ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ
Γεώργιος Βοσκόπουλος
Στη μεταψυχροπολεμική εποχή δύο νέοι όροι κυριαρχούν στο λεξιλόγιο των κοινωνικών επιστημών, η παγκοσμιοποίηση και η λεγόμενη νέα τάξη πραγμάτων. Η δεύτερη βρίσκεται υπό διαμόρφωση, ενώ η πρώτη αποτελεί το μηχανισμό εξομάλυνσης των κοινωνικο-οικονομικών πολιτικών και πολιτισμικών δεδομένων, προκειμένου να δημιουργηθεί μία νέα παγκόσμια πολιτική και οικονομική τάξη της οποίας θα ηγούνται η το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Παγκόσμια Τράπεζα, το G8 και η Ατλαντική Συμμαχία.
Η έννοια της παγκοσμιοποίησης ενέχει δύο κεντρικούς παραμέτρους, την οικονομική και την πολιτισμική, οι οποίες αποτελούν και τα δύο βασικά πεδία δράσης των παραγόντων, οι οποίοι επιδιώκουν να διαμορφώσουν τις νέες παγκόσμιες πολιτικο-οικονομικό-κοινωνικές νόρμες. Κοινό σημείο και των δύο πεδίων της παγκοσμιοποίησης αποτελεί η ομογενοποίηση και η εξάλειψη της διαφορετικότητας, είτε αυτή είναι οικονομική (περιορισμοί από κρατική παρεμβατική πολιτική), είτε είναι πολιτισμική. Η παγκοσμιοποίηση αποτελεί σήμερα φαινόμενο εν εξελίξει, ως εκ τούτου δεν είναι δυνατόν να προβλεφθεί εκ του ασφαλούς το αποτέλεσμα των διεργασιών που προωθούνται σε παγκόσμιο επίπεδο και με θέρμη από ακραίους γκλομπαλιστές.
Στο πολιτικό-πολιτισμικό πεδίο οι εν λόγω διεργασίες αφορούν το ρόλο ή ακόμα και την επιβίωση του κράτους-έθνους, το οποίο σημειολογικά αλλά και λειτουργικά διαφαίνεται να αποτελεί έννοια και θεσμός μη συμβατός με τους στόχους που θέτει η παγκοσμιοποίηση, καθώς η πλήρης απελευθέρωση των αγορών διαβρώνει την εθνική κυριαρχία και μεγεθύνει το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών λαών(1). Το ζητούμενο στη νέα χιλιετία είναι ο νέος ρόλος του έθνους-κράτους, αλλά και των πολιτικών ελίτ στη διαδικασία διακυβέρνησης μίας κρατικής οντότητας.
Στη μεταψυχροπολεμική εποχή, η αυτοτέλεια δράσης του έθνους-κράτους τουλάχιστον στο πεδίο μακροοικονομικής διαχείρισης, έχει αναμφίβολα περιορισθεί. Ωστόσο, το κράτος ως οντότητα με κανονιστικές/ρυθμιστικές εξουσίες εξακολουθεί να παραμένει ισχυρό σε βαθμό που να του επιτρέπει να λειτουργεί προς όφελος της τοπικής κοινωνίας που εκπροσωπεί. Αυτό ωστόσο που δεν έχει αποσαφηνισθεί είναι αν θα εξακολουθήσει να λειτουργεί στο μέλλον ως ο εντολοδόχος της τοπικής κοινωνίας ή απλά ως ο διαχειριστής ενός υπερεθνικού κέντρου λήψης αποφάσεων. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι στις “αναδυόμενες νέες μορφές διακυβέρνησης των διεθνών αγορών οι εθνικές κυβερνήσεις θα διαδραματίζουν ένα νέο ρόλο, λιγότερο αυτοτελή…[ο οποίος θα εστιάζεται] στο ρόλο του αρωγού/εντολοδόχου μιας παγκόσμιας/διεθνούς οντότητας”(2). Η προβληματική που προκύπτει από τα παραπάνω εστιάζεται στο κατά πόσο οι τοπικοί εκπρόσωποι του παγκόσμιου διεθνοποιημένου κεφαλαίου θα αποτελούν αξιόπιστους εκπροσώπους της τοπικής κοινωνίας. Μέχρι σήμερα ο ρόλος των πολιτικών ελίτ προσδιορίζονταν με αποκλειστικό γνώμονα την αμφίδρομη σχέση τους με το τοπικό στοιχείο καθώς οι εθνικές ελίτ, ως η “κυρίαρχη μειονότητα”(3) ενός υπο-εθνικού περιβάλλοντος λειτουργούσαν με αποκλειστικό γνώμονα το συμφέρον της τοπικής κοινωνίας. Οι παρενέργειες της παγκοσμιοποίησης απειλούν να διαρρήξουν τους δεσμούς μεταξύ των εθνικών πολιτικών ελίτ και των τοπικών κοινωνιών, ειδικά στη περίπτωση μικρών, αναπτυσσόμενων χωρών, στις οποίες οι πολιτικές ηγεσίες αναλαμβάνουν δεσμεύσεις έναντι υπερεθνικών κέντρων εξουσίας, τα οποία δεν επηρεάζονται από καμίας μορφής δέσμευση έναντι υπο-εθνικών κέντρων λήψης αποφάσεων. Το ζητούμενο προκειμένου να υπάρξει μία εξισορροπημένη σχέση μεταξύ της επιβαλλόμενης νόρμας παγκοσμιοποίησης και των αναγκών μίας τοπικής κοινωνίας είναι κατά πόσον οι πολιτικές ελίτ θα αυτοπροσδιορίζονται και λειτουργικά ως “εθνικές” ελίτ ή ως “υπερεθνικοί εντολοδόχοι”. Μία άποψη υποστηρίζει ότι μία νέα μορφή διακυβέρνησης θα ανατρέψει τις μέχρι σήμερα ισορροπίες στο πεδίο του έθνους-κράτους, καθώς αυτό θα λειτουργεί πλέον ως τοπικός διαχειριστής υπερεθνικών κέντρων, προσφέροντας νομιμότητα στις αποφάσεις που θα λαμβάνονται εκτός εθνικής επικράτειας.
Με την εν λόγω πιθανή εξέλιξη μπορούμε να συσχετίσουμε το μοντέλο του Barry Buzan, με το οποίο περιέγραψε δύο ανόμοιες μορφές κράτους, προσδιοριζόμενων από τους στόχους που έχουν θέσει οι πολιτικές ελίτ. Ο πρώτος τύπος (minimal state) θεμελιώνεται στην αντίληψη του John Locke περί κοινωνικού συμβολαίου και περιγράφει μία μορφή κράτους με προσανατολισμούς τέτοιους, που να εξυπηρετούν τις ανάγκες και επιθυμίες των ατόμων που το συνθέτουν. Στην εν λόγω πολιτειακή οργάνωση διακρίνεται ταύτιση μεταξύ των στόχων μεταξύ των συντελεστών μονάδων του κράτους (τους πολίτες) και των στόχων του ιδίου του κράτους, όπως αυτοί εκφράζονται από την ηγεσία του. Το δεύτερο “μοντέλο” κράτους (maximal state) είναι “είτε κάτι πολύ περισσότερο από το σύνολο των μερών του (πχ. τη λαϊκή βούληση, τα επί μέρους συμφέροντα των πολιτών του), είτε κάτι διαφορετικό από αυτούς, και, ως εκ τούτου έχει τα δικά του συμφέροντα(4). Σύμφωνα με το προτεινόμενο μοντέλο μπορεί ένα κράτος να μην εκφράζει τις πραγματικές επιθυμίες των πολιτών του, καθώς στοχεύει πρώτιστα στην ικανοποίηση των δικών του στόχων “σε βάρος των επιθυμιών/συμφερόντων της πλειοψηφίας των ατόμων, όπως αυτά εκφράζονται εντός αυτού(5). Σε μία τέτοια περίπτωση, παρατηρείται κοινωνικός αναβρασμός/απορύθμιση, καθώς η ασυμβατότητα των ιδίων στόχων του κράτους με τις επιθυμίες των ατόμων που οργανώνονται υπό αυτό δημιουργεί σύγκρουση συμφερόντων. Το κράτος πλέον λειτουργεί προς ίδιον όφελος, μην εκφράζοντας ή διαστρεβλώνοντας τη λαϊκή βούληση, με αποτέλεσμα να μην ικανοποιεί τις επιθυμίες της πλειοψηφίας, οι αντιδράσεις της οποίας ωστόσο μετριάζονται με τη χειραγώγηση μέσα από τα ελεγχόμενα ΜΜΕ, τα οποία αποτελούν την αιχμή του δόρατος της επιδιωκόμενης πολιτικής κοινωνικοποίησης(6) των ατόμων, προκειμένου να γίνουν αποδεκτοί οι νέοι στόχοι.
Στο χώρο της ΕΕ το δικαίωμα του εθνικού κέντρου λήψης αποφάσεων να προσδιορίζει τις σχέσεις του κράτους έναντι μεμονωμένων ατόμων ήδη φαίνεται να τίθεται σε δεύτερη μοίρα, όπως διαφαίνεται και με τη Συνθήκη Σένγκεν, με την οποία επιβάλλεται στις εθνικές πολιτικές ηγεσίες να αποδέχονται χαρακτηρισμούς φυσικών προσώπων ως “επικίνδυνα”, με μοναδικό γνώμονα την αξιολόγηση ενός υπερεθνικού κέντρου λήψης αποφάσεων. Από τη μέχρι τώρα ανάλυση διαφαίνεται ότι το πρόβλημα δεν βρίσκεται στην υιοθέτηση υπερεθνικών δομών και μορφών διακυβέρνησης, αλλά πρώτον στην εξισορροπημένη σχέση μεταξύ κεντρικής εξουσίας και των τοπικών πολιτικών ελίτ και δεύτερον στο κατά πόσο είναι δυνατόν ένα απρόσωπο, απομακρυσμένο, υπερεθνικό κέντρο εξουσίας να λάβει υπόψη του τις ιδιαιτερότητες και ξεχωριστές ανάγκες μίας τοπικής κοινωνίας, η οποία αποτελεί μία διοικητική περιφέρεια με την οποία δεν τη “δένουν” ούτε συναισθηματικοί ούτε άλλοι δεσμοί. Πιθανή λύση στο εν λόγω πρόβλημα θα ήταν η ομοσπονδιοποίηση της Ευρώπης και η πλήρης πολιτική ένωση με στόχο τη δημιουργία μίας ενιαίας πολιτικής οντότητας με διεθνή κρατική υπόσταση, ωστόσο αυτό προϋποθέτει αποσαφήνιση του θεσμικού πλαισίου διαμόρφωσης ομοσπονδίας, καθώς και του ρόλου και ειδικού βάρους που θα έχουν οι εταίροι, ώστε να εξασφαλίζεται η ισονομία, η πολιτιστική ιδιαιτερότητα και τυπική ισοπολιτεία μεταξύ εταίρων με ανόμοιο ειδικό βάρος.
Οι στόχοι της παγκοσμιοποίησης στο οικονομικό πεδίο είναι η διαμόρφωση συνθηκών φθηνής εργασίας, η ελαστικοποίηση του νομικού πλαισίου εργασίας η οποία θα επιτρέψει την αύξηση των κερδών του πολυεθνικού κεφαλαίου. Αυτό εξηγεί και τη διεθνή τάση συμπίεσης της αμοιβής εργασίας η οποία θυσιάζεται στο βωμό της ανταγωνιστικότητας. Οι υπέρμαχοι του γκλομπαλισμού και του διεθνοποιημένου κεφαλαίου χρησιμοποιούν συχνά το επιχείρημα του εκσυγχρονισμού των τοπικών κοινωνιών και του “αναπόφευκτου” των αλλαγών στις εργασιακές σχέσεις προκειμένου να δικαιολογήσουν την διαβρωτική διείσδυση των πολυεθνικών σε βάρος των εξουσιών και παρεμβατικού χαρακτήρα του έθνους-κράτους. Το ρητορικό ερώτημα που τίθεται είναι αν η δράση μίας πολυεθνικής σε μία υπανάπτυκτη ή και υπό ανάπτυξη χώρα, όπου η εθνική νομοθεσία δεν προστατεύει τον εργαζόμενο θα οδηγήσει στη διαμόρφωση ενός νέου εργασιακού χάρτη προστασίας της αμειβόμενης εργασίας. Το ερώτημα δυστυχώς δεν επιδέχεται απάντηση με διφορούμενες δελφικές ερμηνείες, καθώς διακηρυγμένος στόχος του διεθνικού κεφαλαίου είναι η ελαχιστοποίηση του κόστους παραγωγής που επιχειρείται με τη συμπίεση των εργασιακών αμοιβών και την ανάπτυξη τεχνολογίας αιχμής.
Θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς λοιπόν, αν πράγματι οι υπό διαμόρφωση κοινωνικο-οικονομικές και πολιτικές συνθήκες σε παγκόσμιο επίπεδο είναι τόσο δυσοίωνες τότε γιατί μέρος των διανοουμένων, των άλλοτε επαναστατών και υπερασπιστών των πένιτων δεν αντιδρά. Στη χώρα μας ειδικότερα οι λεγόμενοι “διανοούμενοι” πλην ορισμένων εξαιρέσεων (βλέπε καθηγητή Βεργόπουλο)(7) έχουν αποδεχθεί πλέον τους όρους που επιβάλλουν οι ισχυροί της γης και σιωπούν. Ελάχιστοι στέκονται κριτικά και με θάρρος απέναντι στην “απολυταρχία του χρήματος”, η οποία εξελίσσεται σε μία εν δυνάμει απειλή για τη δημοκρατία. Σιγά αλλά σταδιακά διαμορφώνεται μία “οριζόντια κουλτούρα” διανοούμενων και τεχνοκρατών οι οποίοι καλούνται να πείσουν τους πλέον δύσπιστους για την “αναγκαιότητα” της επιβολής νέων όρων εργασίας εν ονόματι του ανταγωνισμού. Η μερική απασχόληση αναβιβάζεται σε πανάκεια προκειμένου να αντιμετωπιστεί η ανεργία, γεγονός που οδηγεί στην έκπτωση των δικαιωμάτων του εργαζόμενου, αλλά και στη στοιχειώδη υποχρέωση που έχει το κράτος να τον προστατεύσει. Οι αγορές αποτελούν το κάρο που θα οδηγήσει την ανθρωπότητα σε μία νέα εποχή ημιαπασχόλησης και στην πενία εκατομμύρια εργαζομένων. Ωστόσο ελάχιστοι έχουν την ικανότητα προσομοίωσης ή και το θάρρος ανάλυσης των κοινωνικών προβλημάτων και αντιθέσεων που θα προκύψουν από μία ισοπεδωτική, μονεταριστική μη κοινωνική πολιτική για τις τοπικές κοινωνίες. Ο αιώνας που εισήλθαμε δεν αποτελεί μόνο τον αιώνα της παγκοσμιοποίησης και της νέας πολιτικής και οικονομικής τάξης πραγμάτων, αλλά και τον αιώνα των συγκρούσεων. Αυτές θα λάβουν μορφή διεθνικής διαμαρτυρίας και ταξικής αφύπνισης των μη προνομιούχων χαμηλόμισθων, οι οποίοι θα προσφέρουν φτηνή εργασία. Όπως σωστά επισημαίνει ο Κ. Βεργόπουλος ήδη “τα υπερκέρδη [των πολυεθνικών] προέρχονται όχι από εξειδικευμένη ψηφιακή εργασία αλλά από την υπερεκμετάλλευση ανειδίκευτων και ανίσχυρων ανηλίκων”(8). Ο κίνδυνος “διάχυσης” του εν λόγω φαινομένου σε χώρες υπό ανάπτυξη είναι πλέον ορατός, καθώς θα προσπαθήσουν να γίνουν αποδέκτες ξένων πολυεθνικών κεφαλαίων με την αναθεώρηση των “ανελαστικών” εργασιακών σχέσεων και τη συμπίεση του κόστους εργασίας. Σύμφωνα με εκτιμήσεις Ελλήνων εργατολόγων “η απορύθμιση της εργασίας έχει γίνει σήμερα το νέο επίσημο παγκόσμιο δόγμα της νέας τάξης πραγμάτων”(9).
Θα επιχειρήσουμε να αναλύσουμε τις τρεις θεμελιώδεις υποθέσεις εργασίας(10) βάση των οποίων η παγκοσμιοποίηση με τη νέα εργασιακή νόρμα που επιδιώκει να επιβάλλει θεωρεί ότι θα επιλύσει τα παγκοσμιοποιημένα προβλήματα της ανεργίας και ανάπτυξης. Πρώτον, οι υπέρμαχοι του γκλομπαλισμού υποστηρίζουν ότι “εμπόριο πάνω από όλα σημαίνει ελευθερία”. Ως σημαίνον, η παραπάνω διατύπωση βρίσκει την πλειοψηφία των αναλυτών σύμφωνους. Ωστόσο, το σημαινόμενο της εν λόγω ελευθερίας προϋποθέτει την οριοθέτηση μεταξύ ελευθερίας και ασυδοσίας και εκμετάλλευσης. Με δεδομένο ότι το κράτος υποχωρεί ως ρυθμιστικός/παρεμβατικός παράγων δεν έχει ακόμα αποσαφηνιστεί το ποιος θα μπορέσει εν προκειμένω να ελέγξει ακραίες μορφές εκμετάλλευσης των εργαζομένων. Πρακτικά, κινούμαστε προς την εντελώς αντίθετη κατεύθυνση από αυτή του απόλυτου αντιπαραγωγικού και αντιαναπτυξιακού κρατικού παρεμβατισμού. Υπό αυτό το πρίσμα το κράτος ορθά υποχωρεί, ωστόσο δεν διαφαίνεται να υπάρχει μία ασφαλιστική δικλείδα που θα προστατεύσει τους πολίτες του “παγκόσμιου χωριού”. Ο απόλυτος μη έλεγχος αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε εκφυλιστικά φαινόμενα και ασυδοσία όπως έχει δείξει και η διεθνή πρακτική. Δεύτερος ισχυρισμός των υπέρμαχων της παγκοσμιοποίησης είναι ότι “το ελεύθερο εμπόριο πλουτίζει τους λαούς, ιδιαίτερα τους πιο φτωχούς στις υπανάπτυκτες χώρες”. Η μέχρι σήμερα αναμφισβήτητη διεθνή πρακτική αποδεικνύει ότι οι ανειδίκευτοι εργάτες σε χώρες με οικονομική υστέρηση πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης, καθώς προσφέρουν φθηνό εργατικό δυναμικό, το οποίο επιπλέον στερείται οιονδήποτε δικαιωμάτων λόγω έλλειψης ενός θεσμικού εργασιακού πλαισίου, το οποίο να τους προστατεύει από την χαμηλά αμειβόμενη υπερεργασία. Παρόμοια παραδείγματα καταγγέλθηκαν στους συντηρητικούς Times του Λονδίνου, με αφορμή το πλαίσιο απασχόλησης στη νοτιοανατολική Ευρώπη και χώρες αναφοράς τη Βουλγαρία, όπου οι ωριαίες αμοιβές εργαζομένων σε βιομηχανίες ένδυσης λυμαίνονται μεταξύ 30 και 60p (180-350 δρχ). Εάν μέχρι σήμερα δεν κατέστη εφικτό να προστατευθούν τα δικαιώματα των εργαζομένων μέσα από έναν ενίοτε υπέρμετρο κρατικό παρεμβατισμό είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την απόλυτη απελευθέρωση της αγοράς εργασίας. Τη στιγμή που οι ισχυροί του “παγκόσμιου χωριού” στέκονται αδιάφορα(11) μπροστά στο πρόβλημα της φτώχειας και του υποσιτισμού, της καταπίεσης και της καταστροφής του περιβάλλοντος είναι αδιανόητο να αναμένει κανείς να αναλάβει αυτό το έργο το πολυεθνικό κεφάλαιο. Όπως επισημάνθηκε και στη διακήρυξη της Χιλιετίας του ΟΗΕ, “τα οφέλη από την παγκοσμιοποίηση είναι άνισα μοιρασμένα, όπως άνισα διανεμημένα είναι και τα κόστη”. Η ίδια προβληματική διαφαίνεται και στην Έκθεση για την Ανάπτυξη 2000 του ΟΗΕ όπου η φτώχεια κατηγοριοποιείται ως ζήτημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο απόλυτος στόχος της φθηνής εργασίας δεν φαίνεται να είναι απόλυτα συμβατός και με τις πρόσφατες διακηρύξεις του Κόφι Ανάν περί σεβασμού της πολιτισμικής ιδιομορφίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων(12), τα οποία εκτιμάται πως θα παραβιάζονται όταν οι εργαζόμενοι δεν απολαμβάνουν προστασίας από κανέναν θεσμικό φορέα. Αυτό θα σημάνει και το τέλος του ρόλου του κράτους όχι μόνο ως ρυθμιστή των δρώμενων στο εσωτερικό του αλλά και ως εκφραστή της πλειοψηφίας, οπότε δημιουργείται δημοκρατικό έλλειμμα στον τρόπο διαχείρισης των κοινών μίας οργανωμένης πολιτείας. Τρίτο επιχείρημα στη φαρέτρα των υπέρμαχων της παγκοσμιοποίησης είναι η υπόθεση εργασίας ότι “το εμπόριο βελτιώνει το περιβάλλον, καθώς αυξάνει τα κέρδη, οπότε όσο πιο εύποροι γίνονται οι άνθρωποι τόσο πιο πρόθυμοι είναι να δαπανήσουν στη διατήρηση της οικολογικής ισορροπίας”. Ο παραπάνω ισχυρισμός είναι αληθής κατά το ήμισυ, δηλαδή ότι η αύξηση των εσόδων παρέχει τη δυνατότητα αύξησης των κονδυλίων για την προστασία του περιβάλλοντος. Ωστόσο με την υποχώρηση του κράτους ως ρυθμιστικού/παρεμβατικού παράγοντα και την εξουδετέρωση του από τη διείσδυση του πολυεθνικού κεφαλαίου, δεν διαφαίνεται ποιος μπορεί να λάβει δραστικά μέτρα προκειμένου να ελέγξει τις όποιες οικολογικές παρενέργειες της εμπορικής δραστηριότητας. Χαρακτηριστική περίπτωση η δράση των πολυεθνικών στη νότια Αμερική και η σταδιακή καταστροφή των τροπικών δασών του Αμαζονίου, η υπεραλιείας. Η υπερκατανάλωση και η άλογη αύξηση της παραγωγικότητας οδηγεί σε μία κούρσα αυτοκαταστροφής, ιδιαίτερα καθώς το κόστος της υποβάθμισης του περιβάλλοντος δεν υπολογίζεται στο κόστος αύξησης της βιομηχανικής παραγωγής.
Στην Ευρώπη τα κεντροαριστερά κόμματα βρίσκονται αντιμέτωπα με τις νέες προκλήσεις και καλούνται να αποσαφηνίσουν όχι μόνο τον Ευρωπαϊκό εργασιακό χάρτη αλλά και το ρόλο της ενωμένης Ευρώπης στο νέο διεθνές πολιτικό γίγνεσθαι. Ωστόσο δείχνουν μάλλον αδύναμα να ελέγξουν τις παρενέργειες της παγκοσμιοποίησης όπως διεφάνει και στη διάσκεψη του Βερολίνου για την κεντροαριστερή Ευρώπη(13). Αν μη τι άλλο οι απόψεις μέρους των ειδικών, οι οποίοι επωμίστηκαν το έργο αναζήτησης του νέου ρόλου της κεντροαριστεράς στην Ευρώπη απέχουν παρασάγγας από την κεντροαριστερή κοσμοθεωρία, ενώ ταυτίζονται σχεδόν με το ακραιφνώς νεοφιλελεύθερο αμερικανικό μοντέλο, το οποίο υιοθετήθηκε από την σημερινή κυβέρνηση ως η “απάντηση” στις προκλήσεις τις νέας χιλιετίας.
Η παγκοσμιοποίηση επιδιώκει να αμβλύνει τις όποιες διαφορές μεταξύ των επί μέρους τοπικών κοινωνιών, προκειμένου να επιβάλλει με τη μορφή της πλέον λογικής, ορθολογικής απόφασης, τις λύσεις που εξυπηρετούν τα παγκοσμιοποιημένα συμφέροντα μη κυβερνητικών δρώντων, όπως οι πολυεθνικές εταιρείες. Αναπόφευκτα τίθεται το ερώτημα ως ποιο σημείο η παγκοσμιοποίηση θα διαβρώσει τις ρυθμιστικές και κανονιστικές εξουσίες του έθνους-κράτους. Ενδεχομένως στο μέλλον να ξεπεραστεί το dictum του Μάξ Βέμπερ με το οποίο προσέδιδε στο κράτος το προνόμιο να κάνει χρήση βίας κατά το δοκούν εντός της επικράτειας του(14). Αυτό ωστόσο φαντάζει εξωπραγματικό σήμερα, καθώς οι τοπικές κοινωνίες δεν φαίνονται διατεθειμένες να αποδεχθούν την αλλοτρίωση τους. Το παράδειγμα των Γάλλων αγροτών, οι οποίοι εξεγέρθηκαν κατά της παγκοσμιοποίησης, φτάνοντας μάλιστα και σε ακραίες μορφές αντίδρασης που περιελάμβαναν το κάψιμο καταστημάτων πολυεθνικής αλυσίδας ενδέχεται να ακολουθήσουν και άλλες κοινωνικές ομάδες, οπότε ελλοχεύει ο κίνδυνος κοινωνικής απορύθμισης. Όπως είναι φυσικό, παρόμοιες δυναμικές αντιδράσεις δεν χαρακτηρίζουν τα αντανακλαστικά όλων των Ευρωπαϊκών τοπικών κοινωνιών.
Στην Ελλάδα, μία χώρα με ανεπαρκή βιομηχανική ανάπτυξη και υποδομή και έναν γηρασμένο πληθυσμό, ο οποίος παρουσιάζει έλλειψη αντανακλαστικών και ανικανότητα πρόβλεψης/ προσομοίωσης των κοινωνικών προβλημάτων που θα προκύψουν με την επιβολή της νέας εργασιακής νόρμας, η νέα αντίληψη αναμένεται να δημιουργήσει μία νέα τάξη μη προνομιούχων, γεγονός το οποίο έχει επισημανθεί κυρίως από τους ιδεολογικούς αντιπάλους της παγκοσμιοποίησης το ΚΚΕ(15). Το ζητούμενο είναι να καθορισθεί το ποιος θα έχει το θεσμικό δικαίωμα να παρεμβαίνει όταν η παγκοσμιοποιημένη αγορά εκτρέπεται από κανόνες οι οποίοι δεν βοηθούν την κοινωνική συνοχή των τοπικών κοινωνιών και καταστρατηγούν κάθε είδους εργασιακό προνόμιο προκειμένου να μεγιστοποιηθούν τα κέρδη μίας μικρής παγκόσμιας ολιγαρχίας. Η έκθεση του ΟΗΕ (1998)(16) για την ανθρώπινη ανάπτυξη επισημαίνει ότι 225 άτομα κατέχουν πλούτο ίσο με το ετήσιο εισόδημα 2,5 δις ανθρώπων. Οι εν λόγω δείκτες έχουν επιβαρυνθεί ακόμα περισσότερο τα τελευταία δύο χρόνια σε βάρος των απανταχού μη προνομιούχων ενώ όλα δείχνουν ότι το πολυεθνικό κεφάλαιο δεν κινείται από αλτρουιστικά κίνητρα. Δεν απομένει παρά το κράτος να επανεργοποιηθεί προκειμένου να αναλάβει το νέο παρεμβατικό ρόλο του και να υιοθετήσει μία αναθεωρημένη πολιτική στρατηγική έναντι του απειλητικού φαινομένου της παγκοσμιοποίησης. Δεν νοείται το κράτος να παραμένει ένας “επιτήδειος ουδέτερος” αλλά ένας ουσιαστικός θεσμικός ρυθμιστής των συγκρουόμενων συμφερόντων με δυνατότητα παρέμβασης. Αυτό το οποίο θα πρέπει να λάβουν υπόψη οι εθνικές πολιτικές ελίτ και τα υπο-εθνικά κέντρα λήψης αποφάσεων είναι ότι το πολυεθνικό κεφάλαιο έχει πλέον τη δυνατότητα μετακίνησης ωστόσο τα έθνη διαβιούν και ευημερούν ή δυστυχούν εντός της εθνικής επικράτειας.
_____________________
(1) Βλ. την έκθεση του ΟΗΕ για την ανθρώπινη ανάπτυξη. Ο εφυσηχασμός μερίδας του δημοσιογραφικού κόσμου αλλά και των αυτοαποκαλούμενων "διανοουμένων" στην Ελλάδα μπορεί να αποδοθεί σε διάφορα κίνητρα, προσαρμοσμέα ανάλογα με τον τρόπο προσέγγισης του φαινομένου. Άξιο αναφοράς αποτελούν τα άρθρα "Άνισος ο κόσμος στην εποχή της υπερκατανάλωσης" & "Οι Έλληνες φτωχότεροι όσο ποτέ", Καθημερινή, 13-9-1998, τα οποία φανερώνουν κενό μεταξύ ονομαστικής και ουσιαστικής σύγκλισης που χαρακτηρίζει τη χώρα μας.
(2) Βλ. Paul Hirst & Grahame Thompson, Globalization in Question, Polity Press, London, 1998, σελ.171
(3) Στην επιχειρηματολογία του "Ελιτισμού" αναφέρεται ως "dominant minority" και υποστηρίζεται ότι αυτή η μικρή ομάδα ατόμων "δεν μπορεί να τεθεί υπό τον έλεγχο μαζών (της πλειοψηφίας των πολιτών) με οποιαδήποτε μέσα", καθώς "τα μέλη της ελίτ λόγω της δύναμης, της διάρθρωσης και των πολιτικών ικανοτήτων τους, είναι σε θέση να εκμεταλλεύονται τις θέσεις που κατέχουν με τέτοιο τρόπο ώστε να παρατείνουν την κυριαρχία της ελίτ. Βλ. Parry G., Political Elites, G. Allen & Unwin, London, 1979, σελ.31
(4) Για μια συνολική παρουσίαση βλ. Barry Buzan, People, States and Fear...,
(5) ibid, σελ. 23
(6) Για μια συνολική παρουσίαση βλ. Γ. Βοσκόπουλος, Εθνική Στρατηγική & Πολιτική Κοινωνικοποίηση των Νέων, ΕΛΛΟΠΙΑ.
(7) Βλ. για παράδειγμα τον σχολιασμό του Κ. Βεργόπουλου στην Οικονομική Ελευθεροτυπία, 6-9-2000, "Πράγα 2000".
(8) ibid
(9) Βλ. "Η παγκοσμιοποίηση της απορύθμισης της εργασίας", Ελευθεροτυπία (Οικονομία), 29-7-2000, σελ.41
(10) Οι εν λόγω τρεις υποθέσεις εργασίας επελέγησαν με αφορμή το άρθρο του Economist, "Clueless in Seattle" που δημοσιεύτηκε στις 4-12-1999, σελ.15. Η ίδια επιχειρηματολογία χρησιμοποιήθηκε και στο άρθρο "The real losers from Seattle" (The Economist, Δεκέμβριος 1999) με αφορμή την περσινή σύνοδο του ΔΟΕ στις ΗΠΑ.
(11) Χαρακτηριστική είναι και η δήλωση του ΓΓ του ΟΗΕ Κ. Ανάν κατά την έναρξη της Συνόδου της Χιλιετίας στις αρχές Σεπτέμβρη με την οποία ζήτησε την αρωγή προς τους αναξιοπαθούντες ανά τον κόσμο. Βλ. Ελευθεροτυπία, 7-9-2000, "Δώστε και σώστε", σελ.14
(12) Βλ. Ελευθεροτυπία, 6-9-2000, "έπεσε το ταβάνι του ΟΗΕ", σελ.15
(13) Βλ. "Πλατφόρμα Σημίτη στο Βερολίνο για την Κεντροαριστερά Ευρώπη", ΤΑ ΝΕΑ, 22-5-2000.
(14) Βλ. Max Weber, vol. 1, σελ. 56
(15) Οι απόψεις της ηγεσίας του ΚΚΕ εκφράστηκαν με άρθρο της Αλέκας Παπαρήγα στα ΝΕΑ, στις 18-9-1999, "Και ξαφνικά προέκυψε η παγκοσμιοποίηση".
(16) Βλ. ανάλυση στην Καθημερινή, 'Ανισος ο κόσμος στην εποχή της υπερκατανάλωσης, 13-9-1998, σελ.20