Ἡ ἄνοδος τῶν Μπολσεβίκων στήν ἐξουσία καί ἡ πτώση τῆς δυναστείας τῶν Ρομανώφ (1917) δημιούργησε μία νέα πραγματικότητα τόσο γιά τό Ρωσικό κράτος, ὅσο καί γιά τήν Ἐκκλησία του. Ἡ Ρωσία μετασχηματίσθηκε σέ Σοβιετική Ἕνωση μέ κυρίαρχη ἰδεολογία τόν Μαρξισμό-Λενινισμό ἀπορρίπτοντας κατηγορηματικά τόν παραδοσιακό ρόλο τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ Ρωσική Ἐκκλησία ἀπό τό ἔτος 1721 εἶχε Συνοδικό σύστημα διοίκησης, κατ ἐντολήν τοῦ τσάρου Πέτρου Α΄, καί στίς συνεδριάσεις τῆς παρίστατο καί κυβερνητικός ἐπίτροπος ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ τσάρου, ὁ ὁποῖος ἐπηρέαζε σοβαρά τίς ἀποφάσεις τῆς Ἱερά Συνόδου. Γι αὐτό ἡ ἀνάκτηση τῆς αὐτονομίας τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἦταν βασικός στόχος τῶν περισσοτέρων Ρώσων Ἱεραρχῶν. Ἔτσι, ἡ ἰδέα τῆς ἐπανιδρύσεως τοῦ Πατριαρχείου Ρωσίας κέρδιζε συνεχῶς ἔδαφος, γι αὐτό καί τό 1906 ὁ τσάρος δέχθηκε τήν πρόταση γιά τή σύγκληση τῆς μεγάλης Πανρωσικῆς Συνόδου. Τότε συγκροτήθηκαν διάφορες ἐπιτροπές ἀπό πενήντα συνολικά ἐκπροσώπους τῆς Ἐκκλησίας καί συζητήθηκαν ὅλα τά ζητήματα, καταλήγοντας σέ ἀξιόλογες προτάσεις πρός τή μέλλουσα νά συγκληθῆ Σύνοδο. Ὅλα αὐτά συμπεριλήφθησαν σέ τρεῖς ὀγκώδεις τόμους (1906-1907) μέ φανερή τήν ἐπιθυμία τῆς ἀνασυστάσεως τοῦ Πατριαρχείου.
Ὅμως ἡ πτώση τοῦ τσαρικοῦ καθεστῶτος τῆς Ρωσίας, τόν Μάρτιο τοῦ 1917, ἄλλαξε τά δεδομένα. Ἡ προσωρινή νέα κυβέρνηση διόρισε ἐκπρόσωπο τῆς Πολιτείας στήν Ἱερά Σύνοδο τόν Λβώβ καί παρ ὅτι ἡ Σύνοδος δέν καταδίκασε τό ἐπαναστατικό κίνημα, ἐν τούτοις ὁ Λβώβ ἀποφάσισε νά ἀντικατασταθοῦν ὅλα τά μέλη τῆς Συνόδου ἐκτός ἀπό δύο: ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Βλάδιμηρ Σέργιος καί ὁ Ἔξαρχος Γεωργίας Πλάτωνας.1 Ἡ ἰδέα ὅμως τῆς ἀνασυστάσεως τοῦ Ρωσικοῦ Πατριαρχείου δέν ἔσβησε. Ἔτσι, ὡς πρόεδρος τῆς Συνόδου ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Βλαδιμήρ Σέργιος ἕνας ἐκ τῶν δυό μελῶν πού δέν ἀντικαταστάθηκαν ἀποφάσισε γιά τή σύγκληση τῆς μεγάλης Πανρωσικῆς Συνόδου, στίς 15 Αὐγούστου 1917. Ἕνα ἀπό τά θέματα πού συζητήθηκαν ἦταν ἡ ἀνασύσταση τοῦ Πατριαρχείου. Ἐπίσης ἡ Σύνοδος ἐξέλεξε ὡς διάδοχο τοῦ Μακαρίου στή Μητρόπολη Μόσχας τόν Τύχωνα, κατά κόσμο Βασίλειο Ἰβάνοβιτς Μπελλαβίν, ὁ ὁποῖος εἶχε χρηματίσει προηγουμένως ἐπίσκοπος Λουμπλίν (1897), Β. Ἀμερικῆς (1898-1907), Ἰαροσλάβ (1907-1912) καί Βίλνας, ἀπό ὅπου ὅμως ἀναγκάσθηκε νά φύγει μετά τήν ἔκρηξη τοῦ Α΄ Παγκοσμίου πολέμου. Στίς 30 Ὀκτωβρίου 1917, στή μεγάλη Πανρωσική Σύνοδο ἀπό τά 317 παρόντα μέλη, 141 ψήφισαν ὑπέρ τῆς ἀνασυστάσεως τοῦ Ρωσικοῦ Πατριαρχείου καί 112 κατά.2 Τό ἀποτέλεσμα δέ τῆς ψηφοφορίας ἐπιβεβαιώνει τίς ἐπιφυλάξεις τῶν μελῶν τῆς Συνόδου.
Ὁ Ἀρχιμανδρίτης Ἰάκωβος, ἡγούμενος τοῦ Πατριαρχικοῦ Μετοχίου καί ἐκπρόσωπος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στή Ρωσία, σέ γράμμα μέ τό ὁποῖο ἀναγγέλλει τήν ἐπανίδρυση τοῦ Πατριαρχείου, ἀναφέρει τά ἑξῆς: "Ἐν τῷ κλίματι τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας συνετελέσθη γεγονός ὑψίστης σημασίας ἐν ταίς ἡμέραις ταύταις. Μετά μακράν προπαρασκευαστικήν καί πρό-Συνοδικήν ἐργασίαν ἀρξαμένην πρό δωδεκαετίας περίπου, τῷ 1905, γενομένην ἐπί τοῦ καταλυθέντος ἤδη πολιτικοῦ καθεστῶτος, ἀλλά μή δυνηθεῖσαν λόγω ποικίλλης ἀντιδράσεως μέχρι τοῦδε νά πραγματοποιηθῆ, εὔλογον καί δυνατόν ἐκρίθη νῦν διά τό γενικόν καλόν καί συμφέρον τῆς ἐσωτερικῆς ἀνορθώσεως καί διοικητικῆς διοργανώσεως τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας νά συγκληθῆ μεγάλη Τοπική ἐν Μόσχᾳ Πανρωσική Σύνοδος, ἤτις καί ἀνέωξε πανηγυρικῶς τήν 15ην Αὐγούστου παρελθόντος ἔτους τάς ἐργασίας αὐτῆς ὑπό τόν διά ψηφοφορίας ἐκλεγέντα Πρόεδρον αὐτῆς Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Μόσχας Τύχωνα".3 Ἄξιο σημειώσεως γιά τόν ἐκπρόσωπο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἶναι, ὅτι ὅλες οἱ διεργασίες τῆς Συνόδου ἔγιναν ὑπό τό φόβο τοῦ ἐμφυλίου πολέμου στή Μόσχα. Ἐξάλλου στήν ἐπιστολή τοῦ νέου Πατριάρχη Μόσχας πρός τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Γερμανό Ε΄ (1913-1918) ἡ ἀγωνία γιά τή τύχη καί τήν κατάληξη τόσο τοῦ Ρωσικοῦ λαοῦ ὅσο καί τῆς ἴδιας της Ἐκκλησίας εἶναι μεγάλη. "Ἄνθρωποι ξένοι της χριστιανικῆς, τινές δέ αὐτῶν καί πάσης πίστεως, στάντες ἐν τῇ ἀρχῇ ἐν τῇ ἡμητέρᾳ χώρα, συνέλαβον τήν ἀσεβῆ βουλήν νά ἀπομακρύνωσι τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ἀπό τῆς χειραγωγίας τοῦ ἐθνικοῦ βίου καί τοῦ ἁγιασμοῦ αὐτοῦ"4. Αὐτή τή δύσκολη στιγμή ἡ Μητέρα Ἐκκλησία γιά τό Ρωσικό λαό εἶναι στήριγμα καί "ἔλαιον χαρᾶς".
Στήν εἰρηνική ἐπιστολή τοῦ νέου Πατριάρχη Μόσχας πρός τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Γερμανό Ε΄, μεταξύ ἄλλων, γίνεται λόγος καί γιά τήν κοινωνία μεταξύ τῶν Προκαθημένων τῶν Ἁγίων Ἐκκλησιῶν, "ἤτις κατεργάζεται τήν ἀγάπην καί τήν εἰρήνην μεταξύ αὐτῶν, κρατύνει τόν πνευματικόν σύνδεσμον τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἑδραιοί τήν ἀμοιβαίαν εὐχετικήν συναντίληψιν καί συντελεῖ εἰς τόν μέγαν καί γενικόν ἄθλον τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοργανώσεως".5 Ὁ Πατριάρχης Τύχων ζητεῖ τήν "πεπειραμένην βοήθειαν ἐν τῇ προκειμένῃ ἡμίν Πατριαρχικῇ ἐργασίᾳ καί ἐκκλησιαστικῇ διοργανώσει"6 λέγοντας ὅτι ὁ Πατριαρχικός Θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως "διετέλει ἐν στενωτάτῃ κοινωνίᾳ καί ἐνότητι μετά τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας"7 καί τώρα μέ τήν ἀποκατάσταση τοῦ Πατριαρχείου ἔρχεται μία νέα ἐποχή "πρός ἑδραίωσιν, ἐπέκτασιν καί μεγέθυνσιν τῆς στενῆς, ζώσης καί ζωτικῆς ἀμοιβαίας κοινωνίας τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας μετά τῆς προεξεχούσης τῇ τιμῇ μεταξύ πασῶν τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως".8
Στήν ἀπάντηση ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἐκφράζει τή χαρά του γιά τή σύγκληση τῆς Πανρωσικῆς Συνόδου, πού ἦταν πόθος κλήρου καί λαοῦ γιά τήν ἀνάδειξη τοῦ νέου Πατριάρχη. Γιά τίς σχέσεις τῶν δυό Ἐκκλησιῶν ἀναφέρεται στή στοργή, μέ τήν ὁποία ἡ Μητέρα Ἐκκλησία γαλούχησε καί χειραγώγησε τή θυγατέρα καί Ἀδελφή Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας καί ἔτσι ἀποτέλεσε σπουδαιότατο μέλος τοῦ Σώματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Γι' αὐτό εἶναι χρέος ἱερό "λογίζεται πᾶν τό ἐφ' ἑαυτῇ πράττειν εἰς τήν ἐπί μᾶλλον καί μᾶλλον κράτυνσιν τῶν ἱερῶν τούτων δεσμῶν",9 ἐνῶ εἶναι χρέος καί ὅλων τῶν ἀδελφῶν "συντρέχειν ἀλλήλοις καί χεῖρα ὀρέγειν ἀντιλήψεως καί τῆς ἀλλήλων συμμετέχειν εἴτε θλίψεως εἴτε χαρᾶς".10
Ἡ ἐκλογή τοῦ νέου Πατριάρχη ἔγινε σύμφωνα μέ τήν πρόταση τοῦ καθηγητῆ Σοκόλωφ. Κατά τήν πρώτη ἐκλογή ἐκλέχθηκαν 25 ὑποψήφιοι, ἐνῶ κατά τή δεύτερη ἐκλέχθηκαν τρεῖς (ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Χαρκώβ Ἀντώνιος μέ 101 ψήφους, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ Ἀρσένιος μέ 27 ψήφους καί ὁ Μητροπολίτης Μόσχας Τύχων μέ 25 ψήφους). Ἡ τελική ἐκλογή τοῦ Πατριάρχη ἔγινε μέ κλῆρο στόν ναό τοῦ Σωτῆρος μεταξύ τῶν τριῶν πλειοψηφησάντων. Ὁ ἐκλεγείς Πατριάρχης Τύχων ἐνθρονίστηκε στίς 29 Νοεμβρίου 1917 στόν ναό τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, καίτοι τό Κρεμλίνο εἶχε περιέλθει στούς Μπολσεβίκους. Ἡ ἐκλογή ὅμως τοῦ Τύχωνα δυσαρέστησε τόν Ἀρχιεπίσκοπο Χάρκωβ Ἀντώνιο, ἐνῶ ἡ Ἕνωση Δημοκρατικοῦ Ὀρθοδόξου Κλήρου καί Λαϊκών, πού εἶχε ἐμφανιστεῖ αὐτήν τήν περίοδο, δέν ἀναγνώρισε τόν νέο Πατριάρχη καί τάχθηκε ὑπέρ τῆς διατηρήσεως τῆς Συνοδικῆς ὀργανώσεως τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας.11 Γραμματέας αὐτῆς τῆς Ἑνώσεως ἦταν ὁ πρωτοπρεσβύτερος Ἀλέξανδρος Βεντένσκυ, ἕνα ἀπό τά ἡγετικά στελέχη τῆς σχισματικῆς Ζώσης Ἐκκλησίας.
Στή νέα πραγματικότητα οἱ σχέσεις Κράτους-Ἐκκλησίας δέν ἦταν καί τόσο καλές, ἀντιθέτως μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἦταν ἐχθρικές. Ἡ διατήρηση τῆς ἀμοιβαίας ἀνοχῆς ἦταν σχεδόν ἀδύνατη γιά καθαρῶς ἰδεολογικούς λόγους καί τῶν ἀκραίων ἀντιθρησκευτικῶν τάσεων. Ἔτσι, ἡ ρήξη τοῦ Πατριάρχη Τύχωνα μέ τούς Μπολσεβίκους ἦταν ἀναπόφευκτη. Οἱ νέες κομμουνιστικές ἀρχές ἐθνικοποίησαν ὅλη τήν ἐκκλησιαστική καί μοναστηριακή περιουσία. Ἀκολούθησε ἡ θεσμική ἀναγνώριση τοῦ ὑποχρεωτικοῦ πολιτικοῦ γάμου καί προετοίμαζαν τό νόμο γιά τόν πλήρη χωρισμό Ἐκκλησίας-Πολιτείας.
Ὁ Πατριάρχης Τύχων, στίς 19 Ἰανουαρίου 1918, καταδίκασε καί ἀναθεμάτισε τούς ὑπεύθυνους αὐτῶν τῶν ἀποφάσεων, ἐνῶ ὁ Πρόεδρος τῆς ἐπιτροπῆς ἐκκλησιαστικῶν θεμάτων τῆς κυβερνήσεως ζήτησε τήν ἄμεση τιμωρία τοῦ Τύχωνα. Τελικά ἡ κυβέρνηση ἀποφάσισε τόν κατ οἶκον περιορισμό τοῦ Πατριάρχη.
Ὁ νόμος περί χωρισμοῦ Ἐκκλησίας-Πολιτείας περιόριζε τήν Ἐκκλησία στά αὐστηρά τελετουργικά τῆς καθήκοντα, καθώς ἐπίσης ἀπαγόρευε καί τή διδασκαλία τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν στά σχολεῖα. Τό μάθημα τόν θρησκευτικῶν μποροῦσε πλέον νά διδάσκεται μόνο ἰδιωτικά καί σέ ὁμάδες μαθητῶν ἕως τρεῖς. Ἡ Ἐκκλησία ὄχι μόνο ἔχασε ὅλη τήν περιουσία της, ἀλλά καί τό δικαίωμα νά ἀποκτήσει ὁποιαδήποτε περιουσία στό μέλλον. Οἱ θρησκευτικές ὀργανώσεις ἀπαγορεύθηκαν καί δέν μποροῦσαν πλέον νά χαρακτηρισθοῦν νομικά πρόσωπα. Τό μόνο πού παραχωρήθηκε ἦταν ἡ ἐλεύθερη χρήση τῶν ναῶν καί αὐτοί μόνο γιά καθαρά τελετουργικούς λόγους. Μέ τίς ἀποφάσεις αὐτές ἐπιδίωκαν τήν ἐκμηδένιση τῆς παραδοσιακῆς δυνάμεως τῆς Ἐκκλησίας καί τήν ἐξουδετέρωση κάθε πνευματικῆς ἐπιρροῆς στόν λαό.
Τόν Ἰούλιο τοῦ 1918 ἔχουμε τό πρῶτο Σύνταγμα τῆς Σοβιετικῆς Ἑνώσεως, τό ὁποῖο στό ἄρθρο 13 ὅριζε ὅτι: γιά νά ἐξασφαλισθεῖ στούς ἐργάτες ἡ πραγματική ἐλευθερία συνειδήσεως, ἡ Ἐκκλησία χωρίζεται ἀπό τήν κυβέρνηση καί τό Σχολεῖο ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἡ δέ ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς, ὅπως καί τῆς ἀντιθρησκευτικῆς προπαγάνδας, παραχωρεῖται σέ ὅλους τους πολίτες.12
Ἡ κυβέρνηση κάλεσε τόν Πατριάρχη νά παρουσιαστεῖ καί νά δώσει ἐξηγήσεις γιά τή συμπεριφορά του ἀλλά ὁ ἴδιος ἀρνήθηκε καί μάλιστα τήν παραμονή τῆς ἐπετείου τῆς Ἐπαναστάσεως ἔστειλε καί ὀξύτατη ἐπικριτική ἐπιστολή πρός τόν Λένιν. Ἔτσι, ἡ ὁριστική ρήξη ἦταν πλέον ἀναπόφευκτη. Ὁ Πατριάρχης Τύχων συνελήφθη καί ἐφρουρεῖτο ἀπό τρεῖς στρατιῶτες τοῦ Κόκκινου Στρατοῦ καί ἄρχισαν διωγμοί ἐναντίον ὅλων ὅσων ἀντιδροῦσαν σέ ὁλόκληρη τη Ρωσία. Οἱ ναοί τοῦ Κρεμλίνου ἔκλεισαν, ἄλλοι ἄλλαξαν χρήση ἤ βεβηλώθηκαν, τά τυπογραφεῖα κατασχέθηκαν, 28 Ἱεράρχες φονεύθηκαν, χιλιάδες κληρικῶν βρῆκαν τραγικό θάνατο ἤ φυλακίσθηκαν. Ἔτσι, ὁ Πατριάρχης ἀναγκάσθηκε κάτω ἀπό τήν πίεση τῶν πραγμάτων νά ἀλλάξει πολιτική καί νά ἀναγνωρίσει τή σοβιετική κυβέρνηση ὡς νόμιμη κυβέρνηση τοῦ κράτους, ὑπό τήν προϋπόθεση ὅμως ὅτι ἡ Ἐκκλησία θά διαφύλασσε τήν αὐτονομία στήν ἐσωτερική της διοίκηση. Ἡ Ἐκκλησία ἤθελε νά παραμείνει μακριά ἀπό κάθε πολιτική ἐμπλοκή. Ἡ κυβέρνηση ἔδειξε ἀπό τήν πλευρά της μία περιστασιακή μετριοπάθεια γιά λόγους κυρίως τακτικῆς καί οἱ φυλακισμένοι κληρικοί ἀφέθηκαν ἐλεύθεροι. Ἔτσι, ἐξασφαλίσθηκε μία φαινομενική ἐλευθερία στήν Ἐκκλησία.
Ὁ Πατριάρχης Τύχων εἶχε συνειδητοποιήσει τίς ἐπικίνδυνες διαστάσεις τῆς κρίσεως καί γι αὐτό μέ τή σύμφωνη γνώμη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καί τοῦ Ἀνώτατου Ἐκκλησιαστικοῦ Συμβουλίου, ἐξέδωσε στίς 7 Νοεμβρίου 1920, διάταγμα, μέ τό ὁποῖο οἱ κατά τόπους ἐπίσκοποι μποροῦσαν πλέον νά ρυθμίζουν ἀπό μόνοι τους τῆς διοίκηση τῆς ἐπαρχίας τούς ἀνεξάρτητα ἀπό τόν Πατριάρχη ἤ τήν Ἱερά Σύνοδο, μέχρι νά ἀποκατασταθεῖ ἡ ἐλεύθερη ἐπικοινωνία τους. Ἡ ἀπόφαση αὐτή ἀνανεώθηκε καί ἀπό τόν τοποτηρητή τοῦ πατριαρχικοῦ θρόνου Μητροπολίτη Ἰαροσλάβ Ἀγαθάγγελο, στίς 5 Ἰουνίου 1922, μετά τή σύλληψη καί πάλι τοῦ Τύχωνα καί τήν σκλήρυνση τῆς στάσεως τῆς Σοβιετικῆς Κυβερνήσεως ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἥττα ὅμως τοῦ Λευκοῦ Στρατοῦ ἀνάγκασε πολλούς ἀπό τούς ἀντιδρῶντες νά καταφύγουν στό ἐξωτερικό. Στήν τέως Γιουγκοσλαβία ὀργανώθηκε ἀπό τόν Μητροπολίτη Κιέβου καί Χαρκώβ Ἀντώνιο ἡ Ὑπερόρια Ἀνώτατη Ρωσική Ἐκκλησιαστική Διοίκηση, ἀπό τήν ὁποία συγκλήθηκε συνέλευση στό Κάρλοβτσι τόν Νοέμβριο τοῦ 1921. Τό γεγονός αὐτό δημοσιεύθηκε στήν ἐφημερίδα Novo Vreme τοῦ Βελιγραδίου, τήν 1 Μαρτόυ 1922. Ὁ Πατριάρχης Τύχων κλήθηκε ἀπό τήν κυβέρνηση νά πάρει θέση ἔναντι τῆς ἀποφάσεως τῶν Ἱεραρχῶν τοῦ Κάρλοβτσι, ἀλλά ὁ ἴδιος παρέπεμψε τήν ὑπόθεση στήν Ἱερά Σύνοδο καί τό Ἀνώτατο Ἐκκλησιαστικό Συμβούλιο.13
Στίς 26 Φεβρουαρίου 1922, ἡ κυβέρνηση διέταξε τήν κατάσχεση ὅλων τῶν πολύτιμων ἀντικειμένων τῶν ἐκκλησιῶν, ἀπό τή στιγμή πού αὐτά δέν ἐξυπηρετοῦσαν αὐστηρῶς λειτουργικές ἀνάγκες. Ὁ Πατριάρχης διακήρυξε ὅτι ἡ ἐνέργεια αὐτή ἀποτελοῦσε ἀπαράδεκτη πράξη ἱεροσυλίας, γι αὐτό καί ἀπειλοῦσε μέ ἀφορισμό. Ἡ κατάσχεση τῶν ἱερῶν ἀντικειμένων προκάλεσε γενικότερες ἀντιδράσεις μεταξύ τῶν πιστῶν. Ἔτσι, ἔγιναν 231 δίκες, ἐξετάσθηκαν 738 κατηγορούμενοι γιά ἀντίσταση καί ἐκτελέσθηκαν 44 ἀπό ὅσους καταδικάστηκαν.14 Ὁ Πατριάρχης Τύχων, ὁ ὁποῖος μετά τή σύλληψή του ὅρισε τόν Μητροπολίτη τοῦ Ἰαροσλάβ Ἀγαθάγγελο τοποτηρητῆ τοῦ πατριαρχικοῦ θρόνου, τόν προέτρεψε νά συγκαλέσει τή μεγάλη Πανρωσική Σύνοδο, ἀλλά ὁ Ἀγαθάγγελος δέν πρόλαβε γιατί ἐξορίσθηκε καί αὐτός.
Ὁ Πατριάρχης Τύχων καταδικάσθηκε σέ θάνατο15 καί μεταφέρθηκε στίς φυλακές, στίς 5 Αὐγούστου 1922, ἐνῶ οἱ ἡγέτες τῆς σχισματικῆς Ζώσης Ἐκκλησίας παρέμειναν ἀνεξέλεγκτοι καί κατακτοῦσαν συνεχῶς ἔδαφος. Ὁ νεοεκλεγείς Οἰκουμενικός Πατριάρχης Μελέτιος Δ΄ (1921-1923) στό ψήφισμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου "ὑπέρ τῶν ἐν Ἀσίᾳ καί Ρωσία διωκομένων χριστιανῶν"16 ἐκφράζει τή συμπάθειά του πρός τόν Πατριάρχη Τύχωνα καί πρός ὁλόκληρο τόν Ρωσικό λαό. Καλεῖ δέ ὅλες τίς ἀδελφές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες νά ζητήσουν τή μεσολάβηση τῶν κυβερνήσεών τους γιά τόν τερματισμό τῆς ὀδυνηρῆς ἀπάνθρωπης καταστάσεως. Μετά τήν ἀπομάκρυνση τοῦ Πατριάρχη Μόσχας σχηματίστηκε ἀπό ὁρισμένους κληρικούς καί ἀρχιερεῖς νέα Ἀνώτατη Διοικητική Ἐκκλησιαστική Ἀρχή μέ τήν παρουσία δυό μερίδων, τῶν συντηρητικῶν καί τῶν ἐλευθεροφρονούντων.17 Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο θεωροῦσε καθῆκον του νά ἐκφράσει τή λύπη του γιά τίς συνεχιζόμενες διώξεις καί νά ὑποδείξει τήν ἀνάγκη γιά ἠρεμία καί περίσκεψη στούς κόλπους τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας. Ἐπίσης συνέστησε στούς μεταρρυθμιστές νά μή λάβουν μονομερεῖς ἀποφάσεις, ἀλλά τά ζητήματα πού τούς ἀπασχολοῦν νά τά θέσουν πρός μελέτη στή μεγάλη Πανρωσική Σύνοδο πού θά συγκληθεῖ.18
Ὁ τοποτηρητής τοῦ πατριαρχικοῦ θρόνου Ἀγαθάγγελος ἀρνήθηκε νά προσχωρήσει στήν ὀργάνωση τῆς Ζώσης Ἐκκλησίας ἤ νά τήν ἀναγνωρίσει καί τό σχίσμα στήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας ἦταν πλέον ὁρατό. Ἔτσι, τήν 29 Ἀπριλίου 1923, τά μέλη τῆς Ζώσης Ἐκκλησίας, μέ τήν ὑποστήριξη τοῦ καθεστῶτος συγκάλεσαν τήν μεγάλη Σύνοδο. Ἡ ἀντικανονική αὐτή Σύνοδος ἀναγνώρισε τή Ζῶσα Ἐκκλησιά, καταδίκασε ὅλα τά μέλη τῆς συνελεύσεως τοῦ Κάρλοβτσι καί καθαίρεσε τόν Πατριάρχη Τύχωνα ὡς ἐπαναστάτη.19 Ἐπίσης κατήργησε τό Πατριαρχεῖο, ἀποφάσισε ἡ Ἐκκλησία νά διοικεῖται ἀπό τή Σύνοδο, ὁ παλαιότερος ἀφορισμός τοῦ Τύχωνα κατά τῆς σοβιετικῆς κυβερνήσεως (1918) ἀκυρώθηκε καί ἐξέλεξε τόν Ἀντώνιο Μητροπολίτη Μόσχας καί πάσης Ρωσίας.20
Τόν ἴδιο χρόνο, 25 Ἰουνίου, ὁ Πατριάρχης Τύχων ἀποφυλακίζεται καί τρεῖς ἡμέρες ἀργότερα, 28 Ἰουνίου, μέ ἐγκύκλιο ἐπιστολή ἀποκήρυξε τή λεγόμενη μεγάλη Σύνοδο τοῦ Ἀπριλίου ὡς ἀντικανονική, τίς ἀποφάσεις της ὡς ἄκυρες καί τούς ἡγέτες ἤ ὀπαδούς της ὡς ἀφορισμένους.21 Ὁ Τύχων ἀγωνίστηκε κατά τῶν σχισματικῶν καί καθ ὅλη τη διάρκεια εἶχε τήν ἐντυπωσιακή ὑποστήριξη τοῦ λαϊκοῦ στοιχείου. Ὁ ἴδιος δέν φοβήθηκε καί ἦρθε ἀντιμέτωπος μέ τό καθεστώς τῆς χώρας γιά τή σωτηρία τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Παρά τήν πρόσκληση τοῦ Πατριάρχη ἡ Ζῶσα Ἐκκλησία σέ ἔκτακτη συνέλευση τόν Αὔγουστο τοῦ 1923 ἀρνήθηκε νά ἐπιστρέψει στήν κανονική Ἐκκλησία. Ἐν τούτοις ὅμως πολλά μέλη τῆς ἐπέστρεψαν.22
Ὁ Πατριάρχης Τύχων ἀσθένησε τόν Ἰανουάριο τοῦ 1925 καί δυό μῆνες ἀργότερα, στίς 25 Μαρτίου, πέθανε. Τήν κηδεία τοῦ παρακολούθησε ἕνα πολύ μεγάλο πλῆθος λαοῦ.
Μετά τό θάνατο τοῦ Τύχωνα, ὁ Μητροπολίτης Νίζνι-Νόβγκοροντ Σέργιος ἀνέλαβε τίς ἁρμοδιότητες τοῦ ἀντιπροσώπου τοῦ φύλακος τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου. Ἡ ἐσωτερική αὐτή ἀνωμαλία στούς κόλπους τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας δέν ἄφησε καί δέν μποροῦσε νά ἀφήσει ἀδιάφορη τη Μητέρα Ἐκκλησία. Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Φώτιος Β΄ (1929-1935) σέ γράμμα του πρός τούς "Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτας Μόσχας Βενιαμίν καί Νιζεγορόδου Σέργιον, συνιστῶν τήν παῦσιν τῶν διαιρέσεων καί τήν ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τῆς Ρωσίας", τό Μάϊο τοῦ 1930 γράφει μέ ἀγωνία γιά τή λυπηρή κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας: "Ἄφ ἧς ἡμέρας παραχωρήσει Θεοῦ διεσπάσθη ἡ ἑνότης καί ἐφυγαδεύθη ἡ εἰρήνη ἐν τῇ Ἁγίᾳ μεγάλῃ τέ καί πεφιλιμένῃ καί τετιμημένῃ ἡμίν τε καί πάσαις ταίς Ὀρθοδόξοις Ἐκκλησίαις ἀδελφῇ Ρωσικῇ Ἐκκλησίᾳ, πάντες οἱ ἡμέτεροι προκάτοχοι μετά συμπάσης της Ὀρθοδόξου Ἱεραρχίας οὐκ ἐπαύσαντο οὐδ' ἐπί στιγμήν βαθέως τέ ἐπί τῷ μεγάλῳ ἀτυχήματι θλιβόμενοι καί θερμήν ἀδιαλείπτως πρός τόν Κύριον ἀπευθύνοντες προσευχήν καί δέησιν, ὅπως τῇ αὐτοῦ θείᾳ χάριτι ταχέως ἐπανασυνδέσῃ τά διεστῶτα, ἀποδῷ τήν εἰρήνην καί ἀποκαταστήσῃ τήν τιμήν καί τήν δόξαν της παρά τό προσῆκον καί ὑπέρ τό μέτρον ταλαιπωρηθείσης ἀδελφῆς Ἐκκλησίας".23 Ἐνῶ λίγο παρακάτω θά πεῖ: "Ἐξορκίζομεν ὑμᾶς καί πάντας ἐξ ὀνόματος τῆς ὅλης Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅπως δῶτε τή Ἁγία ὑμῶν Ἐκκλησία τήν εἰρήνην καί τήν ἑνότητα διά τῆς ἀμοιβαίας ὑμῶν ἐν ἀγάπῃ προσπαθείας". Σ' αὐτό τό γράμμα ἐπίσης ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἀναγγέλλει τή σύσταση Γενικῆς Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς ἀπό ἀντιπροσώπους ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Σύμφωνα μέ τό γράμμα ἡ σύσκεψη γιά τόν καταρτισμό τοῦ προγράμματος τῆς Ὀρθοδόξου Προσυνόδου θά γίνει στή Μονή Βατοπεδίου τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Καλεῖται δέ ἡ Ρωσική Ἐκκλησία ἑνωμένη νά στείλει δυό ἀντιπροσώπους ἱεράρχες.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
2. Βασίλειος Φειδᾶς: ὃ.π., σ. 403.
12. Βασίλειος Φειδᾶς: ὃ.π., σ. 406.
13. Βασίλειος Φειδᾶς: ὃ.π., σ. 407.
14. Βασίλειος Φειδᾶς: ὃ.π., σ. 408.
15. Στεφανίδου Βάσ.: Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, Ἀθήνα 1978, σ. 753.