Εξωτερική πολιτική: Ένας σεισμός μας σώζει…

 

Του Χρύσανθου Λαζαρίδη

Γεν. Γραμματέα του ΔΣ του Δικτύου 21

Πριν μερικές δεκαετίες, όταν τα ελληνικά γήπεδα βρίσκονταν σε πρωτόγονη κατάσταση και μια ποδοσφαιρική ομάδα κινδύνευε με συντριβή, ακούγονταν συχνά από την αντίπαλη εξέδρα το ειρωνικό εκείνο:

- Μια βροχή σας σώζει…

Και ο υπαινιγμός σαφής: Μόνο αν ανοίξουν ξαφνικά οι κρουνοί του ουρανού, μετατραπεί το γήπεδο σε βάλτο και αναγκαστεί ο διαιτητής να διακόψει το παιχνίδι, θα γλιτώσετε το διασυρμό με ταπεινωτικό σκορ…

Σε ότι αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, τις τελευταίες μέρες στην Αθήνα ακούγεται το αυτοσαρκαστικό εκείνο:

- Ένας …σεισμός μας σώζει!

Πράγματι, αναζητούνται όλοι όσοι εφηύραν προ δεκάμηνου τη διαβόητη εκείνη «διπλωματία των σεισμών», ως «όχημα» ελληνοτουρκικής προσέγγισης, να μας πουν τι ακριβώς πρέπει να ελπίζουμε μετά την νέα τουρκική πρόκληση στην Κύπρο;

Ένα σεισμό πολλών ρίχτερ στην Τουρκία, για να «ηρεμήσει» η Άγκυρα;

Ή μήπως ένα αντίστοιχο μεγάλο σεισμό στην Ελλάδα, για να αφυπνιστούν τα ανακλαστικά «αντισεισμικής αλληλεγγύης» των Τούρκων και να μας λυπηθούν;

Αναζητούνται, επίσης, όλοι εκείνοι οι Έλληνες καλλιτέχνες, τραγουδιστές και λοιποί αστέρες της …διανόησης, οι οποίοι παραμυθιάστηκαν τελευταία για τις προοπτικές πωλήσεων δίσκων, βίντεο-κλιπ, κασετών και CD στην «μεγάλη τουρκική αγορά» και προέβησαν σε συγκινητικές χειρονομίες «ελληνοτουρκικής φιλίας», να μας διοργανώσουν κοινές συναυλίες για να εκτονώσουν την ένταση που ανέκυψε στην Κύπρο.

Αναζητείται επίσης, μερίδα του Τύπου, η οποία προέβαλε με εκπληκτικές λεπτομέρειες κάθε ερωτικό συμβάν μεταξύ Έλληνα και Τουρκάλας (ή Ελληνίδας και Τούρκου), κάθε αντίστοιχο ρομάντζο, συνοικέσιο, μικτό γάμο κλπ., για να συντηρήσουν τη «δυναμική» της φιλίας των δύο λαών – αλλά τους πήρε μερικά εικοσιτετράωρα να πληροφορηθούν την τουρκική πρόκληση στην Κύπρο, και να πληροφορήσουν αντιστοίχως την ελληνική κοινή γνώμη – καλούνται λοιπόν, όλοι εκείνοι που επιστράτευσαν εσχάτως τον έρωτα, το γάμο (ή ακόμα και την περιστασιακή ερωτική «συνεύρεση»), να μας πουν τι πρέπει να κάνουμε τώρα, που το «αίσθημα» μας προς τους απέναντι δεν έχει τη δέουσα «ανταπόκριση»;

Όλοι όσοι επί ένα περίπου χρόνο επιστράτευσαν θεομηνίες, ερωτικούς πόθους, σεξ και καλλιτεχνικές βραδιές προκειμένόυ να μας πείσουν να «αγαπήσουμε» με τους Τούρκους, παρακαλούνται επειγόντως να μας πουν πως ακριβώς πρέπει να αντιδράσόυμε τώρα, που εμείς μεν τους αγαπήσαμε, αλλά εκείνοι μας …δέρνουν;

ΟΥΔΕΙΣ υποστηρίζει ότι σε περίπτωση σεισμών δυο γειτονικοί λαοί δεν πρέπει να βοηθούνται. ΟΥΔΕΙΣ υποστηρίζει ότι προσωπικές επαφές και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις εκατέρωθεν των συνόρων πρέπει να αποθαρρύνονται, όταν τους λαούς τους χωρίζουν πολιτικές διαφορές.

Αλλά εδώ ΔΕΝ επρόκειτο για αυτονόητες ανθρώπινες (και ανθρωπιστικές) συμπεριφορές ρουτίνας. Επρόκειτο για τρία πολύ διαφορετική – και επικίνδυνα – πράγματα:

- Για την ανάδειξη τέτοιων συμπεριφορών σε υποκατάστατα εξωτερικής πολιτικής,

- Για την κατά κόρον προβολή στην ελληνική κοινή γνώμη τέτοιων περιστατικών ως «αυτοτροφοδοτούμενη δυναμική ελληνοτουρκικής προσέγγισης»,

- Και για την αποσιώπηση κάθε αντίθετης άποψης (ή είδησης).

Το Ελσίνκι στα αζήτητα…

Και το Ελσίνκι; Τι απέγινε το Ελσίνκι για το οποίο σύμπασα η ελληνική ηγεσία μετά των παρατρεχάμενων της, «διαμορφωτών» της κοινής γνώμης, πανηγύριζε, μόλις των περασμένό Δεκέμβριο;

- Που είναι οι «δεσμεύσεις» που επεβλήθησαν στους Τούρκους από τους εταίρους μας; Εδώ οι Τούρκοι αψηφούν σήμερα και τους Βρετανούς, πράγμα που δεν τόλμησαν επί 26 χρόνια μετά την εισβολή…

- Που είναι το «αναβαθμισμένο κύρος της Ελλάδας μέσα στην Ευρώπη και πέραν αυτής», μετά το Ελσίνκι; Μετά από προώθηση θέσεων των τουρκικών δυνάμεων κατοχής και των αποκλεισμό δύο χωριών, ουδείς δίνει σημασία στις «χλιαρές» ελληνικές διαμαρτυρίες…

- Που είναι ο «εξαναγκασμός» της Τουρκίας να δεχθεί πολιτισμένους τρόπους διεθνούς συμπεριφοράς. Μάλλον το αντίθετο συμβαίνει: Παρατηρείται βαθμιαίος «εθισμός» των εταίρων μας στους ΜΗ «πολιτισμένους» τρόπους Τουρκικής διεθνούς συμπεριφοράς…

Από όλη αυτή την υπόθεση έμεινε η εφάπαξ ελληνική υποχώρηση για την αποδοχή της τουρκικής υποψηφιότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, άνευ οιουδήποτε ανταλλάγματος.

Και το πρόβλημα, εν προκειμένω, δεν είναι ότι αποδεχθήκαμε την Τουρκική υποψηφιότητα. Το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορέσαμε να αποσπάσουμε κανένα «αντάλλαγμα» από την Τουρκία, και καμία «εγγύηση» από τους εταίρους μας.

Μετά το «φιάσκο» των Υμίων, η Κυβέρνηση Σημίτη προχώρησε σε δύο μείζονες διπλωματικές πρωτοβουλίες: Τη Συμφωνία της Μαδρίτης, που πανηγυρικά χαιρέτισε τον Ιούλιο του 1996 και τη Συμφωνία του Ελσίνκι, το Δεκέμβριο του 1999. Την πρώτη ουδείς τη θυμάται σήμερα. Τη δεύτερη ουδείς θέλει να τη θυμάται…

Ο Κατευνασμός απορριπτέος παντού…

Βέβαια, τέτοιες απόψεις για την εξωτερική πολιτική δεν εμφανίζονται μόνο στην Ελλάδα. Ο πυρήνας τους ορίζεται ως «πολιτική Κατευνασμού» και συμπυκνώνεται στην υπόθεση ότι μονομερείς παραχωρήσεις καλής θέλησης έναντι απειλητικού αντιπάλου, μπορούν να διαλύσουν «παρεξηγήσεις» και καχυποψίες αιώνων, εξαναγκάζοντας τον αντίπαλο σε τελική παραίτηση από τις επιθετικές επιδιώξεις του.

Κι αν ακόμα δεν βρουν ανταπόκριση από την άλλη πλευρά, θα βελτιώσουν τις σχέσεις της απειλούμενης χώρας με την διεθνή κοινότητα, και θα εξασφαλίσουν «συμμαχίες» που θα της επιτρέψουν να εξουδετερώσει τις απειλές επίβουλου γείτονα. Θα αναγκάσουν τον επιθετικό αντίπαλο, είτε να συνετιστεί είτε να «εκτεθεί» σε ολόκληρο τον κόσμο και να απομονωθεί.

Αυτή η αντίληψη στηρίζεται σε δύο λανθασμένες υποθέσεις:

· Πρώτον, ότι οι διακρατικές διαφορές οφείλονται σε «παρεξηγήσεις» και καχυποψίες, που μπορούν να ξεπεραστούν με «επιθέσεις φιλίας» και πρωτοβουλίες συναδέλφωσης.

Στην πραγματικότητα παραγνωρίζουν ότι οι διακρατικές διαφορές εκπηγάζουν από μακροχρόνια συμφέροντα και από καθεστωτικές ιδιομορφίες που εκλογικεύουν αυτά τα συμφέροντα με διαφορετικό τρόπο. Τέτοιες μακροχρόνιες «σταθερές» δεν αλλάζουν με επιθέσεις φιλίας και δημοσιοσχεσίτικες πρωτοβουλίες.

· Δεύτερον, στάση του υπόλοιπου κόσμου ανάγεται στα συμφέροντα και τις στρατηγικές επιδιώξεις κάθε μεγάλης δύναμης στην περιοχή, κι όχι στις εντυπώσεις της στιγμής για το ποιος έχει δίκιο σε μια τοπική διαμάχη.

Η κατευναστική πολιτική της Ελλάδος έναντι της Τουρκίας δεν καθιστά την Τουρκία πιο «αντιπαθή» στα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης – καθιστά την Ελλάδα λιγότερο αξιόπιστη.

Μια χώρα που δεν μπορεί να προστατεύσει το εαυτό της από ξένη επιβουλή, δεν είναι «συμπαθέστερη» στα μάτια των ξένων, είναι ανυπόληπτη. Και μπορεί να καταντήσει «περιττό βάρος» - αφού υποχρεώνει τους συμμάχους της να τα «χαλάσουν» με τρίτη χώρα (επίσης σύμμαχο) για να την προστατεύσουν.

Τα προτεκτοράτα, δεν δημιουργούν «συμμαχίες» δημιουργούν σχέσεις μονομερούς και ετεροβαρούς εξάρτησης. Και μια χώρα που επιδεικνύει εφεκτικότητα έναντι αντιπάλων της, προκειμένόυ να κερδίσει την «προστασία» των εταίρων της, ουσιαστικά και ανομολήγητα μετατρέπεται σε προτεκτοράτο.

Τέλος, η κατευναστική πολιτική προσπαθεί να υποκαταστήσει τις κλασικές μεθόδους της διπλωματίας με «επικοινωνιακές» μεθόδους δημοσίων σχέσεων καλλιέργειας εντυπώσεων κλπ.

Όλα αυτά, όμως, ενώ είναι χρήσιμα ως συμπληρώματα της διπλωματίας, είναι απαράδεκτα ως υποκατάστατα της διπλωματίας. Και στην περίπτωση μας επιχειρήθηκε να χρησιμοποιηθούν ως υποκατάστατα – για να φτάσουμε στην απόλυτη χρεοκοπία τους σήμερα…

Ελληνική απόκλιση από τη Δύση…

Τέτοιες απόψεις έχουν ακουστεί και σε άλλες σύγχρονες δημοκρατίες. Αλλά αν εξαιρέσει κανείς την αλήστου μνήμης περίπτωση του Βρετανού Πρωθυπουργού Νέβιλ Τσάμπερλαιν – ο οποίος με πανομοιότυπη λογική προσπάθησε «να τα βρει» με τον Αδόλφο Χίτλερ το 1938, ενθαρρύνοντας την Ναζιστική επιθετικότητα – σε κάθε άλλη περίπτωση, τέτοιες απόψεις υπάρχουν μεν, αλλά θεωρούνται περιθωριακές και δεν κυβερνούν.

Στην Ελλάδα, αντίθετα, τέτοιες απόψεις βρίσκονται εδώ και χρόνια στην εξουσία (με μεγάλη επιρροή όχι μόνο στο Κυβερνητικό Κόμμα, αλλά και σε κόμματα της Αντιπολίτευσης – μείζονος και ελάσσονος).

Στη Βρετανία της Θάτσερ, η έννοια του μονομερούς αφοπλισμού θεωρείτο απαράδεκτη. Στις ΗΠΑ του Ρέιγκαν, αλλά και του Τζών Φ. Κέννεντυ, οποιαδήποτε πρόταση για υποχωρήσεις άνευ ανταλλαγμάτων έναντι των Σοβιετικών θεωρείτο επικίνδυνη και απορρίπτονταν ασυζητητί. Στη Γαλλία του Σοσιαλιστή Μιτεράν, οποιαδήποτε ιδέα για περιορισμό του πυρηνικού οπλοστασίου της χώρας δεν συζητείτο καν. Στη Δυτική Γερμανία του Σοσιαλδημοκράτη Χέλμουτ Σμίθ η εγκατάσταση αμερικανικών πυραύλων μέσου βεληνεκούς (Πέρσιγκ και Κρούζ) θεωρείτο αδιαμφισβήτητη βάση του δόγματος εθνικής ασφαλείας.

Μόνο όταν οι χώρες αυτές έλυσαν το κύριο πρόβλημα τους με τον βασικό αντίπαλό τους της εποχής του Ψυχρού Πολέμου – την ΕΣΣΔ – υιοθέτησαν υποδείξεις κατευναστικής πολιτικής προς τρίτους – αλλά μόνον προς τρίτους…

Σε ότι αφορά τις ίδιες και τα εθνικά τους συμφέροντα εξακολουθούν να απορρίπτουν τον «Κατευνασμό» ασυζητητί.

Ενθαρρύνουν την Ελληνική κυβέρνηση να υιοθετήσει κατευναστική πολιτική έναντι της Τουρκίας, να λύσει τα ελληνοτουρκικά, με «διπλωματία σεισμών», με συναυλίες στα κατεχόμενα, με γάμους και συνοικέσια – αλλά οι ίδιες προστατεύουν τα συμφέροντα τους με δρακόντειους τρόπους.

Διατηρούν σε ισχύ μέτρα οικονομικού αποκλεισμού κατά τρίτων χωρών (όπως το Ιράν, το Ιράκ και η Κούβα) λόγω διαμαχών που προ πολλού έχουν χάσει την υπόστασή τους.

Έρχονται σε σύγκρουση με όλες τις χώρες του Ειρηνικού προκειμένου να αναβαθμίσουν το πυρηνικό τους οπλοστάσιο. Βομβαρδίζουν λαούς κατά βούλησιν, με ή χωρίς το «φύλλο συκής» της διεθνούς νομιμότητας. Εισβάλλουν σε κυρίαρχα κράτη και ομολογούν ανοικτά ότι προώθησαν και επέβαλαν διαμελισμό χωρών…

Τον Κατευνασμό τον εισηγούνται σε τρίτους, τους οποίους θεωρούν «διαφορετικούς». Αλλά η πολιτική Κατευνασμού στις δυτικές δημοκρατίες εξακολουθεί να θεωρείται ανάθεμα.

Το πρόβλημα, ασφαλώς δεν είναι να γίνουμε ίδιοι με τους εταίρους μας. Το πρόβλημα είναι πως θα μπορέσουμε να συγκλίνουμε μαζί τους όταν γινόμαστε αντίθετοι προς αυτούς.

Πως θα νιώσουμε και θα είμαστε μέλη της «ευρωπαϊκής οικογένειας» και «συμμέτοχοι» του κοινού πολιτισμού της Δύσης, όταν σε μας κυριαρχούν απόψεις απαράδεκτες για όλους τους εταίρους και συμμάχους μας, ενώ μέσα στην Ελλάδα τίθενται εκτός συζήτησης και περιθωριοποιούνται με προπαγανδιστικές μεθόδους που θυμίζουν Ολοκληρωτισμό, οι απόψεις που κυριαρχούν σε όλες τις δυτικές χώρες.

Έλλειμμα δημοκρατίας…

Πράγματι, αυτό το διεθνώς μοναδικό φαινόμενο, στην Ελλάδα – να κυριαρχούν απόψεις περί εξωτερικής πολιτικής, που παντού αλλού (και κυρίως στις δυτικές δημοκρατίες) θεωρούνται περιθωριακές και ανυπόληπτες, ενώ περιθωριοποιούνται συνεχώς απόψεις που παντού αλλού είναι κυρίαρχες, θεωρούνται αυτονόητες και αποτελούν βάθρα της δημοκρατικής συναίνεσης – δημιουργεί όχι απλώς πρόβλημα απόκλισης της Ελλάδας από τους εταίρους της και ιδιότυπης αυτο – απομόνωσή της, αλλά και πρόβλημα δημοκρατίας.

Όσοι αντιτίθενται με την πολιτική του Κατευνασμού, για παράδειγμα, στην Ελλάδα αναθεματίζονται ως «πολεμοκάπηλοι», «εθνικιστές» και «επικίνδυνοι». Από ένα σύστημα ΜΜΕ που λειτουργεί όλο και πιο Ολοκληρωτικά, ως «προπαγανδιστικό εξάρτημα» του καθεστώτος – όλο και λιγότερο Δημοκρατικά, ως μηχανισμός ελέγχου της εξουσίας. Όσοι απορρίπτουν την υποκατάσταση της διπλωματίας από δημοσιοσχεσίτικες πρωτοβουλίες αντιμετωπίζονται ως «θερμοκέφαλοι υπονομευτές των ελληνοτουρκικών σχέσεων».

Αντιλήψεις, που σύμφωνα με επίσημες σφυγμομετρήσεις εκφράζουν την πλειοψηφία της κοινωνίας, απωθούνται στο περιθώριο των μηχανισμών διαμόρφωσης της Κοινής Γνώμης – ενώ απόψεις που σύμφωνα με τις ίδιες σφυγμομετρήσεις είναι απολύτως μειοψηφικές ελέγχουν ασφυκτικά τα media.

Αυτή η ασυμμετρία – που σε μια ανοικτή κοινωνία θα λυνόταν μέσα από τους νόμους της αγοράς, αλλά στην Ελλάδα η αγορά έχει υποκατασταθεί από τη «διαπλοκή» - πιστοποιεί ένα έλλειμμα δημοκρατίας και οδηγεί σε ένα έρποντα – αν και συγκαλυμμένο – Ολοκληρωτισμό.

Στου Κασίδη το κεφάλι…

Το πρόβλημα της εξωτερικής μας πολιτικής μπορεί να λυθεί – σε ένα βαθμό τουλάχιστον. Πράγματι, υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι το υπουργείο Εξωτερικών τελευταία βρίσκεται υπό την ευεργετική επίδραση αυτού που ονομάζεται «εκμάθηση μέσω λαθών) (trial and error learning process όπως λένε οι Αγγλοσάξονες – ή «μαθαίνοντας στου Κασίδη το κεφάλι», όπως λένε οι Ρωμιοί).

Αυτό δεν είναι καινούργιο και δεν πρέπει να μας εκπλήσσει: Τη δεκαετία του ’80 οι κυβερνώντες έκαναν απίθανους αυτοσχεδιασμούς στην Οικονομία, έδωσαν έμφαση στη διανομή κοινωνικού πλεονάσματος που δεν υπήρχε, επιβάρυναν τη χώρα με υπέρογκο δανεισμό που δεν ήταν απαραίτητος, συντήρησαν υψηλούς ρυθμούς πληθωρισμού όταν ο πληθωρισμός υποχωρούσε παντού αλλού, πειραματίστηκαν με μοντέλα «αυτοδιαχείρισης» και «κοινωνικοποιήσεων» ενώ δεν έχαναν ευκαιρία να αναθεματίζουν την ελεύθερη αγορά…

Τελικώς, αφού υπονόμευσαν την ανταγωνιστικότητα της χώρας όσο μπορούσαν, κατάλαβαν τα σφάλματα τους και μετατράπηκαν σε ακραιφνείς οπαδούς της ελεύθερης αγοράς, των ιδιωτικοποιήσεων και του εκσυγχρονισμού.

Βέβαια, ακόμα δεν έχουν βρει το κατάλληλο «μίγμα πολιτικής», ορισμένες από τις αγκυλώσεις του παρελθόντος εξακολουθούν να υπάρχουν, αλλά η ιδεολογική στροφή συντελέσθηκε πλήρως. Έμαθαν από τα λάθη τους «στου Κασίδη το κεφάλι»…

Στην Εξωτερική πολιτική συμβαίνει κάτι αντίστοιχο. Αφότου υιοθέτησαν κάθε κατευναστική ανοησία, κι αφότου αναθεμάτισαν και διέσυραν κάθε αντίρρηση στην κατευναστική πολιτική τους, άρχισαν να ανακαλύπτουν, ότι και η Ελλάδα έχει σύννομες και θεμιτές διεκδικήσεις έναντι της Άγκυρας, ότι η αμυντική ισχύς είναι εγγύηση της Ειρήνης μεταξύ δύο χωρών, ότι ο διάλογος έχει νόημα όταν οδηγεί σε διαπραγματεύσεις, ότι διαπραγματεύσεις οδηγούν σε «δούναι και λαβείν», όπου για κάθε τι που δίνεις διεκδικείς και λαμβάνεις αντίστοιχο «αντάλλαγμα», και ότι δεν πας ποτέ σε διάλογο (άρα ούτε σε διαπραγματεύσεις) από θέση αδυναμίας.

Όλα αυτά αρχίζει να τα αντιλαμβάνεται το υπουργείο των Εξωτερικών μας, όπως φαίνεται, μαθαίνοντας και πάλι από τα λάθη του (στου Κασίδη το κεφάλι).

Το πρόβλημα είναι ότι μια, σωστή κατά βάσιν, εξωτερική πολιτική – οψέποτε υπάρξει – δεν πρόκειται να λύσει το πρόβλημα όταν η Κοινή Γνώμη παραμένει αφενός απληροφόρητη αφετέρου καχύποπτη κατά της εξουσίας.

Οι μεγάλες τομές στη Διπλωματίας μας, οι μεγάλες διαρθρωτικές αλλαγές στην Κοινωνία μας – οι μεγάλες «προκλήσεις του μέλλοντος», εν πάση περιπτώσει – απαιτούν ανοικτή συζήτηση, όχι προπαγανδιστικό αποκλεισμό των αντιθέτων απόψεων Ολοκληρωτικού τύπου.

Το πρόβλημα της Εξωτερικής πολιτικής απαιτεί και αντίστοιχες πρωτοβουλίες για να καλυφθεί το εσωτερικό έλλειμμα δημοκρατίας. Αλλιώς, ακόμα και σωστές πρωτοβουλίες θα αντιμετωπίζονται με καχυποψία. Και θα εξακολουθήσουμε σε εύκολες στιγμές να καθεύδουμε περιχαρείς στην αφασία μας, και σε δύσκολες στιγμές – όπως η τωρινή – να αναλογιζόμαστε πως: Ένας σεισμός μας σώζει…

 

http://www.antibaro.gr