«Ο κίνδυνος της αποτυχίας του πολέμου στον Λίβανο»
Αλέξανδρος Κούτσης
Επίκουρος Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής Επιστήμης, Πάντειο Πανεπιστήμιο
Αντίβαρο, Αύγουστος 2006
Η κρίση στον Λίβανο και τη Γάζα αποκαλύπτει αρκετά σοβαρά πράγματα. Πρώτον, επιβεβαιώνει ότι η μικρή φίλο-ισραηλινή ομάδα των νέο-συντηρητικών που διαμορφώνουν την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, και που ηγείται ο αντιπρόεδρος Ντικ Τσένι, προχωρά απτόητη στην εφαρμογή του σχεδίου που είχε προετοιμάσει το 1996 σχετικά με το μέλλον των Αραβικών κρατών στη Μέση Ανατολή. Το σχέδιο αυτό στηρίζεται στη λογική ότι τα κράτη αυτά δημιουργήθηκαν τεχνητά μετά τον ʼ Παγκόσμιο Πόλεμο από θρησκευτικές ή εθνικές οντότητες και ότι θα πρέπει να διασπαστούν με βάση τα συστατικά τους στοιχεία, έτσι ώστε να μην αποτελούν ισχυρά εμπόδια στην επιβολή της αμερικανικής όσο και της ισραηλινής ηγεμονίας στην περιοχή. Η εφαρμογή του σχεδίου θα ξεκινούσε με το Ιράκ και θα ακολουθούσαν αμέσως ο Λίβανος και η Σύρια. Μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στη Νέα Υόρκη το 2001, το σχέδιο περιέλαβε και τη Σαουδική Αραβία, θέτοντας το τμήμα με τα κοιτάσματα πετρελαίου υπό τον έλεγχο αμερικανικών πετρελαϊκών εταιρειών . Η διάλυση του Ιράκ άρχισε το 2003, τώρα προωθείται εκείνη του Λίβανου.
Το δεύτερο σημείο στην σημερινή κρίση είναι ότι η ομάδα του Ντικ Τσένι δεν έχει μάθει τίποτα από τα που έχει κάνει στο Ιράκ. Όλα δείχνουν ότι οι στρατιωτικές επιχειρήσεις του Ισραήλ είχαν προσχεδιάσει πολύ καιρό πριν, προφανώς με τη συμμετοχή της Ουάσιγκτον, και ετέθησαν σε εφαρμογή με την πρώτη ευκαιρία που παρουσιάστηκε. Βασικός στόχος είναι να ξεσηκώσουν τις άλλες εθνικές και θρησκευτικές μειονότητες εναντίον των Λιβανέζων σιιτών που εκπροσωπεί η Χεζμπολάχ και να την εξαναγκάσουν να αφοπλιστεί. Όμως, ο ανελέητος βομβαρδισμός όλου του Λιβάνου από την ισραηλινή πολεμική μηχανή, ιδίως της πολιτικής υποδομής και των ιδιωτικών βιομηχανιών τροφίμων και φαρμάκων, έφεραν ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα . Συσπείρωσε τις αντί-αμερικανικές και αντί-ισραηλινές δυνάμεις, αποδυναμώνοντας έτσι την κυβέρνηση του πρωθυπουργού Σινιόρα που είχαν αναδείξει οι ΗΠΑ. Ανέδειξε την Χεζμπολάχ ως τη μόνη στρατιωτική δύναμη ικανή να αναχαιτίσει την ισραηλινή εισβολή και δημιούργησε έναν νέο πόλο έλξης μουσουλμάνων τζιχαντιστών που λαχταρούν να πολεμήσουν εκείνους που επιτίθενται εναντίον των ομοθρήσκων τους.
Τρίτον, η άρνηση της Ουάσιγκτον να συμβάλλει στη επιβολή μιας εκεχειρίας ώστε να δρομολογηθεί η διπλωματική λύση του προβλήματος δείχνει ότι οι ΗΠΑ δεν υπολογίζουν τους ευρωπαίους σύμμαχους τους στη χάραξη των γεωπολιτικών και στρατηγικών στόχων τους. Υποθάλπουν τον ρόλο τους στις διεθνής εξελίξεις και εκθέτουν των το κύρος τους στη Μέση Ανατολή, με μακροχρόνιες συνέπειες για την Ευρώπη στην διεθνή σκηνή.
Τέταρτον, η σύμπραξη ΗΠΑ Ισραήλ δείχνει ότι ξεκίνησαν ήδη οι προετοιμασίες για την επίθεση κατά του Ιράν. Η συνεχής αναφορά στην ανάμειξη του Ιράν στην απαγωγή του ισραηλινού στρατιώτη θυμίζει την επιτυχημένη εκστρατεία της Ουάσιγκτον να συνδέσει τον Σαντάμ Χουσεΐν με τις τρομοκρατικές επιθέσεις στη Νέα Υόρκη και να καλλιεργήσει έτσι μια συναίνεση εντός των ΗΠΑ για επίθεση κατά του Ιράκ.
Όλα αυτά, όμως εξαρτώνται από την πορεία των εξελίξεων. Είναι φανερό ότι οι ΗΠΑ θα δώσουν αρκετό χρόνο στο Ισραήλ ώστε να εξουδετερώσει τη Χεσπολάχ. Αυτό δεν φαίνεται να επιτυγχάνεται με αεροπορικές επιθέσεις και θα χρειαστούν χερσαίες επιχειρήσεις στις οποίες οι Χεσμπολάχ να είναι ικανή αντίπαλος, ιδίως αν ενισχυθεί από τζιχαντιστες από άλλα μουσουλμανικά κράτη.
Αυτό το κείμενο είναι γραμμένο σε μονοτονικό. Διαβάστε την πολυτονική του έκδοση.
|