Το 1996 ήταν η χρονιά κατά τη διάρκεια της οποίας συνέβησαν πολιτικά γεγονότα (κυβέρνηση Σημίτη στην Ελλάδα) και ελήφθησαν στρατηγικές αποφάσεις (30τές πρόγραμμα εκσυγχρονισμού Τουρκικού Στρατού, στρατιωτική συμφωνία Τουρκίας - Ισραήλ) που εν ολίγοις έθεσαν τα πλαίσια των ελληνο-τουρκικών σχέσεων για τουλάχιστον το α μισό του 21ου αιώνα.
Εκλογή Σημίτη:
Το δόγμα Σημίτη για τη Τουρκία: Ευρώπη και Business
Της εκλογής Σημίτη είχε προηγηθεί η υπογραφή Τελωνειακής Ένωσης Ε.Ε Τουρκίας το 1995 ως αντάλλαγμα για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων μεταξύ Ε.Ε Κύπρου. Το δόγμα Σημίτη έναντι της Τουρκίας ήταν: Ευρώπη και business. H Ελλάδα με χρόνιο εμπορικό έλλειμμα και σταδιακή μείωση των κοινοτικών πόρων λόγω της μέλλουσας διεύρυνσης της Ε.Ε με τα κράτη του πρώην Ανατολικού Συνασπισμού ήθελε πάση θυσία να «κάνει άνοιγμα» στις Τουρκικές αγορές. Οι πρώτες αναγνωριστικές κινήσεις μεταξύ επιχειρηματικών κύκλων Ελλάδος Τουρκίας είχαν γίνει από το 1995, χάρη στη δυναμική της τελωνειακής ένωσης Ε.Ε. Τουρκίας. Ο Σημίτης ήθελε όμως να ενισχύσει το κλίμα εμπιστοσύνης ανάμεσα στις δύο χώρες προκειμένου να ενθαρρύνει τις επιχειρηματικές πρωτοβουλίες. Η κρίση στα Ίμια αποτέλεσε αρχικώς την «ταφόπλακα» κάθε προοπτικής προσέγγισης, γεγονός που έπρεπε να εξισορροπηθεί με νέες πρωτοβουλίες εκ μέρους της Ελλάδος. Η υποχώρηση Σημίτη στο θέμα των S-300 (εγκατάσταση αυτών στη Κρήτη και όχι στη Κύπρο) το 1997, η άρνηση παροχής πολιτικού ασύλου στον Οτσαλάν και το φιάσκο της σύλληψης του το 1998 αποτέλεσαν απόπειρες βελτίωσης του πολιτικού κλίματος Ελλάδος Τουρκίας. Ταυτόχρονα, ήδη από τα τέλη του 1996, με τις ευλογίες της κυβέρνησης Σημίτη άρχισε να λειτουργεί το Ελληνο-τουρκικό forum για πολιτικές υποθέσεις. Επρόκειτο για ένα άτυπο συμβούλιο που θα εξέταζε τα μείζονα προβλήματα των ελληνο-τουρκικών σχέσεων (Αιγαίο, Κύπρος) και στο οποίο συμμετείχαν μεταξύ άλλων γνωστά ονόματα της ελληνική ακαδημαϊκής και οικονομικής ελίτ. Το ζήτημα όμως που απασχολούσε τη κυβέρνηση Σημίτη ήταν κατά πόσο η ελληνική κοινή γνώμη θα επικροτούσε την εν λόγω προσέγγιση. Και το θαύμα έγινε. Οι σεισμοί του 1999 αποτέλεσαν την ιστορική ευκαιρία να ταυτιστεί η ανθρωπιστική αλληλεγγύη με την εξωτερική πολιτική. Είχε βέβαια προηγηθεί η παραίτηση Πάγκαλου (μετά το φιάσκο Οτσαλάν) και η τοποθέτηση Παπανδρέου στο ΥπΕξ. Οι σεισμοί χρησιμοποιήθηκαν ως ένδειξη ειλικρινούς φιλίας προκειμένου να υπογραφούν συμφωνίες χαμηλής πολιτικής (παιδεία, πολιτισμός, περιβάλλον, μεταφορές, ενέργεια, τουρισμός κλπ) και να θεσμοθετηθούν τα ΜΟΕ (Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης) που αφορούσαν μεταξύ άλλων moratorium στο Αιγαίο και επισκέψεις στρατηγών. Η κυβέρνηση Σημίτη στήριξε το σχέδιο Ανάν προκειμένου το αγκάθι του Κυπριακού να μην αποτελέσει λόγο για μελλοντική διατάραξη των οικονομικών σχέσεων Ελλάδος Τουρκίας. Η κυβέρνηση Καραμανλή συνέχισε την ίδια πολιτική (Ευρώπη και business) χωρίς να έχει κατανοήσει τις επιπτώσεις ένταξης της γειτονικής μας χώρας στην Ε.Ε, αν αυτή κάποτε ενταχθεί.
Εξωτερική πολιτική της Τουρκίας:
30τες εξοπλιστικό πρόγραμμα και η συμφωνία με το Ισραήλ
Το 1996 η Τουρκία ανακοίνωσε τη σταδιακή υλοποίηση ενός προγράμματος εκσυγχρονισμού των Ενόπλων της Δυνάμεων. Την ίδια περίοδο σύναψε στρατηγική συμφωνία με το Ισραήλ σε θέματα εξοπλισμού και εκπαίδευσης. Οι λόγοι που οδήγησαν στις εν λόγω αποφάσεις είναι:
1) Ο νέος ρόλος της Τουρκίας ως περιφερειακή δύναμη
Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου «απελευθέρωσε» από το Σοβιετικό Μπλοκ πρώην οθωμανικές επαρχίες (Βαλκάνια), τουρκογενείς περιοχές (Κεντρική Ασία, Καύκασος) και αποδυνάμωσε παίκτες της Μέσης Ανατολής (Συρία). Η Τουρκία θέλει να επανακτήσει τη χαμένη της επιρροή στον ιστορικό γεωπολιτικό της χώρο. Ο εκσυγχρονισμός των ΤΕΔ αποτελεί εργαλείο άσκησης εξωτερικής πολιτικής μέσω των μελλοντικών ειρηνευτικών αποστολών στα πλαίσια του ΟΗΕ, της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Παράλληλα το Αμυντικό δόγμα διατηρείται ανέπαφο και το casus belli στο Αιγαίο (από το 1995) φανερώνει τα πραγματικά κίνητρα της Τουρκίας για νέο-οθωμανική ηγεμονία
2) Το νέο δόγμα του ΝΑΤΟ
Το νέο δόγμα του ΝΑΤΟ, όπως αυτό διαμορφώθηκε στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1990, καλεί τα κράτη μέλη να εκσυγχρονίσουν τις υποδομές τους για να αναλάβουν δράση (στα πλαίσια ανθρωπιστικών επιχειρήσεων διατήρησης ειρήνης) παντού στο πλανήτη. Η Τουρκία διατηρεί το μεγαλύτερο στρατό, στα πλαίσια του ΝΑΤΟ, μετά τις ΗΠΑ. Ο ρόλος της είναι νευραλγικός για τα ατλαντικά συμφέροντα
3) Η αξιοποίηση του ισραηλινού λόμπυ
Η Τουρκία αποτελεί μαζί με την Κίνα και την Ινδία τους βασικούς πελάτες της Ισραηλινής Αμυντικής Βιομηχανίας. Πέρα από την παροχή Ισραηλινής τεχνογνωσίας και την συλλογή πληροφοριών για τη Μέση Ανατολή η Τουρκία χρησιμοποιεί το πανίσχυρο Ισραηλινό Λόμπυ στις ΗΠΑ προκειμένου να μπλοκάρει νόμους και ψηφίσματα (γενοκτονία των Αρμενίων, Κύπρος) αλλά και να προωθήσει τα δικά της αιτήματα (ένταξη στην Ευρώπη, ανοχή στη καταστολή του Κουρδικού). Το Ισραήλ που έχει αναπτύξει τις δορυφορικές του υποδομές αποτελεί για την Τουρκία εναλλακτική επιλογή προμήθειας στρατιωτικού υλικού σε περίπτωση που το ελληνο-αρμενικό λόμπυ στις ΗΠΑ μπλοκάρει πιθανές αμερικανικές πωλήσεις.
4) Το στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα
Η Τουρκία επιθυμεί να εκσυγχρονίσει ριζικά την αμυντική της βιομηχανία και να αυξήσει τις στρατιωτικές της εξαγωγές σε όλο το κόσμο. Μέσα από την συμπαραγωγή αμερικανικού στρατιωτικού υλικού (βλέπε ΤΑΙ) εξοικονομεί πόρους, προσφέρει εργασία σε Τούρκους επιστήμονες και αυξάνει την τεχνογνωσία της. Παράλληλα επιθυμεί τη μεγαλύτερη δυνατή αλληλεπίδραση μεταξύ των τούρκων βιομηχάνων και της κρατικής αμυντικής βιομηχανίας. Ο στρατός παρακολουθεί στενά το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων και δεν επιθυμεί οι Δυτικοί να προβούν σε ανεξέλεγκτες εξαγορές σημαντικών για την εθνική ασφάλεια ΔΕΚΟ.
Η τρέχουσα οικονομική κατάσταση:
Οι εξαγωγές προς την Τουρκία καλύπτουν σήμερα το 4,5% του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών. Για τη Τουρκία το αντίστοιχο ποσοστό είναι 1,9%. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι ελληνικές εξαγωγές προς την Τουρκία καλύπτουν μόνο τα 3/5 των Τουρκικών εξαγωγών προς την Ελλάδα. Ως εκ τούτου η οικονομική διάσταση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής έναντι της Τουρκίας είναι πολύ σημαντική και επηρεάζει καταλυτικά και τις πολιτικές επιλογές της Ελλάδας σε θέματα όπως το Αιγαίο και η Κύπρος. Η Ελλάδα είναι πλέον πολύ επιρρεπής σε μία γεωπολιτική κρίση και προκειμένου να διαφυλάξει πρωτίστως τα οικονομικά της συμφέροντα θα συρθεί σε διαπραγματεύσεις και υποχωρήσεις για τα πολιτικά ζητήματα. Η χώρα μας καθίσταται σταδιακά δορυφόρος της Τουρκικής οικονομίας.
Από την άλλη πλευρά, η Τουρκία ασκεί νέο-οθωμανική οικονομική πολιτική και έχει πετύχει την πολύ-διάσταση στις εξαγωγές της. Οι κατασκευαστικές της εταιρείες χτίζουν κυριολεκτικά τη Κεντρική Ασία, το Καύκασο και το Βόρειο Ιράκ. Ο πρόεδρος Γκιούλ ταξιδεύει στην Ευρασία συνεχώς «κλείνοντας συμβόλαια» που οι Τούρκοι επιχειρηματίες ουδέποτε πίστευαν να κερδίσουν.
Ενδεικτικό είναι ότι ενώ η Τουρκία βρίσκεται στην 6η θέση της λίστας των Ελληνικών εξαγωγών, (ξεπερνώντας και την Κύπρο) η Ελλάδα βρίσκεται εκτός των 15 σημαντικότερων εμπορικών εταίρων στην αντίστοιχη Τουρκική. Επομένως το επιχείρημα ότι η ανάπτυξη των οικονομικών σχέσεων θα λύσει ή θα βοηθήσει στην επίλυση των προβλημάτων των Ελληνο-τουρκικών σχέσεων υπέρ της «καλής γειτονίας» είναι ΛΑΘΟΣ.
Πόσο μάλλον, το επιχείρημα της ένταξης στην Ε.Ε καθώς ουδείς Ευρωπαίος εταίρος δεν πρόκειται να θυσίασει τα ενεργειακά και εμπορικά του συμφέροντα στη Τουρκία για τη μικρή Ελλάδα και το Αιγαίο της.
Η Τουρκία δεν έχει τίποτα να χάσει, προς το παρόν, από μία σοβαρή διατάραξη των σχέσεων της με την Ελλάδα. Αντιθέτως για την Ελλάδα το 4,5% των εξαγωγών της προς την Τουρκία εμπεριέχει τεράστιο οικονομικό κόστος σε μελλοντικές πολιτικές κρίσεις..
Παράλληλα οι άμεσες επενδύσεις της Ελλάδας στη Τουρκία (κυρίως τραπεζικές εξαγωγές) δεν αντισταθμίζονται από τις αντίστοιχες Τουρκικές που κρίνονται προς το παρόν ανύπαρκτες.
Συμπέρασμα:
Η χώρας μας πρέπει να μειώσει την εμπορική της εξάρτηση με τη γείτονα (αλλά όχι το εμπόριο με την Τουρκία) και να την κατευθύνει σε νέες αγορές. Παράλληλα, οφείλει να αξιοποιήσει ακόμα περισσότερο δύο όπλα που διαθέτει: α) την ελληνική διασπορά με τους επιχειρηματίες της και β) την ορθοδοξία. Όσο τα ελληνικά προϊόντα βρίσκουν καταναλωτές και μακριά από την Τουρκία, τόσο πιο ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική μπορεί η Ελλάδα να ασκήσει. Αν δεν ληφθούν άμεσα πρωτοβουλίες προς αυτή την κατεύθυνση, με δεδομένο τα φτηνά Τουρκικά προϊόντα, η Ελλάδα θα καταστεί γεω-οικονομικά νέο- οθωμανική επαρχία μέχρι το 2030.
Ερευνητής: Σύγχρονη Τουρκία, Τουρκική Διασπορά, Σχέσεις
Τουρκίας Αράβων & Τουρκίας Ιράν.
Αρθρογραφεί στη Turkish Daily News.