Κατηγορίες άρθρων

 Το νομικά αβάσιμο της προτάσεως Στεφανόπουλου

Αρχική σελίδα
Εξωτ. πολιτική/ Διπλωματία
Εθνικά θέματα
Κοινωνία
Πολιτισμός
Θρησκεία
Διεθνή
Βιβλιογραφία/ Συνδέσεις
Εκδηλώσεις
Οπτικοακουστικό
υλικό
Δελτία
Ενημέρωσης
Ιστολόγιο
Αντίβαρου
ʼγρα γραπτών
Πρόσφατα κείμενα
Με χρονολογική σειρά.
Δελτίο ενημέρωσης!
Εγγραφή Διαγραφή
Συγγραφείς

Αθανάσιος Γιουσμάς
ʼθως Γ. Τσούτσος
ʼκης Καλαιτζίδης
Αλέξανδρος Γερμανός
Αλέξανδρος-Μιχαήλ Χατζηλύρας
Αλέξανδρος Κούτσης
Αμαλία Ηλιάδη
Ανδρέας Σταλίδης
Ανδρέας Φαρμάκης
Ανδρέας Φιλίππου
Αντώνης Κ. Ανδρουλιδάκης
Αντώνης Λαμπίδης
Αντώνης Παυλίδης
Απόστολος Αλεξάνδρου
Απόστολος Αναγνώστου
Αριστείδης Καρατζάς
Αχιλλέας Αιμιλιανίδης
Βάιος Φασούλας
Βαν Κουφαδάκης
Βασίλης Γκατζούλης
Βασίλης Ζούκος
Βασίλης Κυρατζόπουλος
Βασίλης Πάνος
Βασίλης Στοιλόπουλος
Βασίλης Ν. Τριανταφυλλίδης
(Χάρρυ Κλυνν)
Βασίλης Φτωχόπουλος
Βένιος Αγελόπουλος
Βίας Λειβαδάς
Βλάσης Αγτζίδης
Γεράσιμος Παναγιωτάτος-Τζάκης
Γιάννης Διακογιάννης
Γιάννης Θεοφύλακτος
Γιάννης Παπαθανασόπουλος
Γιάννης Τζιουράς
Γιώργος Αλεξάνδρου
Γιώργος Βλαχόπουλος
Γιώργος Βοσκόπουλος
Γιώργος Βότσης
Γιώργος Κακαρελίδης
Γιώργος Καστρινάκης
Γιώργος Κεκαυμένος
Γιώργος Κεντάς
Γιώργος Κολοκοτρώνης
Γιώργος Κουτσογιάννης
Γιώργος Νεκτάριος Λόης
Γιώργος Μαρκάκης
Γιώργος Μάτσος
Γιώργος Παπαγιαννόπουλος
Γιώργος Σκουταρίδης
Γιώργος Τασιόπουλος
Γλαύκος Χρίστης
Δημήτρης Αλευρομάγειρος
Δημήτρης Γιαννόπουλος
Δημήτριος Δήμου
Δημήτρης Μηλιάδης
Δημήτριος Γερούκαλης
Δημήτριος Α. Μάος
Δημήτριος Νατσιός
Διαμαντής Μπασάντης
Διονύσης Κονταρίνης
Διονύσιος Καραχάλιος
Ειρήνη Στασινοπούλου
Ελένη Lang - Γρυπάρη
Ελευθερία Μαντζούκου
Ελευθέριος Λάριος
Ελλη Γρατσία Ιερομνήμων
Ηλίας Ηλιόπουλος
Θεόδωρος Μπατρακούλης
Θεόδωρος Ορέστης Γ. Σκαπινάκης
Θεοφάνης Μαλκίδης
Θύμιος Παπανικολάου
Θωμάς Δρίτσας
Ιωάννης Μιχαλόπουλος
Ιωάννης Χαραλαμπίδης
Ιωάννης Γερμανός
Κρίτων Σαλπιγκτής
Κυριάκος Κατσιμάνης
Κυριάκος Σ. Κολοβός
Κωνσταντίνος Αλεξάνδρου Σταμπουλής
Κωνσταντίνος Ναλμπάντης
Κωνσταντίνος Ρωμανός
Κωνσταντίνος Χολέβας
Λαμπρινή Θωμά
Μαίρη Σακελλαροπούλου
Μανώλης Βασιλάκης
Μανώλης Εγγλέζος - Δεληγιαννάκης
Μάρκος Παπαευαγγέλου
Μάρω Σιδέρη
Μιλτιάδης Σ.
Μιχάλης Χαραλαμπίδης
Μιχάλης Κ. Γκιόκας
Νέστωρ Παταλιάκας
Νικόλαος Μάρτης
Νίκος Ζυγογιάννης
Νίκος Καλογερόπουλος Kaloy
Νίκος Λυγερός
Νίκος Παπανικολάου
Νίκος Σαραντάκης
Νίνα Γκατζούλη
Παναγιώτης Α. Μπούρδαλας
Παναγιώτης Ανανιάδης
Παναγιώτης Ήφαιστος
Παναγιώτης Α. Καράμπελας
Παναγιώτης Καρτσωνάκης
Παναγιώτης Φαραντάκης
Παναγιώτης Χαρατζόπουλος
Πανίκος Ελευθερίου
Πάνος Ιωαννίδης
Πασχάλης Χριστοδούλου
Παύλος Βαταβάλης
Σοφία Οικονομίδου
Σπυριδούλα Γρ. Γκουβέρη
Σταύρος Σταυρίδης
Σταύρος Καρκαλέτσης
Στέλιος Θεοδούλου
Στέλιος Μυστακίδης
Στέλιος Πέτρου
Στέφανος Γοντικάκης
Σωτήριος Γεωργιάδης
Τάσος Κάρτας
Φαήλος Κρανιδιώτης
Φειδίας Μπουρλάς
Χρήστος Ανδρέου
Χρήστος Δημητριάδης
Χρήστος Κηπουρός
Χρήστος Κορκόβελος
Χρήστος Μυστιλιάδης
Χρήστος Σαρτζετάκης
Χριστιάνα Λούπα
Χρίστος Δαγρές
Χρίστος Δ. Κατσέτος
Χρύσανθος Λαζαρίδης
Χρύσανθος Σιχλιμοίρης
Gene Rossides
Marcus A. Templar

Επικοινωνία
Οι απόψεις σας είναι ευπρόσδεκτες!
 

 


Το νομικά αβάσιμο της προτάσεως Στεφανόπουλου
Προσφυγή στο Δικαστήριο της Χάγης

Γιάννης Ξυλούρης

Αντίβαρο, Ιούνιος 2006

Στην “Καθημερινή” της Κυριακής 28-5-2006 διάβασα την πρόταση του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Κωστή Στεφανόπουλου για προσφυγή μας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για όλες συλλήβδην τις Ελληνοτουρκικές διαφορές, προκειμένου να επιλυθούν και όλα μας τα προβλήματα με τη γείτονα. Τόσο απλά.

Δεν θα μ’ εντυπωσίαζε η άγνοια, αν θεωρούσα τον κ. Στεφανόπουλο έναν ακόμα πολιτικό με τη συνήθη έννοια του όρου που αρέσκεται σε μεγαλόστομες πομφόλυγες, ενόψει μάλιστα και του πρόσφατου θανάτου του πιλότου μας.

Όμως ο κ. Στεφανόπουλος τίμησε την Ελληνική Δημοκρατία και υπηρέτησε επάξια και τους τρεις πυλώνες της. Τη νομοθετική εξουσία ως βουλευτής, την εκτελεστική ως υπουργός και μετέπειτα Πρόεδρος της Δημοκρατίας και τη δικαστική ως έγκριτος νομικός.

Η σημερινή θέση του στο πρόβλημα βαθύτατα με απογοήτευσε διότι:

Κατά θεμελιώδη αρχή του διεθνούς δικαίου, η συναίνεση των Κρατών που αποτελούν τα διάδικα μέρη μιας αμφισβητήσεως, αποτελεί τη βασική προϋπόθεση για να επιληφθεί το Διεθνές Δικαστήριο υποθέσεων αντιδικίας.

Στη γνωμοδότηση του 1923 για την υπόθεση της Ανατολικής Καρελίας, το Δικαστήριο της Χάγης διατύπωσε την αρχή της συναινέσεως των διαδίκων Κρατών ως αποκλειστικό θεμέλιο της αρμοδιότητας των διεθνών δικαστηρίων, που αποτελεί άλλωστε ειδικότερη εκδήλωση της αρχής της κυριαρχίας, ως εξής: “...Είναι καθιερωμένο στο διεθνές δίκαιο, ότι καμία Πολιτεία δεν είναι δυνατόν να υποχρεωθεί χωρίς τη συναίνεσή της να υποβάλει τη διαφορά της με άλλη Πολιτεία, είτε σε μεσολάβηση ή διαιτησία είτε σε οποιοδήποτε άλλο είδος ειρηνικού διακανονισμού. Η συναίνεση αυτή μπορει να παρασχεθεί άπαξ με τη μορφή υποχρεώσεως που αναλαμβάνεται ελεύθερα, αλλά μπορεί επίσης να δοθεί και για συγκεκριμένη υπόθεση ανεξάρτητα από οποιαδήποτε υπάρχουσα υποχρέωση”. Τέτοια συναίνεση από την πλευρά της Τουρκίας ουδέποτε υπήρξε, και ουδέποτε προφανώς θα υπάρξει.

Παρ’ όλα αυτά η Ελλάδα μετά από μια σειρά άτυχων πολιτικών χειρισμών και άφρονων δηλώσεων, που ξεκινούν εκείνο το θερμό καλοκαίρι του 1974 και ίσως λίγο πιο πριν, το Νοέμβριο του προηγούμενου έτους με την παραχώρηση αδειών έρευνας και εκμεταλλεύσεως υποθαλάσσιων περιοχών της υφαλοκρηπίδας του βορειοδυτικού Αιγαίου από την Τουρκική Κυβέρνηση στην Κρατική Τουρκική Εταιρεία Πετρελαιοειδών (η αναλυτική αναφορά τους θ’ αποτελούσε κατάχρηση της φιλοξενίας σας) προσέφυγε μονομερώς στο Δικαστήριο της Χάγης στις 10 Αυγούστου 1976, με τα αιτήματα:

α) Ν’αναγνωρισθεί ότι τα ελληνικά νησιά Σαμοθράκη, Λήμνος, ʼγιος Ευστράτιος, Λέσβος, Χίος, Ψαρά, Αντίψαρα, Σάμος, Ικαρία και τα Δωδεκάνησα, ως τμήμα της ελληνικής επικράτειας δικαιούνται υφαλοκρηπίδας, β) Να οριοθετηθεί η υφαλοκρηπίδα Ελλάδας και Τουρκίας, σύμφωνα με τις αρχές και τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, τους οποίους το Δικαστήριο θα προσδιορίσει ως εφαρμοστέους στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στις σχετικές περιοχές του Αιγαίου, γ) Ν’αναγνωρισθεί ότι η Ελλάδα δικαιούται ν’ασκήσει επί της υφαλοκρηπίδας της κυριαρχικά και αποκλειστικά δικαιώματα έρευνας, εξερευνήσεως και εκμεταλλεύσεως των φυσικών πόρων, δ) Ν’αναγνωρισθεί ότι η Τουρκία δεν δικαιούται έρευνας, εξερευνήσεως ή εκμεταλλεύσεως επί της ελληνικής υφαλοκρηπίδας χωρίς τη συγκατάθεση της Ελλάδας, ε) Ν’αναγνωρισθεί ότι οι δραστηριότητες της Τουρκίας συνιστούν παραβίαση των κυριαρχικών και αποκλειστικών δικαιωμάτων της Ελλάδας να εξερευνά και να εκμεταλλεύεται την υφαλοκρηπίδα της ή να εξουσιοδοτεί τη διεξαγωγή επιστημονικών ερευνών επ’αυτής, και στ) Να υποχρεωθεί η Τουρκία ν’απόσχει από τη συνέχιση των δραστηριοτήτων της επί της υφαλοκρηπίδας που το Δικαστήριο θα κρίνει ότι είναι ελληνική.

Παρενθετικά αξίζει να επισημανθεί, ότι η υφαλοκρηπίδα αποτελεί την ομαλή συνέχεια της στεριάς και του υπεδάφους κάτω απ’την επιφάνεια της θάλασσας. Αρχίζει δηλαδή από την ακτή και τελειώνει εκεί που η κλίση του βυθού γίνεται απότομα έντονη. Η κλιση αυτή παρατηρείται συνήθως μετά το βάθος των 130 μέτρων μέχρι 200μέτρων, αλλά κατ’ εξαίρεση και στα 50 μ έτρα. Επίσης, ούτε το πλάτος της υφαλοκρηπίδας είναι ομοιόμορφο από περιοχή σε περιοχή.

Υπάρχουν περιοχές όπου το πλάτος αυτό είναι το ελάχιστο ή ανύπαρκτο (Νορβηγία) όπως υπάρχουν και άλλες όπου το πλάτος αυτό φθάνει μέχρι τα 1.300 χιλιόμετρα από την ακτή (ανατολικές ακτές της Ασίας). Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Χάρρυ Τρούμαν, με την ομώνυμη διακήρυξη της 28 Σεπτεμβρίου 1945, έθεσε το θέμα της δικαιοδοσίας του παράκτιου κράτους να εκμεταλλεύεται το βυθό και το υπέδαφος των θαλάσσιων περιοχών που γειτνιάζουν με τις ακτές και βρίσκονται εκτός των χωρικών υδάτων. Τα κυριαρχικά δικαιώματα στην υφαλοκρηπίδα, είναι δικαιώματα επί του εδάφους. Το ότι το έδαφος αυτό είναι υποθαλάσσιο, δεν περιορίζει σε τίποτα την εδαφική κυριαρχία. Η διακήρυξη αυτή δημιούργησε ένα προηγούμενο στη διεθνή πρακτική, που το ακολούθησαν και άλλα κράτη, και αργότερα διατυπώθηκε σε μια σειρά διεθνών συνθηκών που δεν υπάρχει λόγος ν’αναφερθούν εδώ.

Στην προκειμένη περίπτωση η μονομερής ελληνική προσφυγή στο Δικαστήριο, θεμελιωνόταν κατά πρώτο λόγο, σε μια ξεχασμένη διεθνή συνθήκη, στην οποία και οι δύο χώρες είχαν προσχωρήσει. Στη γενική πράξη της Γενεύης του 1928, για την ειρηνική επίλυση των διεθνών διαφορών, της οποίας το άρθρο 17 προέβλεπε ότι όλες οι διαφορές σχετικά με την αμφισβήτηση κάποιου δικαιώματος μεταξύ των συμβαλλομένων κρατών, θα υποβαλόταν προς εκδίκαση στο Διεθνές Δικαστήριο, με εξαίρεση τις ενδεχόμενες επιφυλάξεις που προέβλεπε το άρθρο 39. Κατά το άρθρο αυτό, τα συμβαλλόμενα κράτη μπορούσαν με επιφυλάξεις να εξαιρούν από την υποχρεωτική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου τις διαφορές για θέματα που εμπίπτουν στην εσωτερική δικαιοδοσία των κρατών. Η Ελλάδα, όταν στις 14 Σεπτεμβρίου 1931 είχε προσχωρήσει στη γενική πράξη της Γενεύης, είχε διατυπώσει δύο επιφυλάξεις. Με την πρώτη, εξαιρούσε τις προγενέστερες από την προσχώρηση διαφορές, ενώ με τη δεύτερη εξαιρούσε τις διαφορές πάνω σε ζητήματα που ανήκουν αποκλειστικά στην εσωτερική αρμοδιότητα των κρατών, και ιδιαίτερα τις σχετικές με το εδαφικό καθεστώς της Ελλάδας, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και εκείνες που σχετίζονται με τα δικαιώματα κυριαρχίας της Ελλάδας στα λιμάνια και στις οδούς επικοινωνίας (Ν. 5281/1931 ΦΕΚ Α’ 310/8-9-1931). Για την ιστορία, τις ίδιες εξαιρέσεις από τον δικαιοδοτικό διακανονισμό, και μάλιστα με μονομερή αναιτιολόγητη δήλωση, υιοθετούσε και το άρθρο 4 της Ελληνοτουρκικής Συνθήκης του 1930. Σ’αυτήν ακριβώς τη δεύτερη επιφύλαξη, βάσισε η Τουρκία την ένσταση αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου, υποστηρίζοντας αφενός ότι η γενική πράξη της Γενεύης δεν είχε πλέον καμία ισχύ, και αφετέρου ότι με την προαναφερόμενη επιφύλαξη ρητά εξαιρούνται οι διαφορές εκείνες που υπάγονται στην εθνική δικαιοδοσία των κρατών εφόσον έχουν σχέση με το εδαφικό καθεστώς, όπως είναι η υφαλοκρηπίδα. Η Ελλάδα απέταξε ότι το 1931 που προσχώρησε στη γενική πράξη, δεν είχε ακόμα αναφανεί η έννοια της υφαλοκρηπίδας, και έτσι η επιφύλαξη δεν ήταν δυνατό ν’αναφέρεται σ’αυτήν.

Κατά δεύτερο λόγο, η ελληνική προσφυγή θεμελιωνόταν στο κοινό ανακοινωθέν των Βρυξελλών της 31ης Μαΐου 1975, όπου οι πρωθυπουργοί των δύο κρατών “αποφάσισαν ότι τα προβλήματα πρέπει να επιλυθούν ειρηνικά με τη μέθοδος των διαπραγματεύσεων, και όσον αφορά την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης”. Η Τουρκία αμφισβήτησε το δεσμευτικό χαρακτήρα του κειμένου αυτού, το οποίο αποτελούσε μια απλή δήλωση προθέσεως διαπραγματεύσεων για τα αμφισβητούμενα θέματα, η οποία ούτως ή άλλως έδινε προτεραιότητα στις διαπραγματεύσεις. Μάλιστα η διεξαγωγή διαπραγματεύσεων εκείνητην εποχή, αποτελούσε εμπόδιο για τη δικαστική επίλυση της διαφοράς.

Αξίζει να επισημανθεί ότι η Τουρκία δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο, και πρόεβαλε τις ενστάσεις της με επιστολή του Τούρκου πρέσβη στις 28 Απριλίου 1978. Το Δικαστήριο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 53 του καταστατικού του, σε περίπτωση ερημοδικίας ενός από τους διαδίκους, πριν την κρίση του επί της ουσίας, εξετάζει αυτεπάγγελτα την αρμοδιότητα του.

Έτσι το Δικαστήριο με την απόφαση του της 19ης Δεκεμβρίου 1978, απέρριψε τελικά την ελληνική προσφυγή με 12 ψήφους υπέρ και 2 κατά, για έλλειψη αρμοδιότητας. Ως προς τη θεμελίωση της προσφυγής στη γενική πράξη της Γενεύης, δέχθηκε ότι η ελληνική επιφύλαξη των διαφορών που σχετίζονται με το εδαφικό κεθεστώς και υπάγονται στην εσωτερική δικαιοδοσία των κρατών, ισχύει και στην περίπτωση της υφαλοκρηπίδας, αφού μια επιφύλαξη που ισχύει για το μέλλον περιλαμβάνει και τη μελλοντική εξέλιξη του δικαίου. ως προς τη θεμελίωση της προσφυγής στο κοινό ανακοινωθέν των Βρυξελλών, δέχθηκε το Δικαστήριο ότι από το γενικό πλαίσιο του κειμένου αυτού δεν συνάγεται ότι τα διάδικα μέρη έδωσαν άμεσα και ανεπιφύλακτα τη συναίνεση τους για να φέρουν την υπόθεση στο Δικαστήριο.

Για τη φύση της νομικής δεσμεύσεως των δύο μερών, αν δηλαδή σύμφωνα με το ανακοινωθέν ήταν υποχρεωμένα να συνάψουν συνυποσχετικό ή όχι, το Δικαστήριο δεν έλαβε θέση, με το αιτιολογικό ότι δεν ερωτήθηκε. Το μόνο όφελος που μπορεί να υποστηριχθεί ότι προέκυψε για την Ελλάδα απ’αυτή τη δικαστική περιπέτεια, είναι το γεγονός ότι το Δικαστήριο αναγνώρισε τη νομική, και όχι την πολιτική, φύση της διαφοράς. Η κρίση του Δικαστηρίου ότι “μια διαφορά που χωρίζει δύο κράτη στο θέμα της οριοθετήσεως της υφαλοκρηπίδας τους, μπορεί μεν να συνεπάγεται κάποιο πολιτικό στοιχείο, πλην όμως σαφώς είναι μια από εκείνες όπου τα μέρη αμφισβητούν αμοιβαία ένα δικαίωμα (νομική διαφορά)”, αποτελεί ίσως δικαίωση μιας από τις βασικότερες ελληνικές θέσεις. Η πολιτική διαφορά επιλύεται με διαπραγματεύσεις όπου πάντα κερδίζει ο ισχυρότερος, ενώ η νομική επιλύεται στα δικαστήρια όπου κατά τεκμήριο οι διάδικοι είναι ίσοι.

Παρά την άτυχη δικαστική περιπέτεια μας, η μονομερής προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης μπορεί να επιτευχθεί μόνο έμμεσα. Οταν απειλείται η διεθνής ειρήνη και ασφάλεια, το απειλούμενο κράτος μπορεί να προσφύγει μονομερώς στο Συμβούλιο Ασφαλείας ή στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ κατά τις αντίστοιχες διατάξεις των άρθρων 11 παρ. 2 και 35 παρ. 1 του καταστατικού χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Τα όργανα αυτά, μπορούν να λάβουν μέτρα για τη διαφύλαξη και την προάσπιση της ειρήνης στην περιοχή, είτε άμεσα, είτε αφού ζητήσουν γνωμοδότηση επί του νομικού θέματος της οριοθετήσεως των χωρικών υδάτων και της υφαλοκρηπίδας, από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 96 παρ. 1 του καταστατικού χάρτη των Η.Ε και 65 παρ. 1 του καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου, που αποτελεί παράρτημα του χάρτη. Στην περίπτωση αυτή, η γνωμοδότηση δεν επιλύει νομικά τη διαφορά, αλλά δίδεται στα όργανα των Η.Ε. προκειμένου να λάβουν τ’απαραίτητα μέτρα για τη διατήρηση ή αποκατάσταση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας (γνωμοδότηση του Διεθνούς Δικαστηρίου στην απόφαση της 30-3-1950 περί της ερμηνείας των Συνθηκών Ειρήνης του 1947). Μ’αυτό τον τρόπο, επιτυγχάνουμε αυτό που προσπαθούμε ολόκληρη την τελευταία τριακονταετία. Να σύρουμε δηλαδή την Τουρκία στο Διεθνές Δικαστήριο και να επιλύσουμε μια για πάντα τη διαφορά μας στο επίπεδο της δικαστικής διευθετήσεως, με την εγγύηση του Συμβολίου Ασφαλείας των Η.Ε.

Αυτή τη δυνατότητα την έχει η Ελλάδα ήδη από τις 16 Νοεμβρίου 1994.

Συγκεκριμένα, η διεθνής σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας, οι εργασίες της οποίας ξεκίνησαν στη Νέα Υόρκη το 1973 και κατέληξαν με την υπογραφή της Συνθήκης στο Μοντέγκο Μπέι της Τζαμάικα στις 10 Δεκεμβρίου 1982 όπου πήραν μέρος 151 κράτη, και η οποία ουσιαστικά αποτελεί κωδικοποίηση του μέχρι σήμερα εφαρμοζόμενου διεθνούς εθιμικού δικαίου, προβλέπει το άρθρο 3 ότι “κάθε κράτος έχει το δικαίωμα να καθιερώσει το πλάτος της αιγιαλίτιδας ζώνης του μέχρι ένα όριο που δεν υπερβαίνει τα 12 ναυτικά μίλια”. Το όριο αυτό δεν αφορά μόνο στις ηπειρωτικές, αλλά και τις νησιωτικές ακτές, με μοναδική εξαίρεση τις βραχονησίες που δεν μπορούν να διατηρήσουν ανθρώπινη εγκατάσταση. Κατά συνέπεια, αφού συμφωνα με τα προεκτεθέντα η υφαλοκρηπίδα εκτείνεται από το εξωτερικό όριο της αιγιαλίτιδας ζώνης, της οποίας το πλάτος για πρώτη φορά μπορεί να καθορίζεται μέχρι τα 12 ναυτικά μίλια, τα ελληνικά χωρικά ύδατα μπορούν νόμιμα να επεκταθούν από τα 6 μίλια που είναι σήμερα στα 12, και η ελληνική υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου μπορεί να επεκταθεί και πέρα απ’το πλάτος αυτό.

Πιο απλά, η χρήση του νόμιμου δικαιώματος επεκτάσεως της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 ναυτικά μίλια, λύνει δια παντός το πρόβλημα της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, αφού νομιμοποιεί με το κύρος μιας διεθνούς συμβάσεως την ελληνική θέση, χωρίς προσφυγές σε δικαστήρια και διαιτησίες. Μ’αυτή την επέκταση, λύνεται αυτόματα και ένα άλλο χρονίζον πρόβλημα στο Βόρειο Αιγαίο. Συγκεκριμένα, στη θέση “Μπάμπουρας” που απέχει 9 μίλια ανατολικά της Θάσου και 9 μίλια νότια της Δυτικής Θράκης, έχουν επισημανθεί τεράστιες ποσότητες πλούσιων κοιτασμάτων πετρελαίου, που υπολογίζεται ότι καλύπτουν τουλάχιστον το 20% των ελληνικών αναγκών. Οι ελληνικές κυβερνήσεις από το 1987 δεν προχώρησαν στην άντληση εξαιτίας της αμφισβητούμενης περιοχής, και των τούρκικων απειλών. Έτσι, με τη νέα οριοθέτηση των χωρικών υδάτων από τα 6 στα 12 ναυτικά μίλια η περιοχή αυτή παύει πλέον να είναι αμφισβητούμενη, και ανήκει στην αποκλειστική κυριαρχία της Ελλάδας. Η Ελλάδα, παρ’όλο που έπαιξε σημαντικό ρόλο και είχε ενεργό συμμετοχή στη διαμόρφωση της Συνθήκης αφού ένας εκ των τεσσάρων προέδρων των προπαρασκευαστικών επιτροπών ήταν ο ειδικός νομικός σύμβουλος του ελληνικού Υπουργείου των Εξωτερικών Θεόδωρος Χαλκιόπουλος, δίσταζε να επικυρώσει τη νέα Σύμβαση, όταν η Σύμβαση αυτή είχε ήδη επικυρωθεί απ’ όλα τ’ άλλα Κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

Η Διεθνής Σύμβαση του Μοντέγκο Μπέι, όριζε ρητά στο άρθρο 308, το χρόνο ισχύος της, δώδεκα μήνες μετά την καταχώρηση στη Γραμματεία του ΟΗΕ της 60ης επικυρώσεως ή προσχωρήσεως. Η 60ή επικύρωση καταχωρήθηκε στις 16 Νοεμβρίου 1993 από τη Γουιάνα. Τούτο σημαίνει, πως στις 16 Νοεμβρίου 1994 όσα κράτη είχαν επικυρώσει τη σύμβαση ή είχαν προσχωρήσει σ’ αυτήν μπορούσαν να την επικαλεσθούν άμεσα, ενώ για τα άλλα κράτη η ισχύς της προϋποθέτει επικύρωση κατά το εθνικό δίκαιο.

Έτσι, καθώς πλησίαζε η 16η Νοεμβρίου 1994, η χώρα μας έμαθε για την επικείμενη ισχύ της συμβάσεως, όσο απίστευτο και να φαίνεται, από την κινητικότητα της τούρκικης διπλωματίας, και κυρίως τις εκτοξευόμενες απειλές πολέμου. Η Τουρκία, που είχε ήδη πολεμήσει λυσσαλέα τη Σύμβαση και ήταν ένα από τα τέσσερα κράτη που αρνήθηκαν να την υπογράψουν (μαζί με το Ισραήλ, τις ΗΠΑ και τη Βενεζουέλα για διαφορετικούς λόγους το καθένα) βλέποντας τους ορίζοντές της στο Αιγαίο να στενεύουν, ανέβασε τους τόνους της επιθετικότητας. Παράλληλα κινητοποίησε και όλους εκείνους τους διεθνείς παράγοντες που έχει κατορθώσει να εμπλέξει στην ελληνοτουρκική διαφορά.

Ήδη το αμερικάνικο Υπουργείο Εξωτερικών με γραπτή δήλωση τον Ιούνιο 1994, ευθέως αμφισβήτησε τα 10 ναυτικά του εθνικού εναέριου χώρου μας, ευθυγραμμιζόμενο με την τούρκικη αξίωση. Είναι γεγονός, πως ο σημερινός πρόεδρος της Δημοκρατίας, ως Υπουργός Εξωτερικών τότε, διέψευσε ότι η ελληνική κυβέρνηση δεσμεύθηκε έναντι των Αμερικανών να μην επεκτείνεται τα χωρικά της ύδατα ούτε στο μέλλον. Όμως τον Έλληνα Υπουργό των Εξωτερικών, διέψευσε ο πιο αρμόδιος γι’ αυτό. Ο ίδιος ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, σε συνέντευξή του στην τούρκικη εφημερίδα “Χουριέτ”, διαβεβαίωσε ότι όχι μόνο στις 16 Νοεμβρίου 1994 (ημέρα ενάρξεως ισχύος της Συνθήκης για το νέο Δίκαιο της Θάλασσας) “δεν θ’ αλλάξει τίποτα”, αλλά και όταν ρωτήθηκε για το τι θα συμβεί αν μια μελλοντική ελληνική κυβέρνηση επεκτείνει τα ελληνικά χωρικά ύδατα στα 12 μίλια, απάντησε: “Η δική μας εξωτερική είναι εθνική πολιτική, δεν είναι κομματική εξωτερική πολιτική”.

Υπολογίζει δηλαδή ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, και δυστυχώς όχι άδικα, ότι στο θέμα αυτό υπάρχει “εθνική ομοψυχία”. Ή πιο σωστά “πανεθνική συνενοχή”.

Η Τουρκία απειλώντας με στρατιωτική κατάληψη ελληνικά νησιά του Αιγαίου, και διακηρύσσοντας πως η επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 μίλια αποτελεί αιτία πολέμου στο Αιγαίου, δημιούργησε αίσθηση κρίσεως, έτσι ώστε στο επίπεδο των εντυπώσεων η Ελλάδα θεωρείται ηττημένη. Η χώρα μας επιβεβαίωσε αυτή την εντύπωση, όχι μόνο γιατί δεν τόλμησε να επεκτείνει νόμιμα τα χωρικά της ύδατα, αλλά και υποχωρώντας χωρίς ουσιαστικό αντάλλαγμα στη Συμφωνία Συνδέσεως Ευρωπαϊκής Κοινότητας-Τουρκίας. Η χώρα μας δεν έπραξε ούτε το ελάχιστο των δυνατοτήτων της. Να προσφύγει δηλαδή στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, επικαλούμενη παραβίαση του άρθρου 2 παρ. 4 του Καταστατικού Χάρτη, σύμφωνα με το οποίο απαγορεύεται στα κράτη-μέλη να χρησιμοποιούν στις διεθνείς τους σχέσεις απειλή ή χρήση βίας κατά της εδαφικής ακεραιότητας ή της πολιτικής ανεξαρτησίας οποιουδήποτε κράτους.

Όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις, αντί να φανούν άξιες του ονόματός τους, εμφανίζονται να επιδεικνύουν μια απίστευτη αφασία στις εκτοξευόμενες τουρκικές απειλές και προκλήσεις. Σ’ άλλες εποχές, και κάτω από άλλες συνθήκες, θα ήταν εκτός από γραφική και αρκετά ενδιαέρουσα η μελέτη δύο κομμάτων που ενώ ανδρώθηκαν και κυβέρνησαν χρησιμοποιώντας εθνικιστικούς τόνους, επανέρχονται στην εξουσία ακολουθώντας τέτοια πρωτοφανή υποχωρητικότητα. Μετά την εποχή του Βενιζέλου, τα θέματα της εξωτερικής πολιτικής αποτελούσαν πάντα ένα εύκολο πεδίο... για την Αντιπολίτευση. Στον τομέα αυτό, ουδέποτε διακρίθηκε κυβέρνηση των νεότερων χρόνων. Η μικροκομματική αντιπαράθεση στα θέματα της εξωτερικής πολιτικής, μοιάζει με μία παρτίδα σκάκι για αρχάριους. Καθένας παίκτης ωφελείται από τα λάθη του αντιπάλου του. Αυτό που η διεθνής κοινότητα παραχώρησε, δηλαδή το δικαίωμα αυξήσεως της ελληνικής επικράτειας, που σε άλλους καιρούς την πετύχαμε με ποταμούς αιμάτων στα πεδία των ιστορικών μαχών, σήμερα το απεμπολούμε.

Είναι γνωστό πως οι διεθνείς σχέσεις καθορίζονται στο πεδίο της ισχύος και όχι στο πεδίο της νομιμότητας. Μ’ αυτή την έννοια, το κρίσιμο στοιχείο της διαμάχης δεν είναι πλέον η διεύρυνση των ελληνικών χωρικών υδάτων. Το σοβαρό ζήτημα είναι το κατά πόσο η Ελλάδα θα παραμείνει ανεξάρτητο κράτος που θ’ ασκεί αυτοβούλως τα κυριαρχικά του δικαιώματα ή θα μεταβληθεί σε χώρα περιορισμένης κυριαρχίας που θ’ ασκεί τα δικαιώματά της στο βαθμό που της το επιτρέπει η Τουρκία, με την ανοχή των εταίρων και συμμάχων της. Ποιός θα μπορούσε να εμποδίσει αύριο νέες τουρκικές απειλές πολέμου είτε για την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου, είτε τη μονομερή απομάκρυνση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων από τη Δυτική Θράκη, είτε ακόμα την εξουδετέρωση των ελληνικών αντιστάσεων στην Κύπρο. Το πόσο αποτελεσματική θ’ αποδειχθεί η τούρκικη “διπλωματία των απειλών”, εξαρτάται μόνο από την Ελλάδα. Εξάλλου οι Έλληνες εμπειρογνώμονες, στρατιωτικοί και διεθνολόγοι, έχουν υποστηρίξει ότι θα υιοθετηθεί η ίδια τακτική που ακολούθησε η Τουρκία το 1981, όταν η Συρία αύξησε τα χωρικά της ύδατα από τα 12 στα 35 ναυτικά μίλια. Η Τουρκία διαμαρτυρήθηκε αμέσως, κι έστειλε το στόλο της να κάνει γυμνάσια ανάμεσα στα 12 και τα 35 μίλια. Το πιθανότερο είναι να πράξει το ίδιο αν η Ελλάδα διευρύνει τα χωρικά της ύδατα. Τα πλοία όμως που θα παραβιάσουν τα νέα ελληνικά θαλάσσια όρια, δεν φαίνεται πως θα κλιμακώσουν τα επεισόδια, εξαιτίας του Νατοϊκού παράγοντα. Εξάλλου, οι παραβιάσεις του νέου ορίου δεν πρόκειται τίποτα ν’ αλλάξουν σ’ αυτό που συμβαίνει τακτικά εδώ και χρόνια.

Βέβαια, η ελληνική διστακτικότητα καλύπτεται με την ψευδοπερήφανη κορώνα ότι η χώρα μας θα προχωρήσει στην επέκταση των χωρικών υδάτων, όποτε εκείνη κρίνει. Η θέση αυτή, όχι μόνο αποτελεί “φύλλο συκής” της εθνικής μας φοβίας, αλλά είναι και επικίνδυνη. Η Τουρκία, αν και δεν έχει αποδεχθεί ούτε και έχει επικυρώσει τη νέα Σύμβαση, εντούτοις έχει αυξήσει μονομερώς τα χωρικά της ύδατα στον Εύξεινο Πόντο και στη Μεσόγειο στα δώδεκα ναυτικά μίλια, κι έχει επίσης στο Αιγαίο επεκτείνει την αλιευτική ζώνη της στα δώδεκα μίλια από το 1964, υποστηρίζοντας ότι στα χωρικά ύδατα του Αιγαίου ισχύει τοπικό έθιμο για έξι ναυτικά μίλια. Η ελληνική αναβλητικότητα, και το ενδεχόμενο επεκτάσεως των ελληνικών χωρικών υδάτων στα δώδεκα ναυτικά μίλια μόνο στο Ιόνιο και στο Λιβυκό Πέλαγος, τείνει να επιβεβαιώσει αυτή την άποψη και να συμβάλλει στη δημιουργία ειδικών συνθηκών και τοπικού εθίμου που ανατρέπει τον γενικό κανόνα των δώδεκα ναυτικών μιλίων ειδικά για τη θάλασσα του Αιγαίου. Ο κίνδυνος αυτός επιτείνεται, με τη μοναδική παγκοσμίως εξαίρεση που ισχύει για τη χώρα μας, του κανόνα δηλαδή ότι ο εναέριος χώρος έχει την ίδια έκταση με τον θαλάσσιο. Αντίθετα, η Ελλάδα έχει από το 1931 εναέριο χώρο δέκα ναυτικών μιλίων, και χωρικά ύδατα μόνο έξι ναυτικών μιλίων. Ένας άλλος ορατός κίνδυνος από την αναβλητικότητα της επικυρώσεως, είναι το να χαρακτηρισθεί η καθυστερημένη επικύρωση ως “καταχρηστική” που δεν υπηρετεί τους σκοπούς του δικαίου, και ν’ ακυρωθεί με βάση τη διάταξη του άρθρου 300 της Συνθήκης. Πολύ περισσότερο όταν από χρόνια εκκρεμεί η δημόσια πρόσκληση μας στην Τουρκία, για παραπομπή του θέματος της υφαλοκρηπίδας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, χωρίς δηλαδή έστω και επιφύλαξη του δικαιώματος για μονομερή επέκταση των χωρικών υδάτων μας στσα 12 μίλια.

Χωρίς διάθεση καπηλείας και φτηνές εθνικιστικές κορώνες, αυτό που χρειάζεται άμεσα να γίνει, είναι η θαρραλέα πολιτική βούληση, και η λήψη μέτρων δραστικού και μόνιμου χαρακτήρα. Δηλαδή, η διεύρυνση των χωρικών υδάτων μας στα 12 ναυτικά μίλια. Αν τότε η Τουρκία εξακολουθεί τις απειλές και τις παραβιάσεις του εθνικού εναέριου και θαλάσσιου χώρου μας, μπορούμε να προσφύγουμε μονομερώς όπως προεκτέθηκε, είτε στη Γενική Συνέλευση είτε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ.

Όμως, μετά το προαναφερόμενο ιστορικό, το ερώτημα που εύλογα τίθεται είναι μήπως η φοβία σύμπαντος του ελληνικού πολιτικού κόσμου να επιδιώξει τη νόμιμη επέκταση των χωρικών μας υδάτων οφείλεται και σε άλλους λόγους; Μήπως δηλαδή με τις τόσες συμφωνίες για το Αιγαίο, είτε απευθείας με την Τουρκία είτε μέσα στα πλαίσια του ΝΑΤΟ, έχουμε ήδη δεσμευθεί ή πρόκειται μελλοντικά να δεσμευθούμε ώστε να εμποδίζεται συμβατικά ή εθιμικά, η επέκταση των χωρικών μας υδάτων; Μήπως ακόμα χειρότερα, με τις πιέσεις των συμμάχων μας έχουμε ήδη υπογράψει μυστικές συμφωνίες που μας δεσμεύουν άμεσα; Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά θ’ αποκαλυφθούν στο μέλλον. Εύχομαι η αποκάλυψη να μην είναι οδυνηρή. Εύχομαι να μη ζήσουμε άλλη μια τραγωδία στο Αιγαίο.

Πρωτότυπη δημοσίευση στην εφημερίδα του Ηρακλείου «Πατρίς» στις 29 Μαίου 2006 (http://www.patris.gr/articles/86675

 

Το άρθρο του κ. Στεφανόπουλου:
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_politics_100014_28/05/2006_185616

Αυτό το κείμενο είναι γραμμένο σε μονοτονικό. Διαβάστε την πολυτονική του έκδοση.

http://www.antibaro.gr