουγκοσλαβική δημοκρατία με την περαιτέρω ομοσπονδιοποίηση και αυτονομία στις αλβανικές περιοχές. Η Αλβανία και οι αλβανικοί πληθυσμοί στην Νοτιοανατολική Ευρώπη, κατανοούν ότι η περίοδος αυτή αποτελεί μία χρυσή ευκαιρία για την υλοποίηση των εθνικών τους στόχων, ανεκπλήρωτων σε προηγούμενες περιόδους, παρά το γεγονός ότι αυτή η υλοποίηση θα τους φέρει σε σύγκρουση με άλλα κράτη και ιδεολογίες. Η προτεινόμενη λύση ανεξαρτησίας στο Κοσσυφοπέδιο αποτελεί ιδιαιτέρως σοβαρή πρόταση επίλυσης και άλλων εθνικών, τοπικών και μη ζητημάτων, και αυτό φαίνεται ότι ανησυχεί ιδιαιτέρως τόσο τα κράτη της περιοχής (Σερβία, Ελλάδα, Μαυροβούνιο, πΓΔΜ), όσο και τα κράτη με παρόμοια προβλήματα (Ρωσία). Μάλιστα αν δεν γίνει η ανεξαρτητοποίηση με τους όρους που θέτουν οι ΗΠΑ και οι Αλβανοί, τότε την 11η Δεκεμβρίου θα γίνει μονομερής ανακήρυξη της ανεξαρτησίας.
Από την άλλη η πΓΔΜ αποτελεί μία ιδιαίτερης σημασίας κρατική οντότητα, η οποία από την μία αμφισβητείται η συνέχειά της μετά τα πολεμικά γεγονότα του 2001 και τη λεόντειο συμφωνία της Αχρίδας του ίδιου έτους με τους Αλβανούς και από την άλλη επιμένει σε μία αντιπαράθεση με ένα κράτος (Ελλάδα), το οποίο αποτελεί εδώ και πολλά χρόνια το βασικότερο οικονομικό επενδυτή. Το αλβανικό ζήτημα και στην πΓΔΜ αποτελεί μείζον ζήτημα τόσο για τη χώρα, όσο και για την περιοχή και φαίνεται ότι οδηγείται και αυτό προς την επίλυσή του με βάση το προηγούμενο του Κοσσυφοπεδίου. Η δυτική δηλαδή πΓΔΜ να ανεξαρτητοποιηθεί και να αποτελέσει μία ενιαία γεωγραφική και οπωσδήποτε εθνική ενότητα με την Αλβανία και το κράτος του Κοσσυφοπεδίου. Ταυτόχρονα όμως οι απώλειες θα πρέπει να αντισταθμιστούν με οφέλη στο εσωτερικό (σλαβικό) ακροατήριο με την ένταξη της χώρας στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ και ίσως με μία «νίκη» στο πεδίο του ονόματος του κράτους.
2. Η Βοσνία –Ερζεγοβίνη αποτελεί ένα μόρφωμα το οποίο παρά το γεγονός ότι έχει δεχθεί μία τεράστια οικονομική βοήθεια, μάλιστα πολύ μεγαλύτερη αναλογικά από αυτή που είχε δεχθεί με το σχέδιο Μάρσαλ η κατεστραμμένη Ευρώπη μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, εντούτοις η πρώην αυτή γιουγκοσλαβική δημοκρατία αδυνατεί να διαχειριστεί τα αυτονόητα. Το ζήτημα των εθνοτικών αντιπαραθέσεων, την αποκατάσταση της ειρήνης και της δικαιοσύνης, τα σημαντικά οικονομικά προβλήματα, θέματα που διογκώνονται με την ασφυκτική παρουσία του διεθνούς παράγοντα, αρκετά χρόνια μετά τη συμφωνία του Νταίυτον.
3. Το νέο κράτος του Μαυροβουνίου αποτελεί τη συμπύκνωση της περιόδου μετάβασης στην περιοχή. Οικονομικά προβλήματα, διαφθορά, ανεπαρκές πολιτικό προσωπικό. Επίσης έχει ιδιαίτερη αξία στην περίπτωση του Μαυροβουνίου να δούμε εάν οι λόγοι που προτάθηκαν για την ανεξαρτητοποίησή του αποτελούν μία πολιτική πραγματικότητα ή μία έκφραση πολύ στενών συμφερόντων μη ταυτιζόμενων με τις ανάγκες της περιοχές. Δηλαδή την ειρήνη, τη συνεργασία, την πραγματική οικονομική ανάπτυξη.
4. Η Σερβία διανύει μία πολύ δύσκολη περίοδο στη νεώτερη ιστορία της, ίσως την πιο έντονη της τελευταίας καταστροφικής γι ‘ αυτήν δεκαπενταετίας. Οι εξελίξεις στο Κοσσυφοπέδιο είναι δραματικές, ωστόσο αυτές δε θα μείνουν μόνο εκεί. Στο Πρέσεβο, στο Σαντζάκ και ενδεχομένως και στη Βοϊβοντίνα θα υπάρξουν νέες εντάσεις, αφού οι εκεί αλβανικοί και ουγγρικοί μειονοτικοί πληθυσμοί, θα διεκδικήσουν αυτονομία, ανεξαρτησία, ένωση με άλλα κράτη, με ή χωρίς τη στήριξη του διεθνούς παράγοντα. Με μία Σερβία, αδύνατη και χωρίς ισχυρά ερείσματα, πλην των, κατά καιρούς, ρωσικών δηλώσεων στήριξης, δεν μπορεί να ελπίζει κάποιος σε σοβαρή πολιτική αντίδραση από την πλευρά της. Εκτός και εάν η σερβική κοινωνία έχει αντιστάσεις για να καταγγείλει τα σχέδια περαιτέρω διάλυσης της χώρας.
5. Η Ελλάδα φαίνεται να μαζεύει τα απόνερα της διαρκούς και μη μειούμενης κρίσης στην περιοχή, αφού τόσο στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης σχετικώς με το όνομα της πΓΔΜ, όσο και στο ζήτημα του Κοσσυφοπεδίου, δε διαθέτει την ισχυρή θέση που θα ανέμενε κάποιος. Ισχυρή θέση η οποία δεν απορρέει ούτε από τη ρητορεία περί έντονης οικονομικής παρουσίας στην νοτιοανατολική Ευρώπη, ούτε από την θέση της στο σκληρό πολιτικό και οικονομικό πυρήνα της ΕΕ.
Παρά το γεγονός ότι η Νοτιοανατολική Ευρώπη θα έπρεπε να αποτελεί μείζον βραχίονα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής- η πολιτική της Ελλάδας θα πρέπει να εκφράζεται κυρίως στην περιοχή και φυσικά όχι μόνο στο χώρο της οικονομίας- εντούτοις φαίνεται πως είτε δεν έχει δική της άποψη, είτε αδυνατεί να προβάλλει το αυτονόητο ειδικό της βάρος στο χώρο. Οι γενικόλογες αναφορές περί σταθερότητας, ασφάλειας, ειρήνης, συνεργασίας, ευημερίας όχι μόνο δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα, αλλά αντιθέτως εκθέτουν τη χώρα σε εκατομμύρια πολίτες της περιοχής, οι οποίοι βλέπουν την Ελλάδα πολύ διαφορετικά από μία οποιαδήποτε άλλη χώρα που θέλει να «επενδύσει» και να επιβάλλει τα δικά της οικονομικά πρότυπα. Εν κατακλείδι, η Ελλάδα οφείλει να ανταποκριθεί και στη νέα κρίση στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και να ανταποκριθεί στις προσδοκίες τόσο των δικών της πολιτών, όσο και των πολιτών της περιοχής. Η περίπτωση του ονόματος της πΓΔΜ, είναι ίσως ένα δείγμα άσκησης μίας διαφορετικής εξωτερικής πολιτικής.