Ἡ σημασία τοῦ Κοσσυφοπεδίου γιά τούς Σέρβους
Γεώργιος Νεκτάριος Αθ. Λόης
Διδάκτωρ Ιστορίας Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.
Ἀντίβαρο, Σεπτέμβριος 2007
Τό Κοσσυφοπέδιο εἶναι μία μικρή περιοχή στήν
νότια Σερβία καί, κατά πολλούς, ἐξαιρετικῆς σημασίας. Τό κανονικό του ὄνομα
εἶναι Κόσοβο καί Μετόχια καί αὐτό γιατί ἀποτελεῖται ἀπό δυό μέρη: τό Κόσοβο
τό ὁποῖο εἶναι τό βόρειο τμῆμα αὐτῆς τῆς περιοχῆς καί ἡ πεδιάδα, μαζί μέ τίς
πόλεις Πρίστινα καί Μιτρόβιτσα, πού οἱ Ἀλβανοί ἔχουν οἰκειοποιηθεῖ ὡς δική
τους περιοχή καί τά Μετόχια πού εἶναι τό νότιο τμῆμα καί περιλαμβάνει τίς
πόλεις τοῦ Πεκίου, τήν Πριζρένη καί τή Τζακόβιτσα, ὅπου ἔχει γραφτεῖ τό
μεγαλύτερο κομμάτι τῆς Σερβικῆς ἱστορίας. Ἡ ὀνομασία Μετόχια σημαίνει
“μοναστηριακή ἰδιοκτησία” καί ἀνάγεται χρονολογικά ἀπό τήν περίοδο τοῦ Ἁγίου
Σάββα πρώτου Ἀρχιεπισκόπου Σερβίας (1219-1233). Ὅμως μετά τήν ἄνοδο τοῦ
κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος στήν ἐξουσία τῆς Γιουγκοσλαβίας (1943) ὁ ὅρος
Μετόχια ἄρχισε σιγά-σιγά νά παραβλέπεται καί φτάσαμε σήμερα στό σημεῖο νά
μήν χρησιμοποιεῖ πιά κανείς αὐτήν τήν ὀνομασία ἐκτός ἀπό τήν Σερβική
Ἐκκλησία.
Τό κέντρο τῆς σερβικῆς πνευματικῆς
ἐξουσίας ἀναπτύχθηκε στήν περιοχή τοῦ Πατριαρχείου Πεκίου, τό ὁποῖο
ἀποτελοῦσε μετόχι τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ζίτσης, ὅπου μετά τήν ἀπόκτηση τῆς
ἐκκλησιαστικῆς καί διοικητικῆς ἀνεξαρτησίας, τό ἔτος 1219, ὁ Ἅγιος Σάββας
ἐγκατέστησε τήν ἕδρα τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς του.(1) Πιθανότατα,
ἀληθεύουν τά στοιχεῖα ὅτι πρῶτος κτίτορας τοῦ μετοχίου τῆς Μονῆς Ζίτσης, ἀπό
τό ὁποῖο ἀργότερα ἔλαβε τό ὄνομα καί ὁλόκληρη ἡ περιοχή, Μετόχι, ὑπῆρξε ὁ
ἴδιος ὁ Ἅγιος Σάββας. Ἡ μεταφορά τῆς πνευματικῆς ἕδρας, ἀπό τή Ζίτσα στό
Πέκιο, συντελέσθηκε λόγω τῶν συχνῶν ἐπιδρομῶν ἀπό τό Βορρᾶ. Ὁ διάδοχος τοῦ
Ἁγίου Σάββα, Ἀρσένιος Α΄ Σρέματς (1233-1263) ἦταν αὐτός πού μετέφερε τήν
ἕδρα τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀπό τή μονή τῆς Ζίτσης στό Πέκιο, μέσα
στά ὅρια τοῦ Κοσσυφοπεδίου τό ἔτος 1253.
Ὁ ρόλος τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρξε τεράστιος γιά τή διατήρηση
τῶν παραδόσεων καί τῆς ἐθνικῆς συνείδησης στό λαό καί ἰδιαίτερα τό κέντρο
αὐτῆς, τό Πατριαρχεῖο Πεκίου.(2) Γιά τούς Σέρβους τό Πατριαρχεῖο
Πεκίου καί ἡ περιοχή τοῦ Κοσσυφοπεδίου (Κόσοβο καί Μετόχια) θεωρεῖται ὡς ἡ
κοιτίδα τοῦ σερβικοῦ πολιτισμοῦ.
Τό Κοσσυφοπέδιο
εἶναι οἱ Θερμοπύλες τῶν Σέρβων. Ὁ πρίγκιπας Λάζαρος (1371-1389) ἡγεμόνας τῶν
Σέρβων, ἐνῶ γνώριζε ὅτι οἱ Ὀθωμανοί ἦταν πολυαριθμότεροι καί θά περνοῦσαν
ἀπ’ τό Κοσσυφοπέδιο, ἐν τούτοις δέν ἔσκυψε τό κεφάλι, στάθηκε καί πολέμησε
γενναῖα τόν Ἰούνιο τοῦ 1389 ὑπέρ βωμῶν καί ἑστιῶν, γράφοντας τήν λαμπρότερη
σελίδα τῆς Σερβικῆς ἱστορίας.(3) Στήν ἀρχή οἱ Σέρβοι πίστεψαν πώς
θά τά καταφέρουν, ἀφοῦ σκότωσαν ἀκόμη καί τόν σουλτάνο Μουράτ Α΄. Τελικά
ὅμως οἱ Ὀθωμανοί, μ’ ἐπικεφαλῆς τόν Βαγιαζίτ, κέρδισαν τή μάχη καί ὁ
πρίγκιπας Λάζαρος ἔγινε σύμβολο γιά τούς Σέρβους διότι δέν πολέμησε μόνο
ἡρωικά, ἀλλά μαρτύρησε μαζί μέ ὅλους τους αἰχμαλώτους. Ἄν καί νικητές οἱ
Ὀθωμανοί, ἀποσύρθηκαν ἐξαντλημένοι. Ποτέ ἄλλοτε δέ θά συναντήσουν παρόμοιους
μαχητές στήν ἱστορία τους.
Οἱ νεομάρτυρες
τῶν Σέρβων ἔχουν ὡς ἀφετηρία τους τό ἔτος 1389, τή μάχη τοῦ Κοσσυφοπεδίου. Ἡ
μάχη στό Κοσσυφοπέδιο (Kosovo Polje) εἶναι τό κεντρικό γεγονός τῆς
μεσαιωνικῆς ἱστορίας τῆς Σερβίας. Ἀπό τήν πλευρά τους οἱ Ὀθωμανοί μέ τή νίκη
στό Κοσσυφοπέδιο ἰσχυροποίησαν τή θέση τους στά Βαλκάνια καί ἑτοιμάζονταν
γιά τήν Ἅλωση τῆς Πόλης. Ἔτσι ἀξιολόγησαν τή μάχη στό Κοσσυφοπέδιο οἱ Σέρβοι
καί ἡ ἰδέα αὐτή ἐπέζησε στή συνείδηση τοῦ σερβικοῦ λαοῦ μέχρι σήμερα. Γιά
ἕξη αἰῶνες τό γεγονός αὐτό ἀποτέλεσε πηγή ἔμπνευσης γιά τήν ἐπιβίωση,
ἀναγέννηση καί τό μέλλον ἑνός ὁλόκληρου λαοῦ.
Οἱ Ἀλβανοί ἀπό
τήν πλευρά τους ἰσχυρίζονται ὅτι οἱ πρόγονοί τους, οἱ ἀρχαῖοι Ἰλλυριοί,(4)
ζοῦσαν στήν περιοχή πολύ πρίν ἀπό τίς σερβικές ἐπιδρομές τοῦ ἕκτου αἰώνα.
Ἐπίσης στήν πόλη τῆς Πρισρένης τό ἔτος 1878 ἔγινε ἡ σύσταση τοῦ “Ἀλβανικοῦ
Συνδέσμου”(5) ὁ ὁποῖος ἔχει ἀναγάγει τό Κοσσυφοπέδιο σέ λίκνο τῆς
ἀλβανικῆς ἐθνικῆς ἀναγέννησης.(6)
Ἡ ἀρχική ἑστία
τῶν Σέρβων βρισκόταν βόρεια τοῦ ποταμοῦ Δούναβη. Στή Βαλκανική χερσόνησο
ἐμφανίζονται τήν ἐποχή τοῦ αὐτοκράτορα Ἡρακλείου (610-641) καί μέχρι τόν 12ο
αἰώνα ἦταν ὑπήκοοι τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας. Κατά καιρούς, σημείωναν
διάφορες ἐξεγέρσεις χωρίς ὅμως κάποιο ἀποτέλεσμα. Τό πρόβλημα ἦταν ὅτι
συγκροτοῦνταν ἀπό ἀρκετά φύλα καί τό κάθε φύλο εἶχε τή δική του ἡγεσία. Τήν
πολυδιάσπαση αὐτή κατάφερε νά ἑνώσει ὁ μέγας ζουπάνος Στέφανος Νεμάνια, τό
ἔτος 1165, πού προΐστατο τῆς ἡγεμονίας τῆς “Ράσκας” (γνωστή μέ τήν Τουρκική
ὀνομασία Σαντζάκ) ἡ ὁποία περιελάμβανε τίς πόλεις τῆς Πρισρένης, τῆς
Πρίστινας τοῦ Πεκίου καί τοῦ Νόβι Πάζαρ πιθανή ἕδρα τοῦ κράτους του. Μάλιστα
τόν Στέφανο Νεμάνια (1165-1196) ἀναγνώρισε τό 1168 ὁ Αὐτοκράτορας Μανουήλ
Κομνηνός. Ὁ Στέφανος κατάφερε νά συνενώσει τούς Σέρβους ὑπό τήν ἐξουσία του,
νά συγκροτήσει ἕνα ἑνιαῖο σερβικό κράτος καί νά γίνει ὁ θεμελιωτής τῆς
πρώτης βασιλικῆς δυναστείας τῶν Σέρβων. Ὁ ἴδιος ἄφησε τό θρόνο στό δεύτερο
γιό τοῦ Στέφανο τόν Πρωτοστεφή (1196-1227) καί τό ἔτος 1196 ἀποσύρθηκε στή
μονή Στουντένιτσα ἀκολουθώντας τό μοναχισμό, εἶναι ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ
Μυροβλύτης. Ὁ τρίτος κατά σειρά γιός του, πρίγκιπας Ράτσκο, σέ ἡλικία
περίπου 17 ἐτῶν ἔφυγε γιά τό Ἅγιο Ὅρος ὅπου παρέμεινε γιά 16 χρόνια, εἶναι ὁ
Ἅγιος Σάββας, ὁ πρῶτος Ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας τό ἔτος 1219.
Ἡ σερβική κυριαρχία, πού ἄρχισε νά
ἐμφανίζεται τήν ἐποχή τοῦ Στέφανου Νεμάνια, αὐξήθηκε σημαντικά μέ τούς
διαδόχους του(7) καί ἔφτασε στό ἀπόγειό της τήν ἐποχή τοῦ Βασιλιᾶ
Ντοῦσαν (1331-1355). Στίς 28 Ἰουλίου τοῦ 1330, οἱ Σέρβοι μέ Βασιλιά τόν
Στέφανο Ντετσάνσκι καί τό γιό τοῦ Ντοῦσαν, νικοῦν τούς Βουλγάρους καί
ἐπεκτείνονται πρός ὅλες τίς κατευθύνσεις. Ἐπί Ντοῦσαν, ἡ μεσαιωνική Σερβία
πετυχαίνει τήν μεγαλύτερη ἐπέκτασή της. Καταλαμβάνει τήν Ἤπειρο, Ἀλβανία,
Μακεδονία, Θεσσαλία καί φτάνει μέχρι τήν Πελοπόννησο καί στίς 16 Ἀπριλίου
1346, στέφεται στά Σκόπια Αὐτοκράτορας τῶν Σέρβων καί Ρωμαίων. Τό ἴδιο ἔτος
ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας Ἰωαννίκιος (1338-1346) ἀνακηρύχθηκε Πατριάρχης
(1346-1354).(8)
Ὁ Ντοῦσαν πέθανε τό 1355 καί τό θρόνο καταλαμβάνει ὁ υἱός
τοῦ Οὔρεσης πού βασίλευσε μέχρι τό 1371, ἀλλά δέν κατόρθωσε νά κρατήσει
ἑνωμένες ὅλες αὐτές τίς περιοχές καί τούς λαούς τους. Διεκδίκησαν τόν θρόνο,
ὁ ἀδελφός του Στεφάνου Ντοῦσαν, Συμεών, πού ἦταν ἡγεμόνας της, σημερινῆς,
Ἀλβανίας, ἀλλά καί πολλοί ἄλλοι Βοεβόδες. Οὐσιαστικά ἡ αὐτοκρατορία τοῦ
Ντοῦσαν, διασπάσθηκε λίγο μετά τόν θάνατό του.
Τό 1371 ἐμφανίζονται στό προσκήνιο οἱ Ὀθωμανοί(9) καί
μέ μεθοδικότητα βλέποντας ὅτι στά βόρειά τῆς Βασιλεύουσας τά κράτη τῶν
Βουλγάρων καί τῶν Σέρβων, προσπαθοῦν νά συνασπισθοῦν γιά νά τούς
ἀντιμετωπίσουν, καί θέλοντας νά κυριαρχήσουν στήν κεντρική βαλκανική,
κατέκτησαν πρῶτα αὐτούς πρίν προσβάλλουν τήν Κωνσταντινούπολη. Ἔτσι, στίς 28
Ἰουνίου 1389, γίνεται ἡ περίφημη μεγάλη μάχη τοῦ Κοσσυφοπεδίου ἡ ὁποία
σφράγισε τή μοίρα τῆς Βαλκανικῆς Χερσονήσου γιά τά ἑπόμενα πεντακόσια
χρόνια. Γιά τούς Σέρβους εἶναι μία μεγάλη ἡρωική ἥττα. Στήν πραγματικότητα
ὅμως δέν ὑπῆρξε νικητής καί ἡ Σερβία δέν κατακτήθηκε ἀπό τούς Ὀθωμανούς,
χρειάστηκε νά ἔρθει τό ἔτος 1459 καί ὁ Μωάμεθ Β΄ ὁ Πορθητής γιά νά τήν
καταλάβει.
Ὅταν ἡ Σερβία βρέθηκε ὑπό τήν καταδυνάστευση τῶν
Ὀθωμανῶν ἡ Ἐκκλησία κατάφερε καί παρέμεινε ζωντανή. Ἔτσι, ἡ ἰδέα ὅτι κάποια
μέρα ἡ Σερβία θά ἀνασταινόταν ἔμεινε ζωντανή ἀπό τήν ὕπαρξη καί μόνο τῆς
Ἐκκλησίας. Ἡ ὕπαρξη τοῦ Πατριαρχείου Πεκίου ἐνέπνεε τήν ἐλπίδα στό σερβικό
λαό ὅτι θά διατηρηθεῖ, τουλάχιστο, ἡ συνοχή τῆς ὕπαρξης τῶν Σέρβων καί ἔτσι
θεωροῦσαν δέν ἔχουν ναυαγήσει τά πάντα. Εἶναι ζήτημα ἄν οἱ Σέρβοι θά
κατάφερναν νά διατηρήσουν τή θρησκευτική τους αὐτοσυνειδησία καί ἐθνική
ταυτότητα ἀνά τούς αἰῶνες χωρίς τήν ὕπαρξη τοῦ Πατριαρχείου Πεκίου. Τό
Πατριαρχεῖο Πεκίου ἦταν ἄρρηκτα συνδεδεμένο μέ τό σερβικό λαό, καί γιά αὐτό,
ὁ ὑποδουλωμένος ἀπό τούς Τούρκους σερβικός λαός κατάφερε νά διατηρηθεῖ καί
νά ἐπιζήσει, ἐπειδή διατηρήθηκε καί ἐπέζησε τό ἴδιο τό Πατριαρχεῖο Πεκίου.
Πρόκειται γιά ἱστορικό γεγονός τό ὁποῖο ἐξέφρασαν ἐπανειλημμένα πολλοί
Σέρβοι καί ξένοι συγγραφεῖς καί ἱστοριογράφοι. Ἀκόμα καί κατά τά ἔτη 1459,
ὅταν ἡ Σερβία ὑποδουλώθηκε πλήρως στούς Ὀθωμανούς καί ὁ Ἀρσένιος Β΄
(1455-1459) μετέφερε τόν Πατριαρχικό θρόνο στήν πόλη Σμεντέρεβο, ἕως καί τήν
περίοδο τοῦ Μακαρίου Σοκόλοβιτς (1557-1571) ὅπου ἔγινε ἡ ἀνασύσταση τοῦ
Πατριαρχείου Πεκίου τό ἔτος 1557, ἡ ἀναφορά τῶν Σέρβων εἶναι τό Πατριαρχεῖο
Πεκίου.
Τό ἔτος 1557, ὁ ἀξιωματοῦχος καί
εὐνοούμενος τῆς Ὑψηλῆς Πύλης, βεζίρης Μεχμέτ πασάς Σοκόλοβιτς κατόρθωσε νά
ἀνακαινίσει τό Πατριαρχεῖο Πεκίου τοποθετώντας στόν Πατριαρχικό θρόνο τόν
ἀδερφό του Μακάριο.(10) Οἱ σχέσεις τοῦ Μακαρίου καί τῶν διαδόχων
του μέ τούς Ὀθωμανούς μέχρι καί τά τέλη τοῦ 16ου αἰώνα, ἤσαν
ἀγαθές. Αὐτό βοήθησε νά ἀποκατασταθεῖ ἡ τάξη καί νά ἐνισχυθεῖ ἡ
ἐκκλησιαστική ζωή στή χώρα. Στά χρόνια αὐτά ὁ Πατριάρχης, σύμφωνα μέ τίς
ὑποχρεώσεις καί τά δικαιώματα πού τοῦ ἀναγνώρισαν οἱ Ὀθωμανοί, πῆρε τή θέση
πραγματικοῦ ἐθνάρχη ὅπως ἦταν καί ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης.(11)
Οἱ Ὀθωμανοί θεωροῦσαν τήν Σερβική Ἐκκλησία ὡς τόν μόνο ἀξιοσέβαστο καί
ἁρμόδιο θεσμό ἀνάμεσα στούς χριστιανούς τῆς περιοχῆς καί ἔτσι ἡ Ἐκκλησία
ἀπέκτησε ἀρκετά δικαιώματα καί εἶχε μεγάλη ἐπιρροή στήν καθημερινή ζωή τῶν
πολιτῶν.(12)
Οἱ Ὀθωμανοί ἐπέτρεπαν στούς
Σέρβους νά ἔχουν τή δική τους ἐκκλησιαστική τάξη πραγμάτων ὡς τή μοναδική
μορφή τῆς ἐθνικῆς τους ζωῆς. Ὁ ἴδιος ὁ σουλτάνος καί οἱ Ὀθωμανοί ἄρχοντες
χαρακτήριζαν τούς Σέρβους πιστούς ὡς “Sirf-milet”, δήλ. ὡς “Σερβικό ἔθνος”.
Πολύ συχνά οἱ Ὀθωμανοί ταύτιζαν τή θρησκεία μέ τήν ἐθνικότητα ἔτσι ὅταν
μιλοῦσαν γιά τό Πατριαρχεῖο Πεκίου ἐννοοῦσαν τούς Σέρβους ἤ ἀλλιῶς τούς
“Σερβορθόδοξους Χριστιανούς”.(13) Τό Πατριαρχεῖο Πεκίου ἔπαιζε
καί τό ρόλο τοῦ πολιτικοῦ παράγοντα τῶν Σέρβων.(14) Ὁ Πατριάρχης
Πεκίου ὀνόμαζαν “millet-basa” δήλ. “Εθνάρχης”.(15)
Οἱ ὀρθόδοξοι ἱερεῖς εἶχαν στά
χέρια τους, τήν περίοδο αὐτή, ὅλη τήν τοπική διοίκηση, ἑξαιρουμένων τῶν
στρατιωτικῶν καί φορολογικῶν ὑποθέσεων. Οἱ Σέρβοι Πατριάρχες ἐμφανίζονταν
ὄχι μόνο ὡς ἐπίσημοι ἐκπρόσωποι τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας καί προστάτες τῆς
Ὀρθοδοξίας, ἀλλά καί ὡς προστάτες τῶν πολιτικῶν δικαιωμάτων τοῦ Σερβικοῦ
λαοῦ. Ὅσο διαρκοῦσε τό Πατριαρχεῖο Πεκίου οἱ Σέρβοι ἔθεταν τόν ἑαυτό τους,
κατά τά δύσκολα χρόνια, ὑπό τήν προστασία τῶν Πατριαρχῶν τους, οἱ ὁποῖοι
ἐμφανίζονταν πάντοτε καί ὡς ἀντιπρόσωποι τοῦ λαοῦ ἐνώπιον τῶν Ὀθωμανικῶν
ἀρχῶν. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο δημιουργήθηκαν στενοί δεσμοί ἀνάμεσα στόν
Πατριάρχη καί τό λαό, τό δέ Πατριαρχεῖο Πεκίου στό Κοσσυφοπέδιο ἀποτελοῦσε
τό καταφύγιο τῶν Σέρβων.(16)
Ἀπό αὐτά καί μόνο μποροῦμε νά συμπεράνουμε ὅτι
τό Πατριαρχεῖο Πεκίου εἶχε καί μία ἐθνική ἀποστολή, νοητή στό πλαίσιο τῆς
Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Ἀφενός μέν ὡς συνέπεια τῆς παλιᾶς βυζαντινῆς παράδοσης
καί ἀφετέρου κάτω ἀπό τήν ἐπίδραση τῶν νομικῶν ἐθίμων πού ἀναπτύχθηκαν ὑπό
τήν Ὀθωμανική ἐξουσία, πάντως τότε δημιουργήθηκε καί ἕνα σύστημα εἰδικῆς
δικαιοδοσίας τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας, πού εἶχε τήν ἀπόλυτη ἐξουσία τόσο στά
πνευματικά ὅσο καί στά πολιτικά θέματα, ἐντός τῶν ὁρίων τοῦ Πατριαρχείου.
Ἔτσι, τό Πατριαρχεῖο Πεκίου εἶχε ὄχι μόνο ἐκκλησιαστική–πνευματικη ἐξουσία
ἀλλά καί ἐθνικό χαρακτήρα.(17)
Στά τέλη τοῦ 16ου αἰώνα τά πράγματα
ἄλλαξαν πρός τό χειρότερο γιά τό σερβικό λαό καί τήν Ἐκκλησία του. Ὁ
Πατριάρχης Πεκίου, Ἰωάννης Καντούλης (1592-1613) τέθηκε ἐπικεφαλῆς κινήματος
ἐναντίον τῶν Ὀθωμανῶν. Στή χώρα ξέσπασαν διάφορες ἐξεγέρσεις τῶν Σέρβων(18)
οἱ ὁποῖες καταστάλθηκαν μέ τή βία καί στά μέτρα ἀντιποίνων οἱ Ὀθωμανοί
ἔκαψαν καί τά ἱερά λείψανα τοῦ Ἁγίου Σάββα στό ὕψωμα Βράτσαρ, τοῦ
Βελιγραδίου τό ἔτος 1594.(19) Τόν Πατριάρχη Ἰωάννη, τόν ὁποῖο
ἐκτέλεσαν οἱ Τοῦρκοι τό 1613, διαδέχθηκε ὁ Πατριάρχης Παϊσιος Γιάνιεβατς
(1614-1648), ὁ ὁποῖος ἦταν μετριοπαθής καί δέν προκαλοῦσε προβλήματα στούς
Ὀθωμανούς, ἀσχολοῦνταν, κυρίως, μέ τή λογοτεχνία, τήν πνευματική ζωή καί τήν
ὑλική βοήθεια ἀπό τή Ρωσία. Οἱ Ὀθωμανοί δέν ἐνόχλησαν τόν Πατριάρχη Παϊσιο,
ὅμως, δολοφόνησαν τό διάδοχό του, Γαβριήλ Ράϊτς (1648-1655) τόν ὁποῖο καί
διαδέχτηκε ὁ Μάξιμος (1655-1674).
Τήν ἐποχή τοῦ Πατριάρχη Ἀρσενίου Γ΄
Τσαρνόγιεβιτς (1674-1690) οἱ Σέρβοι βοήθησαν τίς Αὐστριακές δυνάμεις, στόν
πόλεμο κατά τόν Ὀθωμανῶν, νά εἰσβάλουν στά Σκόπια, τό ἔτος 1683, γι’ αὐτό
ὑπέστησαν φριχτά ἀντίποινα, τά ὁποῖα τούς ἀνάγκασαν νά μεταναστεύσουν. Τότε
ἔγινε ἡ πασίγνωστη μεγάλη μετοίκηση τῶν Σέρβων, περίπου διακόσιες χιλιάδες,
τό ἔτος 1690, ἀπό τά νότια διαμερίσματα τῆς Σερβίας πρός τά βόρεια, στήν
ἀντίπερα ὄχθη τοῦ Δούναβη, ὅπου ἦταν Αὐστροουγγρικά ἐδάφη.(20)
Ἐκεῖ τούς δέχθηκε ὁ Αὐστριακός αὐτοκράτορας Λεοπόλδος Α΄, δίνοντάς τους ὅλες
τίς ἐθνικές, πολιτιστικές καί θρησκευτικές ἐλευθερίες.(21) Τότε
τό Σέρβο Πατριάρχη τόν ὀνόμαζαν “Caput nationis” δηλ. ‘κεφαλή τοῦ ἔθνους’.(22)
Ἀπό τότε καί μέχρι τήν ὁριστική κατάργηση τοῦ Πατριαρχείου Πεκίου, τό ἔτος
1766,(23) ἐναλλάσσονταν στόν πατριαρχικό θρόνο τοῦ Πεκίου Ἕλληνες
καί Σέρβοι Πατριάρχες.
Τήν περίοδο αὐτή, τέλη 17ου αἰώνα, ἐμφανίστηκε
τό πρόβλημα τοῦ Κοσσυφοπεδίου. Τότε ἔχουμε τίς μεγάλες δημογραφικές ἀλλαγές
πρός ὄφελος τῶν Ἀλβανῶν μετά τίς ἀποτυχημένες ἐξεγέρσεις τῶν Σέρβων οἱ
ὁποῖοι γιά νά ἀποφύγουν τά ἀντίποινα τῶν Ὀθωμανῶν, ἐγκατέλειψαν τό
Κοσσυφοπέδιο. Μέ τή μετοίκηση τῶν Σέρβων ἄρχισε καί ἡ μετακίνηση τῶν
ἐξισλαμισμένων Ἀλβανῶν πρός αὐτό. Οἱ Σέρβοι ἐγκατέλειπαν τά σπίτια τους καί
οἱ ἀλβανικοί πληθυσμοί ἐπωφελοῦνταν καταλαμβάνοντας μέρα μέ τή μέρα τήν
περιοχή. Ἔτσι, ἀλλοιώθηκε σημαντικά ἡ ἐθνική σύνθεση τοῦ Κοσσυφοπεδίου
δημιουργώντας ἀλβανική πλειονότητα. Μέ τό πέρασμα τοῦ χρόνου, οἱ Ἀλβανοί
κάτοικοι ἄρχισαν νά οἰκειοποιοῦνται τήν περιοχή καί νά τήν θεωροῦν δική
τους. Ἔτσι, τό Κοσσυφοπέδιο ἀποτέλεσε τό σημεῖο τριβῆς μεταξύ τῶν ὀρθοδόξων
Σέρβων καί τῶν μουσουλμάνων Ἀλβανῶν.
Τό 1912, κατά τή διάρκεια τοῦ πρώτου Βαλκανικοῦ πολέμου,(24)
ὁ σερβικός στρατός μέ ραγδαία προέλαση ἀπελευθέρωσε τό Κοσσυφοπέδιο, τό
ὁποῖο ἐπιδικάστηκε τελικά στή Σερβία, στίς 30 Μαΐου 1913, μέ τή Συνθήκη τοῦ
Λονδίνου. Κατά τήν περίοδο τοῦ Β΄ Παγκοσμίου πολέμου οἱ Ἰταλοί πού κατέλαβαν
τό Κοσσυφοπέδιο ἔδωσαν στούς Ἀλβανούς, στίς 7 Αὐγούστου 1941, τό δικαίωμα
στήν ἐθνικότητα καί τή γλώσσα. Ἔτσι, οἱ Σέρβοι ἐκτοπίστηκαν καί πάλι
παίρνοντας τό δρόμο τῆς προσφυγιᾶς, ἐγκατέλειψαν τά σπίτια τους καί ἔφυγαν
πρός τήν κεντρική Σερβία.
Μετά τήν ἀπελευθέρωση τό ἔτος 1945, τό κομμουνιστικό
καθεστώς τῆς Γιουγκοσλαβίας ἀπαγόρευσε στούς Σέρβους πρόσφυγες νά
ἐπιστρέψουν πίσω στά σπίτια τούς στό Κοσσυφοπέδιο,(25)
ἐφαρμόζοντας σχέδιο συρρίκνωσης τῆς Σερβικῆς κυριαρχίας ἐντός τῆς
Γιουγκοσλαβίας, σέ ὅλη τήν ἔκτασή της. Ἔτσι γιά πρώτη φορά στήν ἱστορία οἱ
Σέρβοι ἀποτέλεσαν μειονότητα στήν περιοχή αὐτή. Μάλιστα στό Κοσσυφοπέδιο
δόθηκε τόν Ἰούνιο τοῦ 1945 καί ἕνα εἶδος διοικητικῆς αὐτονομίας μέσα στά
ὅρια τῆς Δημοκρατίας τῆς Σερβίας. Μέ τό νέο Σύνταγμα τοῦ 1974, τό
Κοσσυφοπέδιο προήχθη σέ Αὐτόνομη Ἐπαρχία(26) καί ἦταν σέ ὅλα
ἐκτός τοῦ ὀνόματος Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία.(27) Ἔτσι, ἡ ἐξουσία
ἦταν πλέον, σέ μεγάλο βαθμό, στά χέρια τῶν τοπικῶν Ἀλβανῶν κομμουνιστῶν καί
καθιστοῦσε τή μακροπρόθεσμη συνύπαρξη μέ τούς Σέρβους προβληματική.(28)
Ἡ ἀνασύσταση τοῦ Πατριαρχείου Πεκίου ἔγινε τό
ἔτος 1920 μέ Συνοδική Ἀπόφαση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἀπό τήν 19η
Μαρτίου 1919 καί ὁλοκληρώθηκε μέ τόν Πατριαρχικό καί Συνοδικό Τόμο πού
ὑπέγραψε ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Μελέτιος Δ΄ τό 1922.(29)
Πρῶτος Πατριάρχης ἦταν ὁ Δημήτριος Παύλοβιτς, τό ἔτος 1920 (1905-1930).
Τό Πατριαρχεῖο Πεκίου συνέβαλλε καθοριστικά στήν
ἐθνική ἀναγέννηση καί ἀφύπνιση τοῦ σερβικοῦ λαοῦ. Ἀρκετά χρόνια ἀργότερα ὁ
προκαθήμενος τῆς Ἰσλαμικῆς κοινότητας στήν τέως Γιουγκοσλαβία, Σουλεϊμᾶν
Κεμούρ, δήλωσε μέ τήν εὐκαιρία τῆς ἐνθρονίσεως τοῦ Σέρβου Πατριάρχη
Γερμανοῦ, στίς 29 Μαΐου 1960, στό Πέκιο: “…Μᾶς εἶναι γνωστό ὅτι ἡ
ἀνακαινισμένη Σερβική Ἐκκλησία δέν ἀποτέλεσε μόνο θρησκευτική, ἀλλά κατά
κάποιον τρόπο καί πολιτική ὀργάνωση τοῦ σερβικοῦ λαοῦ. Ἡ Σερβική Ἐκκλησία
διαδραμάτισε, διά μέσου τῆς ἱστορίας, σπουδαῖο ρόλο στή συγκέντρωση τῶν
Σέρβων πού ἦταν διασκορπισμένοι σέ διάφορες περιοχές. Ἀναλαμβάνοντας τό ρόλο
τοῦ πολιτικοῦ ἐκπροσώπου, ἡ ἴδια ἦταν ἐνεργά στό πεδίο τῆς διαφύλαξης τῆς
πνευματικῆς ἑνότητας τοῦ σερβικοῦ λαοῦ…”(30)
Τό Πέκιο εἶναι
συνδεδεμένο μέ πάρα πολλές ἱστορικές μνῆμες τοῦ παρελθόντος τῶν Σέρβων. Μέ
τό θεσμό τοῦ Πατριάρχη, μέ χρίσεις καί στέψεις Βασιλέων καί Αὐτοκρατόρων, μέ
βασιλικούς γάμους, μέ ἐνθρονίσεις Πατριαρχῶν. Στήν ἐκκλησία τῶν Ἁγίων
Ἀποστόλων, στό Πέκιο, ἀκόμη καί σήμερα ἐνθρονίζονται οἱ Πατριάρχες τῆς
Σερβικῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι καί στόν τίτλο τούς ἔχουν αὐτή τήν ἀνάμνηση:
“Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Πεκίου, Μητροπολίτης Βελιγραδίου καί Καρλοβακίου
καί Πατριάρχης τῶν Σέρβων”. Στό Κοσσυφοπέδιο ἀναδείχθηκαν καί οἱ πρῶτοι
ἐθνικοί Ἅγιοι τῶν Σέρβων, ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ Μυροβλύτης καί ὁ Ἅγιος Σάββας. Ὁ
πρῶτος ἦταν ὁ πολιτικός ἡγέτης τῶν Σέρβων καί ὁ δεύτερος, τῆς ἴδιας
οἰκογένειας, ὁ πρῶτος Ἀρχιεπίσκοπος τῆς αὐτοκέφαλης Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας.
Ἀπό τόν Στέφανο Νεμάνια ὡς τόν πρίγκιπα Στέφανο Στυλιάνοβιτς (16ος
αἰώνας) ἀνακηρύχθηκαν 16 Ἅγιοι πολιτικοί ἡγέτες καί ἀπό τόν Ἅγιο Σάββα ὡς
τόν Γαβριήλ Α΄ (ἀρχές 17ου αἰώνα) ἀναδείχθηκαν Ἅγιοι 17
Ἀρχιεπίσκοποι καί Πατριάρχες τῶν Σέρβων.(31)
Τό Κοσσυφοπέδιο εἶναι κατάσπαρτο ἀπό πλῆθος σερβικά
θρησκευτικά πολιτισμικά μνημεῖα μέ παγκόσμια ἱστορική σημασία. Τά πιό
σημαντικά εἶναι:(32) Τό Πατριαρχεῖο Πεκίου ἀπό τό ἔτος
1250 μέ τίς τρεῖς ἐκκλησίες τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, τοῦ Ἁγίου Δημητρίου καί τῆς
Παναγίας Ὁδηγήτριας καί τό παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Νικολάου.(33)
Ἡ μονή Γκρατσάνιτσα τοῦ 1318 μέ τίς ὑπέροχες τοιχογραφίες τῶν βυζαντινῶν
ζωγράφων Μιχαήλ Ἀστραπᾶ καί Εὐτύχιου ἀπό τό 1321, κτίτορας τῆς μονῆς εἶναι ὁ
Βασιλιάς Μιλούτιν (1282-1321). Ἡ μονή Ντέτσανι ἡ ὁποία ἀνεγέρθη
μεταξύ τοῦ 1327-1335 καί βρίσκεται κοντά στό Πέτς, κτίτορας εἶναι ὁ Βασιλιάς
Στέφανος Ντετσάνσκι καί ὁ γιός τοῦ Ντοῦσαν.(34)
Ἐπίσης μεγάλης ἱστορικῆς σημασίας εἶναι καί
δεκάδες ἄλλες μονές καί ἐκκλησίες ὅπως: Ἡ μονή τῶν Ἀρχαγγέλων τοῦ
1343-1352 κοντά στήν Πριζρένη μέ κτίτορα τό Βασιλιά Ντοῦσαν. Ἡ μονή
καταστράφηκε τό ἔτος 1455 ὅταν οἱ Ὀθωμανοί κατέκτησαν τήν πόλη τῆς Πριζρένης
καί τό 1615 ὁ Σινᾶν Πασάς χρησιμοποίησε τό ὑλικό της γιά νά χτίσει Τζαμί. Ἡ
ἔρευνα τοῦ μοναστηριακοῦ συγκροτήματος ἔγινε τό 1927.
Ἡ μονή Μπάνισκα μέ τήν Ἐκκλησία
τοῦ Ἁγίου Στεφάνου κοντά στήν κωμόπολη Ζβέτσανα τήν ὁποία ἔχτισε ὁ Βασιλιάς
Μιλούτιν μεταξύ τῶν ἐτῶν 1312-1316. Τό μεγαλύτερο μέρος τῆς μονῆς
καταστράφηκε ἀπό φωτιά τόν 15ο αἰώνα.(35)
Ἡ μονή Ντέβιτς μέ τήν Ἐκκλησία
τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου ἡ ὁποία χτίστηκε τό 1434 καί βρίσκεται κοντά στήν
κωμόπολη Σίρμπιτσε (καταστράφηκε στά γεγονότα τοῦ 1999).
Στήν πόλη τῆς Πριζρένης βρίσκονται ἡ Ἐκκλησία τῆς
Παναγίας Λιεβίσκι(36) (ἔχει ὑποστεῖ σοβαρές ζημιές καί κάηκε
ἐσωτερικά τό 1999) τήν ὁποία ἔχτισε ὁ Βασιλιάς Μιλούτιν τό 1306 καί
ἁγιογράφησε ὁ βυζαντινός Μιχαήλ Ἀστραπᾶς, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Νικολάου
τοῦ 1331 (κάηκε ἐσωτερικά τό 1999) καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ
Σωτῆρος (κάηκε τό 1999) ἡ ὁποία εἶναι ἀπό τήν περίοδο τοῦ Βασιλιᾶ
Ντοῦσαν μεταξύ τῶν ἐτῶν 1331-1355.
Ἡ μονή τῆς Παναγίας Χβοστάνσκι,
κοντά στό Πέκιο, γνωστή καί ὡς “Μικρή Στουντένιτσα” χτίστηκε τήν τρίτη
δεκαετία τοῦ 13ου αἰώνα. Ἀρχικά ἐκεῖ ἦταν ἡ ἕδρα τῆς ἐπισκοπῆς
Χβοστάνσκι ἡ ὁποία τό 1381 ἔγινε Μητρόπολη. Τελευταῖος Μητροπολίτης
ἀναφέρεται ὁ Βίκτωρ τό ἔτος 1635. Ἡ μονή καταστράφηκε τήν περίοδο τῶν
Ὀθωμανῶν καί ὅ,τι ἔχει ἀπομείνει ἐρευνήθηκε τό ἔτος 1930.
Ἡ μονή Μπουντισάβτσι ἡ ὁποία
βρίσκεται κοντά στό Πέκιο καί ἡ παράδοση θέλει νά χτίστηκε ἤ ἀπό τόν Βασιλιά
Μιλούτιν (1282-1321) ἤ ἀπό τήν ἀδερφή τοῦ Στέφανου Ντετσάνσκι (1321-1331).
Στά μέσα του 16ου αἰώνα ἡ μονή ἐγκαταλείφθηκε καί ἡ ἐκκλησία
καταστράφηκε. Ὁ Πατριάρχης Μακάριος Σοκόλοβιτς (1557-1571) ἀνακαίνισε τή
μονή τό ἔτος 1568.
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Βάγκανες ἡ ὁποία
χτίστηκε τό 1354 καί εἶναι ἀφιερωμένη στή Θεοτόκο βρίσκεται κοντά στήν
κωμόπολη Νόβο Μπρντό.
Ἡ Ἐκκλησία τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου
στήν κωμόπολη Λίπλιαν, κοντά στήν Πρίστινα, χτίστηκε τό 1331. Ἡ Ἐκκλησία
καταστράφηκε ἀπό τούς Ὀθωμανούς καί ἀνακαινίστηκε τόν 16ο αἰώνα.
Ἡ μονή Γκόριοτς πού βρίσκεται
στήν περιοχή τῆς Μπέλα Στενά χτίστηκε τήν περίοδο τοῦ Βασιλιᾶ Στέφανου
Ντετσάνσκι μεταξύ τῶν ἐτῶν 1321-1331.
Ἡ μονή τῶν Ἁγίων Κοσμᾶ καί Δαμιανοῦ
τῶν Ἀναργύρων, στό Ζότσιτσε, κοντά στήν κωμόπολη Ὀράχοβατς (ἔχει ὑποστεῖ
σοβαρές ζημιές ἀπό τό 1999). Οἱ πρῶτες γραπτές ἀναφορές μιλοῦν ὅτι χτίστηκε
τό ἔτος 1327 ἀλλά ἡ παράδοση θέλει νά εἶναι ἀπό τόν 12ο αἰώνα.
Στό χωριό Κμέτοβτσε ὑπάρχουν τά ἀπομεινάρια τῆς
μονῆς καί τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Δημητρίου πού χτίστηκαν τήν περίοδο
τοῦ Βασιλιᾶ Ντοῦσαν (1331-1355). Καταστράφηκαν κατά τή μάχη τοῦ
Κοσσυφοπεδίου τό ἔτος 1389.
Ἡ μονή Σοκόλιτσα ἡ ὁποία
βρίσκεται στό χωριό Μπόλιετιν εἶναι τοῦ 14ου αἰώνα.
Ἡ μονή Οὔμποζατς ἡ ὁποία
βρίσκεται κοντά στήν Κόσοβσκα Καμένιτσα χτίστηκε στίς ἀρχές τοῦ 14ου
αἰώνα. Πιθανόν καταστράφηκε τό 1690 μετά τήν ἀποτυχημένη ἐπανάσταση τῶν
Σέρβων κατά τῶν Ὀθωμανῶν καί τή μεγάλη ἀναγκαστική μετανάστευση τῶν Σέρβων
στήν Αὐστροουγγαρία.
Αὐτά εἶναι μερικά ἀπό τά πιό παλιά Ὀρθόδοξα
Ἱστορικά Μνημεῖα τῆς περιοχῆς τοῦ Κοσσυφοπεδίου. Στό βιβλίο “Memorandum o
Kosovu i Metohiji”, τό πιό ἐπίσημο δημοσίευμα τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησία γιά τό ζήτημα τοῦ Κοσσυφοπεδίου, ἀναφέρεται ἕνας πραγματικά ἄκρως
ἐντυπωσιακός ἀριθμός χιλίων τριακοσίων (1300) μονῶν καί ἐκκλησιῶν πού
χτίστηκαν ἀπό τόν 12ο ἕως τόν 20ο αἰώνα.(37)
Σήμερα τό Κοσσυφοπέδιο, ἄν καί τυπικά
ἐξακολουθεῖ νά ἀνήκει στή Σερβία, βρίσκεται ὑπό τήν προστασία τῶν Ἡνωμένων
Ἐθνῶν. Εἶναι ἕνα ἀνοικτό τραῦμα πού αἱμορραγεῖ ἀπό τό 1999 καί ἡ τύχη τῶν
Σέρβων, πού ἔχουν παραμείνει ἀκόμα ἐκεῖ, ἀβέβαιη. Ἄν θά θέλαμε μέ
μία φράση νά ποῦμε τί εἶναι τό ζήτημα τοῦ Κοσσυφοπεδίου, θά μπορούσαμε νά
ποῦμε ὅτι εἶναι ἡ σύγκρουση τοῦ ἱστορικοῦ δικαίου τῶν Σέρβων μέ τό ἐθνικό
δίκαιο τῶν Ἀλβανῶν πού στηρίζεται στή σημερινή πληθυσμιακή τους ὑπεροχή στό
νά διεκδικοῦν τό δικαίωμα τῆς αὐτοδιάθεσης. Πάντως θαυμαστό εἶναι καί
τό πῶς ὁ Θεός ἐνεργεῖ μυστηριωδῶς στήν ἱστορία καί σήμερα παρ’ ὅλα τά
προβλήματα, τά ἐναπομείναντα μοναστήρια τοῦ Κοσσυφοπεδίου ζοῦν τό ἀπόγειο
τῆς ἀκμῆς τους μέ νέους πού ἔρχονται ἀπό ὅλα τά μέρη τῆς Σερβίας γιά νά
μονάσουν ἐκεῖ.
Κλείνοντας τή μικρή αὐτή ἀναφορά στό ζήτημα τοῦ
Κοσσυφοπεδίου θά ἤθελα νά τελειώσω μέ ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τό “Μήνυμα τῆς Ἱερᾶς
Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας περί τοῦ
Κοσσυφοπεδίου”, τῆς 25ης Μαΐου 2007: “…προσευχόμεθα εἰς τόν Θεόν,
ὃπως εἰς πάντα τά ἒθνη καί πάσας τάς κοινότητας τοῦ Κοσόβου καί τῶν Μετοχίων
χαρίσηται ἱστορικήν καταλλαγήν, μέλλον εἰρηνικόν, ζωήν ἀντάξιαν ἀνθρώπου καί
πᾶσαν εὐλογίαν.
…Κόσοβο καί Μετόχια εἶναι, ὑπό τήν πνευματικήν
καί ἠθικήν ἒννοιαν, ἡ καρδιά τῆς Σερβίας καί ἡ ψυχή τοῦ σερβικοῦ λαοῦ…
… ἡ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Σερβικῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ποιεῖται ἒκκλησιν πρός τά Ἡνωμένα Ἒθνη καί πρός πάντα τά
κράτη τοῦ κόσμου τά δυνάμενα νά ἐπηρεάζουν τάς ἐξελίξεις, ὃπως συνδράμουν
ἀρωγά εἰς ἐξεύρεσιν τοιαύτης ἀκριβῶς λύσεως, - δικαίας καί εὐαποδέκτου δι’
ὃλους, - λύσεως, ἡ ὁποία θα ἱκανοποιήσῃ καί τά νόμιμα συμφέροντα τῆ Σερβίας
καί τά νόμιμα συμφέροντα τῆς ἀλβανικῆς ἐθνικῆς κοινότητος εἰς το
Κοσσυφοπεδιον καί τά Μετόχια…”(38)
Γεώργιος Νεκτάριος
Ἀθ. Λόης
Διδάκτωρ Θεολογίας - Ἱστορίας
Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης
Παραπομές
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
5.Ἐγκυκλοπαίδεια
“2002”, τόμος 2ος
|