Τουρκία: Η αντιπαράθεση κεμαλιστών-ισλαμοεκσυγχρονιστών για την ηγεμονία
Θεόδωρος Μπατρακούλης
Μέλος ΣΕΠ Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, Δρ Γεωπολιτικής
Αντίβαρο, Ιούνιος 2007
Η ενταξιακή πορεία προς την Ε.Ε. έφερε στο προσκήνιο και τις εσωτερικές κοινωνικές και πολιτικές αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν την Τουρκία. Αν πραγματοποιούνταν η πλήρης ένταξη, ο κεμαλικός πυρήνας του κράτους και ο στρατός όφειλαν να παραιτηθούν από τα θεσμοποιημένα και άτυπα προνόμιά του. Αυτό φαινόταν πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο. Οι ισλαμοεκσυγχρονιστές - πολιτικοί, διανοούμενοι, μερίδα του επιχειρηματικού κόσμου - , παρά τις οποιεσδήποτε ιδεολογικού χαρακτήρα επιφυλάξεις ή και την αντίθεσή της στην πλήρη ένταξη, θεωρούν χρήσιμη την υποψηφιότητα, ώστε να αποθαρρύνεται νέα ανοικτή παρέμβαση των ενόπλων δυνάμεων.
Η αντιπαλότητα κεμαλιστών-ισλαμοεκσυγχρονιστών οξύνεται ενόψει σειράς αλλαγών και των επικείμενων εντός του έτους εκλογών (Προέδρου της Δημοκρατίας, νέας Εθνοσυνέλευσης). Η Προεδρία της Δημοκρατίας αποτελεί στην Τουρκία σημαντικό πόλο εξουσίας και μέρος του σκληρού πυρήνα του κεμαλισμού. Ο αρχηγός του Κράτους προεδρεύει του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, που συνιστά πραγματική κυβέρνηση της χώρας και στο οποίο ο πρωθυπουργός συμμετέχει ως απλό μέλος, δίπλα στους επιτελάρχες. Μέσα σε κλίμα έξαρσης των εθνικιστικών και αντιευρωπαïκών αισθημάτων της τουρκικής κοινωνίας, οι εκπρόσωποι των δύο πλευρών επιδίδονταν σε μια πλειοδοσία εθνικιστικών δηλώσεων και υπεράσπισης των εθνικών στόχων της Τουρκίας. Σε συνέντευξή στο Der Spiegel τον Απρίλιο ο Ερντογάν ασκούσε έντονη κριτική στη γερμανική προεδρία του Συμβουλίου της Ε.Ε. για τους αργούς ρυθμούς των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Ο Τούρκος πρωθυπουργός καλούσε την Ενωση να αποφασίσει εάν «είναι πραγματικά μια οικογένεια με διαφορετικούς πολιτισμούς ή απλώς μια χριστιανική λέσχη». Η πιθανότητα να καταληφθεί η Προεδρία της τουρκικής Δημοκρατίας από τον Ερντογάν ή τον στενό συνεργάτη του Aμπντουλλάχ Γκιούλ έχει προκαλέσει έντονη αναταραχή στην Τουρκία. Εκατοντάδες χιλιάδες κεμαλιστές πραγματοποίησαν διαδηλώσεις κατά του κυβερνώντος με ισλαμιστικές ρίζες Κ.Δ.Α. (AKΡ) σε μεγάλες πόλεις (Αγκυρα, Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη κ.ά.). Οι διαδηλωτές, εκφράζοντας την αντίθεσή τους στην πλήρη πολιτική κυριαρχία του Ερντογάν, κραύγαζαν συνθήματα που τόνιζαν την προσήλωσή τους στις κεμαλιστικές αρχές. Δεν έλειπε και το σύνθημα «Ούτε Σαρία, ούτε πραξικόπημα». Υπήρχαν απροκάλυπτες κατηγορίες εναντίον του πρωθυπουργού («Ο Ερντογάν είναι προδότης»). Σε κάποια πανώ υπήρχαν σκληρές φράσεις κατά του Ρ. Τ. Ερντογάν και του Α. Γκιούλ, με υπαινιγμούς και ανοιχτές αναφορές σε στενή σύνδεση του τελευταίου με την Ουάσιγκτον [π.χ. ΑΚΡnin Adayι ABD ullah = Ο Αμπντουλλάχ άνθρωπος των ΗΠΑ στο Κ. Δ. Α. (λογοπαίγνιο με τα αρχικά στα τουρκικά των ΗΠΑ και του ονόματος του Γκιουλ)]. Οι διαδηλώσεις θεωρούνται πράξη πίστεως των κεμαλιστών, αλλά και προειδοποίηση του στρατιωτικού κατεστημένου προς τον Ερντογάν για το ενδεχόμενο να ανατραπεί, σε περίπτωση που επέμενε να ελέγξει την Προεδρία της Δημοκρατίας. Αλλοτε το σχετικό προηγούμενο δεν ήταν και τόσο μακρινό στο χρόνο. Με κοινοβουλευτικό πραξικόπημα είχε αποκαθηλωθεί από την πρωθυπουργία ο επίσης ισλαμιστής Ερμπακάν το 1997. Είχε προηγηθεί δήλωση του απερχόμενου Προέδρου Σεζέρ ότι ο κοσμικός χαρακτήρας του κράτους αντιμετωπίζει τη σοβαρότερη απειλή από την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας το 1923.
Η στρατιωτική ηγεσία, «ως αφοσιωμένος υπερασπιστής του κοσμικισμού», παρακολουθούσε με ανησυχία την εκλογική διαδικασία . Το κύριο κόμμα της αντιπολίτευσης, το C.H.P., προσέφυγε στο Συνταγματικό Δικαστήριo, υποστηρίζοντας ότι η διαδικασία της πρώτης, οριακά άκαρπης ψηφοφορίας ήταν ακυρη, εξαιτίας έλλειψης απαρτίας. Το Δικαστήριο, αποδεικνύοντας το ρόλο του ως του δεύτερου, μετά τον στρατό, στυλοβάτη του κεμαλικού βαθέος κράτους, κήρυξε άκυρη την ψηφοφορία. Επρόκειτο για ένα δικαστικό πραξικόπημα. Μετά την έκδοση της απόφασης, ο πρωθυπουργός Ερντογάν έσπευσε να καταγγείλει την «απόφαση ως σφαίρα που στρέφεται κατά της Δημοκρατίας» . Ταυτόχρονα έθεσε και ζήτημα συνταγματικής αναθεώρησης, ώστε ο πρόεδρος της δημοκρατίας να εκλέγεται από το σύνολο του εκλογικού σώματος, να μειωθεί η διάρκεια της θητείας του από επτά σε πέντε έτη, αλλά με δικαίωμα επανεκλογής για δεύτερη θητεία. Τέλος, στην προτεινόμενη δέσμη συνταγματικών μεταρρυθμίσεων, προτεινόταν να μειωθεί η κυβερνητική θητεία από πέντε σε τέσσερα έτη. Ως ημερομηνία πρόωρων εκλογών για νέα Εθνοσυνέλευση ορίστηκε η 22α Ιουλίου 2007. Την ίδια στιγμή, δημοσκόπηση έδειχνε ότι το 63% των εκλογέων στην Τουρκία υποστήριζε την υποψηφιότητα του Γκιούλ, η οποία φαινόταν να κερδίζει έδαφος και ανάμεσα στους ψηφοφόρους και άλλων κομμάτων, πέραν του κόμματος του Ερντογάν. Επί πλέον, στις δημοσκοπήσεις καταγραφόταν άνετο προβάδισμα του Κ.Δ.Α., επιτρέποντας στον αρχηγό του να βαδίσει προς τις εκλογές για νέα Εθνοσυνέλευση από θέση πολιτικής ισχύος. Ωστόσο, αν δύο τουλάχιστον κεμαλιστικά κόμματα κατορθώσουν να υπερβούν το εκλογικό όριο του 10% και εκπροσωπηθούν στη νέα Εθνοσυνέλευση, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα το Κ.Δ.Α. να μη διαθέτει την αναγκαία πλειοψηφία για να εκλέξει δικό του πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Μετά και την δεύτερη ανεπιτυχή προσπάθεια να εκλεγεί πρόεδρος από την Εθνοσυνέλευση, ο Γκιούλ αποσύρθηκε. Για να υιοθετηθούν οι προτάσεις του Κ.Δ.Α. (Α.Κ.Ρ.) αναφορικά με την 10η Δέσμη συνταγματική τροποποίηση απαιτούνταν 367 ψήφοι. Στο ζήτημα της εκλογής του Προέδρου με καθολική ψηφοφορία, το Κ.Δ.Α. είχε μέχρι πρόσφατα την υποστήριξη του μικρού κεντροδεξιού Κόμματος της Μητέρας Πατρίδας (ANAP, ηγέτης του ο Eρκάν Mουμτζού), με τις ψήφους του οποίου συγκέντρωνε τον αριθμό που χρειαζόταν . Ωστόσο, στις 5 Μαίου, το ANAP συγχωνεύτηκε, ενόψει των βουλευτικών εκλογών, με το άλλο μικρό κεντροδεξιό κόμμα, το Κόμμα του Ορθού Δρόμου (ηγέτης ο Mεχμέτ Aγάρ). Στο δεύτερο γύρο (10 Μαίου), παρουσία 370 εκ των 550 βουλευτών, η πρόταση για εκλογή Προέδρου με καθολική ψηφοφορία έλαβε 315 ψήφους. Αναλυτές εκτιμούν ότι, όπως προβλέπεται από το ισχύον Σύνταγμα, η διαδικασία μπορεί να οδηγηθεί είτε σε βέτο που μπορούσε να ασκήσει ο απερχόμενος Πρόεδρος της Δημοκρατίας είτε σε δημοψήφισμα. Η απόφαση εναπόκειτο στον Πρόεδρο Σεζέρ, ο οποίος είχε στη διάθεσή του 15 μέρες για να αποφασίσει επί των σχεδίων νόμων που εγκρίνονται από την Εθνοσυνέλευση. Σε περίπτωση που αποφασιζόταν η διεξαγωγή δημοψηφίσματος, ο νόμος προέβλεπε ότι απαιτούνταν για την πραγματοποίησή του 120 ημέρες. Ο Σεζέρ, γνωστός για την προσήλωσή του στις αρχές και αξίες του κεμαλισμού, διέθετε εκτεταμένα περιθώρια να προχωρήσει σε καθυστερήσεις και να ανατρέψει τα σχέδια του Ρ. Τ. Ερντογάν για χρονική σύμπτωση βουλευτικών και προεδρικών εκλογών. Πάντως, στις 16 Μαίου, έληγε η θητεία του Σεζέρ, και έτσι αυτός θα ασκούσε τα δικαιώματά του έναντι των αποφάσεων της Εθνοσυνέλευσης με την ιδιότητα του υπηρεσιακού Προέδρου. Ηταν τουλάχιστον αμφιλεγόμενη η νομιμότητα της άσκησης από υπηρεσιακό Αρχηγό του Κράτους τέτοιων δικαιωμάτων, που αφορούν τη συνταγματική τάξη. Ο Σεζέρ μπορούσε απλά να καθυστερήσει την επικύρωση της δέσμης συνταγματικών μεταρρυθμίσεων, ώστε αυτές να μην εφαρμοστούν ενόψει των πρόωρων βουλευτικών εκλογών.
Σε περίπτωση άνετης εκλογικής επικράτησης του Κ.Δ.Α., δεν αποκλείεται είτε ο Γκιούλ είτε ο ίδιος ο Ερντογάν να εκλεγεί πρόεδρος της Δημοκρατίας, μεταβάλλοντας τις ισορροπίες του τουρκικού κράτους. Στην περίπτωση αυτή, οι ισλαμοεκσυγχρονιστές θα μπορούσαν να επιχειρήσουν τις αναγκαίες συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, ώστε να περιοριστεί ο ρόλος των στρατιωτικών στην πολιτική. Το ισχυρό κεμαλικό κατεστημένο δείχνει, για πρώτη φορά, να έχει περιορισμένες επιλογές. Η πρώτη είναι μια ανοιχτή παρέμβαση του στρατού, με τη μία ή την άλλη μορφή. Mια τέτοια κίνηση, ωστόσο θα μπορούσε να στραφεί εναντίον των κεμαλιστών, με πολύ δυσμενείς συνέπειες για την Τουρκία. Ένα στρατιωτικό πραξικόπημα θα προκαλούσε διακοπή των ενταξιακών διαπραγματεύσεων και ενδεχομένως αναστολή όλων των σχέσεων με την Ε.Ε. Εξ άλλου, η επικράτησή ενός πραξικοπήματος δεν είναι δεδομένη και αναίμακτη, αφού στις ένοπλες δυνάμεις υπάρχει σημαντική διείσδυση του ισλαμικού στοιχείου. Ερώτημα υφίσταται όσον αφορά την στάση που θα τηρούσαν έναντι μιας ενδεχόμενης τέτοιας εξέλιξης οι ΗΠΑ, το Ισραήλ και οι διεθνείς χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί. Μια άλλη κίνηση θα μπορούσε να είναι μια εκλογική συσπείρωση όλων των κεμαλιστικών και μη ισλαμικών δυνάμεων προκειμένου να πετύχουν ισχυρή κοινοβουλευτική εκπροσώπηση και να αποτρέψουν τα σχέδια των ισλαμοεκσυγχρονιστών. Όμως, η υπέρβαση των διχογνωμιών ανάμεσα στα μη ισλαμικά κόμματα δεν είναι εύκολη, καθώς μάλιστα φαίνεται ότι απουσιάζει ένας αδιαμφισβήτητος, χαρισματικός πολιτικός ηγέτης που θα υλοποιούσε αυτό το εγχείρημα.
Τον Απρίλιο του 2007, αποκαλύφθηκε - περιοδικό Νokta - ότι οι αρχηγοί του Στρατού Ξηράς και του Ναυτικού σχεδίαζαν το 2004 κίνημα, που αποτράπηκε εξ αιτίας της αντίθεσης του τότε αρχηγού των ενόπλων δυνάμεων στρατηγού Οζκιόκ. Αραγε, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης θα έπεφταν και αυτοί (όπως παλαιότερα ο Σουλεïμάν Ντεμιρέλ και το Κόμμα Δικαιοσύνης), θύμα του βαθέος κράτους; Η ο ισλαμομεταρρυθμιστής ηγέτης θα ήταν εκείνος που θα κατόρθωνε να πραγματοποιήσει την τέλεια ισορροπία με τους στρατηγούς ή και να ανατρέψει τους συσχετισμούς και τις ισορροπίες στο τουρκικό κράτος; Διότι, σε περίπτωση εκλογής του Ερντογάν ή του Γκιούλ ως Προέδρου, ο κεμαλισμός θα έχει υποστεί εντυπωσιακή ήττα, σε θεσμικό, πολιτικό και συμβολικό επίπεδο. Εξ άλλου, οι προαναφερόμενες εξελίξεις προκαλούν το ζωηρό ενδιαφέρον των Ευρωπαίων. Αυτές δεν μπορεί παρά να περιπλέκουν ακόμα περισσότερο τις οπωσδήποτε δύσκολες διαπραγματεύσεις για την ένταξη στην Ε.Ε. Επί πλέον, γεννάται και το ερώτημα αν όντως το στρατογραφειοκρατικό κατεστημένο επιθυμεί την ενσωμάτωση της χώρας στην Ε.Ε.
Τα παραπάνω συμβαίνουν ενώ οι Κούρδοι του Ιράκ έχουν πλέον προέχουσα στις περιφερειακές εξελίξεις, και προωθούν την δημιουργία ιδιαίτερης κουρδικής πολιτειακής οντότητας. Η κατανομή του πετρελαïκού πλούτου αποτελεί ένα εκ των βασικών λόγων τριβής μεταξύ των αντιμαχόμενων θρησκευτικών και εθνικών ομάδων του Ιράκ. Τον Ιανουάριο 2007, ο Ερντογάν δήλωνε ότι προέβλεπε μακροχρόνιο εμφύλιο πόλεμο σε περίπτωση τριχοτόμησης του Ιράκ. Επαναδιατύπωσε την πάγια θέση της Αγκυρας ότι το Κιρκούκ δεν θα έπρεπε να περιέλθει στο ιρακινό Κουρδιστάν. Ο κουρδικός εθνικισμός είναι σήμερα ισχυρός και αποκρυσταλλωμένος. Επί πλέον, σε αντίθεση με την δεκαετία του 90, έχει διεισδύσει στους κουρδικούς πληθυσμούς που ζουν στην δυτική Τουρκία. Στους πρώτους μήνες του 2007 παρέμεναν ανοικτές οι πιθανότητες για κλιμάκωση της έντασης και εξάπλωση των ενόπλων συγκρούσεων. Το Κουρδικό είναι ένα από τα μεγάλα θέματα που αναδεικνύεται μέσα από την κρίση στο Ιράκ. Το ζήτημα απασχολεί τους πολιτικούς, τους στρατιωτικούς και την κοινή γνώμη της Τουρκίας, θέτοντας πολύ πιο κάτω στον κατάλογο των προτεραιοτήτων τους τις δυσκολίες συνεννόησης και επίλυσης των προβλημάτων με την Ελλάδα και την αντιδικία με την Κυπριακή Δημοκρατία. Πάντως και τα τρία αποτελούν θέματα που εξακολουθούν να σκιάζουν την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας προς την Ε.Ε.
Δεν είναι απίθανο, ο κεμαλισμός, στριμωγμένος στα ανατολικά και αντιμέτωπος με αδιέξοδο στο εσωτερικό, να καταφύγει στη δημιουργία έντασης στο Αιγαίο ή στη Θράκη, με σκοπό να συσπειρώσει τις δυνάμεις του και να αποτρέψει επιδιώξεις εκείνων που «ονειρεύονται τον διαμελισμό της Τουρκίας», όπως είχε δηλώσει τον Φεβρουάριο κατά την επίσκεψή του στην Ουάσιγκτον ο Τούρκος επιτελάρχης Μπυγιουκανίτ.
Αυτό το κείμενο είναι γραμμένο σε μονοτονικό. Διαβάστε την πολυτονική του έκδοση.
|