Ελσίνκι: Στον αστερισμό της αφασίας…

 

Του Χρύσανθου Λαζαρίδη

Γεν. Γραμματέα του ΔΣ του Δικτύου 21

Μετά τη συμφωνία του Ελσίνκι, δημιουργήθηκε στην Ελλάδα η αίσθηση ότι μπήκαμε, πλέον, σε μια περίοδο ελαχιστοποίησης του «κινδύνου από Ανατολάς», ότι η Τουρκία θα πάψει πλέον να μας απασχολεί ως άμεση απειλή…

Πρόκειται, όμως, για μια διαπίστωση που δεν στηρίζεται στην πραγματικότητα, και γι’ αυτό επικίνδυνη.

Θα ήταν ρεαλιστική, αν η απόφαση του Ελσίνκι, για οποιοδήποτε λόγο αποτελούσε «ήττα» της Τουρκικής πολιτικής κατά της Ελλάδας. Θα ήταν ευνοϊκή για την Ελλάδα, έστω, αν η απόφαση αυτή καθιστούσε λιγότερο ανεξέλεγκτο τον Τουρκικό επεκτατισμό…

Δεν υπήρξε, ωστόσο, ευνοϊκή για την Ελλάδα, επειδή ακριβώς επρόκειτο για μια απόφαση αποδοχής της Τουρκίας ως «υποψηφίου μέλους» της Ευρωπαϊκής Ένωσης άνευ όρων, όπως τόνισαν και κορυφαίοι ευρωπαίοι αξιωματούχοι και όπως διακήρυξε, ευθύς εξ αρχής, ο ίδιος ο Πρόεδρος της Τουρκίας, Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, χωρίς να διαψευστεί από κανένα – Έλληνα ή «λοιπό κοινοτικό» ηγέτη.

Ο εμπαιγμός με το Κυπριακό

Για να το δούμε αναλυτικά, αυτό που εμφανίστηκε ως «μείζων ελληνική επιτυχία» στο Ελσίνκι ήταν ότι αποκλείστηκε η δυνατότητα σε οποιοδήποτε «υποψήφιο μέλος» (άρα και την Τουρκία), να θέσει βέτο για την ένταξη οποιουδήποτε άλλου υποψηφίου μέλους (άρα και της Κύπρου).

Αλλά αυτό δεν εμποδίζει σημερινά, τακτικά (όχι «υποψήφια») μέλη να θέτουν πρόβλημα για την Κυπριακή ένταξη. Και αυτό ακριβώς κάνουν σήμερα χώρες όπως η Γαλλία, που δηλώνουν ότι ένταξη της Κύπρου προϋποθέτει ανυπερθέτως την προηγούμενη επίλυση του Κυπριακού.

Η Ελλάδα, λοιπόν, ΔΕΝ «εξασφάλισε» την Κυπριακή ένταξη, προκειμένου να δεχθεί την Τουρκική υποψηφιότητα – απλώς εξασφάλισε ότι η Τουρκία, όσο θα είναι «υποψήφια», δεν θα μπορεί να θέτει βέτο για την Κύπρο.

Από την άλλη πλευρά, η συμφωνία δεν υποχρεώνει την Τουρκία να δώσει κάτι. Το δικαίωμα του «βέτο» δεν το είχε η Τουρκία. Η σχετική αναφορά της Συμφωνίας του Ελσίνκι είναι κατά κάποιο τρόπο εμπαιγμός, αφού «απαγορεύει» στην Άγκυρα να κάνει χρήση ενός δικαιώματος, το οποίο δεν είχε, έτσι κι αλλιώς. Η Τουρκία το μόνο πράγμα που εμφανίζεται να «παραχώρησε» ήταν κάτι το οποίο δεν είχε…

Εκείνο που όντως έκανε η Άγκυρα, ως τώρα, και από το οποίο ούτε παραιτήθηκε, ούτε της το απαγόρευσαν στο εξής, είναι να θέτει θέμα προσάρτησης των κατεχομένων στην Κύπρο, αν η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας προχωρήσει…

Πράγματι, ο κύριος μοχλός πίεσης, με τον οποίο η Τουρκία προσπαθούσε να εμποδίσει την Κυπριακή ένταξη, ήταν αυτή ακριβώς η απειλή – η οποία ίσχυε πριν το Ελσίνκι και παραμένει εν ισχύει και μετά το Ελσίνκι…

Ποιος έκανε οδυνηρή παραχώρηση

Πέρα από το Κυπριακό, στο οποίο η Τουρκία τίποτε δεν παραχώρησε, και για το οποίο η Ελλάδα τίποτε το ουσιώδες δεν κέρδισε σε αυτή τη φάση, υπάρχει και το υπόλοιπο φάσμα των ελληνοτουρκικών. Εκεί η Τουρκία πέτυχε να αναγνωρισθούν εμμέσως από την πλευρά μας ως «επίδικα αντικείμενα» πάσης φύσεως «διεκδικήσεις» της, ακόμα και εδαφικού χαρακτήρα.

Και στο σημείο αυτό, η πιο ολοκληρωμένη κριτική της Συμφωνίας του Ελσίνκι έγινε από ένα κορυφαίο στέλεχος του ΠΑΣΟΚ – νυν παροπλισμένο, βεβαίως – τον πρώην υπουργό Σάκη Πεπονή. Ο οποίος και καλός γνώστης των Ελληνοτουρκικών είναι και βρέθηκε σε κρίσιμο πόστο (ως υπουργός Βιομηχανίας τότε) στην μείζονα κρίση του 1987, και είναι συνεχιστής της κοινής κληρονομιάς Κωνσταντίνου Καραμανλή – Ανδρέα Παπανδρέου σε ότι αφορά τα ελληνοτουρκικά, στα οποία κατά πάγια θέση η επίσημη Ελλάδα αναγνώριζε μόνο μία διαφορά: την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου.

Τώρα, προσυπογράψαμε το κείμενο του Ελσίνκι, το οποίο δίνει τη δυνατότητα στην Τουρκία να παραπέμψει στη Χάγη οποιαδήποτε διαφορά – ακόμα και εδαφική!

Και βεβαίως, το ισχυρότερο στοιχείο σε εκείνη την επίμαχη παράγραφο, δεν είναι ότι υποχρεούται η Τουρκία να παραπέμψει τις διαφορές της με την Ελλάδα στην Χάγη. Διότι, όπως φρόντισαν να διευκρινίσουν κορυφαίοι ευρωπαίοι αξιωματούχοι, η «υποχρέωση» της Άγκυρας εν προκειμένω δεν είναι δεσμευτική. «Μπήκατε, άνευ όρων», είπαν στον κ. Ντεμιρέλ. Δηλαδή δεν αναλάβατε υποχρεώσεις, πέραν των συμβατικών εκείνων που αφορούν όλες τις υποψήφιες χώρες.

Το ισχυρότερο σημείο είναι ότι η Ελλάδα αποδέχθηκε ότι δυνατόν να υπάρξουν στο μέλλον «διαφορές» – ακόμα και εδαφικές – τις οποίες η Άγκυρα θα αποφασίσει πότε και πως θα θέσει. Αυτό, όντως, υπήρξε ουσιώδης παραχώρηση. Της Ελλάδας!

Χώρια, βεβαίως, που ακόμα και αν η Τουρκία «υποχρεούτο» δεσμευτικώς να τις παραπέμψει στη Χάγη, δεν είναι σαφές ότι είναι προς όφελός μας να τίθενται ζητήματα σε βάρος της εθνικής μας κυριαρχίας και να αποφαίνονται επ’ αυτών κάποια «όργανα» πέραν της χώρας. Αυτό για παράδειγμα ο Ελευθέριος Βενιζέλος το είχε αποκλείσει όταν είχε δεχθεί για πρώτη φορά τη δικαιοδοσία της Χάγης στη δεκαετία του ’30.

Ούτε αποτελεί αυτονόητη κοινοτική δέσμευση. Όλες οι χώρες δέχονται τη δικαιοδοσία της Χάγης, αλλά όχι για οποιοδήποτε θέμα θα δημιουργήσει οποιοσδήποτε – εταίρος ή μη.

Για παράδειγμα, οι περισσότερες χώρες της Ένωσης αναγνωρίζουν τη δικαιοδοσία της Χάγης εκτός από ζητήματα που αφορούν όχι απλώς την εδαφική ακεραιότητα τους, αλλά ακόμα και την ασφάλειά τους – που είναι ευρύτερη.

Δηλαδή όχι απλώς δεν δέχονται την Χάγη να κρίνει αν κάποιο κομμάτι της επικράτειάς τους είναι δικό τους, αλλά δεν δέχονται να κρίνει οιοσδήποτε τρίτος, αν πρέπει να διατηρούν στρατό σε οποιοδήποτε μέρος της επικράτειας τους – ή και πέραν αυτής – αν αυτό επιβάλει η ασφάλεια τους.

Και η ευρωπαϊκή πρακτική το αποδεικνύει αυτό: Ανάμεσα στα κράτη μέλη της Ένωσης υπάρχουν αρκετά σοβαρά προβλήματα: Όπως για παράδειγμα το πρόβλημα του Γιβραλτάρ, ανάμεσα στην Ισπανία και τη Βρετανία. Ουδείς διανοήθηκε ποτέ να παραπέμψει τέτοια προβλήματα στο δικαστήριο της Χάγης. Γιατί άπτονται ζητημάτων κυριαρχίας και ασφαλείας, τα οποία κανένα ευρωπαϊκό κράτος δεν διανοείται να εκχωρήσει σε τρίτους.

Κανένα πλην Ελλάδος, ατυχώς…

Συνεπώς, η αποδοχή της δικαιοδοσίας της Χάγης, ούτε «αναπόφευκτη δέσμευση» της Ελλάδος είναι εν ονόματι του «Κοινοτικού κεκτημένου», ούτε «αφοπλίζει» την επιθετικότητα της Τουρκίας, ούτε αποτελεί ουσιαστική δέσμευση για την Άγκυρα. Ούτε, αν γινόταν, θα εξασφάλιζε τη «δικαίωση» της Ελλάδας. Στις αποφάσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου πρυτανεύουν συχνά πολιτικά κριτήρια μάλλον παρά δικαιϊκές αρχές…

Ο «εκδημοκρατισμός» της Τουρκίας

Βέβαια, υπάρχει ένα σοβαρό αντεπιχείρημα σε όλα τα ανωτέρω: Υποστηρίζουν κάποιοι, ότι ακόμα κι αν παραδεχθούμε ότι η Τουρκία έλαβε περισσότερα απ’ όσα έλπιζε, χωρίς να δώσει το παραμικρό, και η Ελλάδα έδωσε περισσότερα απ’ όσα φοβόταν, χωρίς να πάρει τίποτε χειροπιαστό – μακροπρόθεσμα η Ευρωπαϊκή προοπτική αποτελεί μείζονα πρόκληση για την ίδια την Τουρκία. Και, κυρίως, μείζονα δοκιμασία για τον αντιδημοκρατικό χαρακτήρα του καθεστώτος της. Το οποίο προκειμένου να «ευθυγραμμιστεί» με τα ευρωπαϊκά δεδομένα θα αποδυναμωθεί τόσο, ώστε να μην είναι σε θέση να απειλήσει κανέναν.

Αυτή είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα υπόθεση εργασίας. Αλλά για την ώρα είναι μόνο υπόθεση εργασίας. Ενώ οι παραχωρήσεις που έγιναν εκ μέρους της Ελλάδας δεν είναι «υποθέσεις εργασίας» – είναι «τετελεσμένα» σε βάρος μας και «κεκτημένα» για την Τουρκία…

Αλλά ακόμα και ως υπόθεση εργασίας αξίζει να την εξετάσουμε σχολαστικά: Μια από τις πολιτικές «σταθερές» της Ευρώπης είναι η λαϊκή κυριαρχία, δηλαδή όλοι οι μηχανισμοί, ακόμα και ο στρατός, οφείλουν να υπάγονται στο Κοινοβούλιο. Κάτι τέτοιο, αν επιβάλλονταν στην Άγκυρα, θα οδηγούσε στην ανατροπή του Κεμαλικού καθεστώτος. Πράγματι…

Αξίζει, όμως, το κόπο να αναρωτηθούμε, αν όλα τα κράτη μέλη της Ένωσης, εν ονόματι του «εκδημοκρατισμού» της Τουρκίας, θα κάνουν την συνειδητή επιλογή να πιέσουν για αποδυνάμωση του στρατού ως κεντρικής καθεστωτικής εγγύησης και να διακινδυνεύσουν την κατάρρευση του μόνου αποτελεσματικού «αναχώματος» που εμπόδισε το ισλαμικό κίνημα της Τουρκίας να κερδίσει την εξουσία. Τέτοια επιλογή είναι πολύ δύσκολο και εξαιρετικά απίθανο να την κάνουν οι Ευρωπαίοι. Και από την πλευρά τους θα ήταν παράλογο να την έκαναν, εδώ που τα λέμε.

Για τους Ευρωπαίους υπάρχει κάτι πολύ σημαντικότερο από τον «εκδημοκρατισμό» της Τουρκίας: Η διατήρηση του «κοσμικού» καθεστώτος της. Και αυτήν ο στρατός κυρίως μπορεί να τη διασφαλίσει.

Από την άλλη πλευρά, ακόμα κι αν οι Ευρωπαίοι αποφάσιζαν να «ωθήσουν» για κάποιες αλλαγές που θα είχαν ως παρενέργεια είτε την άνοδο των ισλαμιστών στην εξουσία είτε τη έξαρση διαμελιστικών κινημάτων στη χώρα είτε και τα δύο, πρέπει ακόμα να υποθέσουμε ότι η Άγκυρα δεν θα αντισταθεί. Ότι εν ονόματι της «ευρωπαϊκής προοπτικής» θα εκχωρήσει ότι της ζητήσουν. Ακόμα και να κλείσει τους στρατηγούς της στους στρατώνες οριστικά.

Αυτό είναι ακόμα πιο παράλογο. Διότι πέρα από τους ίδιους τους στρατιωτικούς υπάρχει μέγα πλέγμα οικονομικών και κοινωνικών συμφερόντων μέσα στη χώρα, που τους βλέπει ως «υπέρτατους εγγυητές» ασφάλειας και ενότητας. Ακόμα και μερίδα της Αριστεράς, θεωρεί το στρατό ως στυλοβάτη του «κοσμικού κράτους». Και δεν θα ήθελαν στο όνομα οποιασδήποτε «ευρωπαϊκής προοπτικής» να γκρεμίσουν όσους τους συγκρατούν τον φονταμενταλισμό.

Εκείνο που δεν καταλαβαίνόυμε στην Ελλάδα είναι ότι για σοβαρή μερίδα της τουρκικής κοινωνίας ο στρατός δεν είναι το «εμπόδιο» της στροφής προς τη Δύση αλλά η μόνη δύναμη που τους συγκρατεί να μην «κατρακυλήσουν» στην Ανατολή. Και γι’ αυτούς, το να μην πέσουν στο έλεος των αγιατολάδων είναι πολύ σημαντικότερο από το να αναγνωριστούν ως «ισότιμοι» των υπολοίπων ευρωπαίων…

Για να το πούμε αλλιώς: Οι ιθύνουσες ελίτ στη Τουρκία δεν θα είχαν τεράστιο πρόβλημα αν η σχέση τους με την Ευρώπη παρέμενε «ιδιαίτερη» και όχι πλήρης. Θα είχαν όμως μέγα υπαρξιακό πρόβλημα, αν προσπαθώντας να εξευρωπαϊστούν πλήρως, «έδεναν» τους στρατιωτικούς τους και τελικώς τους «έδεναν» όλους μαζί κάποιοι φονταμενταλιστές. Κι αντί να κάνουν το τελευταίο βήμα προς την Ευρώπη, εκτοξεύονταν μια κι έξω στην «καρδιά της Ανατολής».

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ούτε οι Ευρωπαίοι θα επέμεναν ποτέ στην πλήρη «ευθυγράμμιση» της Τουρκίας με τα Ευρωπαϊκά «κεκτημένα» ούτε οι Τούρκοι θα το αποδέχονταν ποτέ οικειοθελώς και αβιάστως. Συνεπώς η όλη υπόθεση εργασίας ότι ο εξευρωπαϊσμός της Τουρκίας θα την «μεταλλάξει», θα την «καταπραΰνει», θα εξοβελίσει τους στρατοκράτες από την εξουσία και θα εξουδετερώσει τον επεκτατισμό της σε βάρος μας αυτομάτως (και αδαπάνως για μας) είναι ΜΗ ρεαλιστική.

Πρόκειται για μια υπόθεση, που όχι μόνο αναλυτικά ελέγχεται ως εξωφρενική αλλά και εμπειρικά αποδείχθηκε ανεδαφική: Όσο η Άγκυρα κάνει βήματα προς την Ευρώπη, τόσο αποχαλινώνεται η προκλητικότητα της σε βάρος της Ελλάδας.

Το Μάρτιο του 1995 η Ελλάδα δέχθηκε την Τελωνειακή Σύνδεση Ευρωπαϊκής Ένωσης – Τουρκίας. Λίγες μέρες αργότερα η Τουρκική Εθνοσυνέλευση διακήρυξε το casus belli κατά της Ελλάδας, σε περίπτωση που η Αθήνα επέκτεινε τα χωρικά της ύδατα στα 12 μίλια στο Αιγαίο…

Το υπόλοιπο του 1995 η Τουρκία προσπαθούσε να πείσει το Ευρωκοινοβούλιο να άρει τις αντιρρήσεις του για την Τελωνειακή της Ένωση. Το Δεκέμβριο πήρε τελικά την έγκρισή του. Λίγες μέρες αργότερα ξεκινούσε η κρίση των Υμίων, η οποία κλιμακώθηκε ένα μήνα αργότερα, δημιουργώντας «γκρίζες ζώνες» στο Αιγαίο.

Κάθε φορά που η Άγκυρα έκανε ένα βήμα προς την Ευρώπη, ακολουθούσε μια κλιμάκωση του επεκτατισμού της έναντι της Ελλάδας. Και δημιουργείτο ακόμα ένα «επίδικο αντικείμενο» ανάμεσα στις δύο χώρες.

Όχι συμπτωματικά, λίγες μέρες μετά την Συμφωνία του Ελσίνκι άρχισαν ξανά οι μαζικές παραβιάσεις τουρκικών αεροσκαφών στο Αιγαίο, που είχαν διακοπεί επί ένα τετράμηνο – κυρίως από την εποχή των μεγάλων σεισμών και στις δύο χώρες. Αν το παρελθόν μας προϊδεάζει για κάτι, αυτό σίγουρα δεν είναι καθησυχαστικό.

Πολύ περισσότερο, που στο ίδιο διάστημα οι Ευρωπαίοι έγιναν πιο ανεκτικοί, όχι πιο επικριτικοί, για τις προκλήσεις των Τούρκων σε βάρος της Ελλάδας.

Ούτε αναλυτικά προκύπτει ότι οι Ευρωπαίοι θα «πιέσουν» την Τουρκία να γίνει «Ευρώπη», ούτε ότι οι Τούρκοι θα προσπαθήσουν «πάση θυσία» να γίνουν «Ευρωπαίοι». Ούτε εμπειρικά προκύπτει ότι η σύσφιγξη των σχέσεων Τουρκίας – Ευρώπης καθιστά τους Τούρκους πιο …«ειρηνόφιλους». Μάλλον καθιστά τους Ευρωπαίους πιο ανεκτικούς στον Τουρκικό επεκτατισμό.

Αφασία πολιτικής

Όλα αυτά ΔΕΝ σημαίνουν ότι στο Ελσίνκι η Ελλάδα «προδόθηκε», «παραδόθηκε», «ξεπουλήθηκε», «τελείωσε» κλπ. Σημαίνουν απλώς, ότι η χώρα εξακολουθεί να μην έχει πολιτική, εξακολουθεί να ετεροκαθορίζεται, εξακολουθεί να εκλαμβάνει τις εκάστοτε «υποδείξεις» των εταίρων της ως δικό της «συμφέρον» και τους βραχυπρόθεσμους χειρισμούς τρίτων ως δική της «εθνική πολιτική».

Η Ελλάδα δεν έχει κανένα λόγο να συγκρουστεί με κανέναν – πολύ περισσότερο με τους εταίρους της. Αλλά έχει κάθε λόγο να έχει δική της πολιτική, να αναζητεί συμμαχίες μέσα στην Ένωση, αλλά και εκτός αυτής, για να προασπίσει τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά της.

Για την ώρα δεν έχει αίσθηση μακροπρόθεσμου συμφέροντος – απλώς εκλαμβάνει τους «ευσεβείς» της πόθους ως πραγματικότητα. Γι’ αυτό άγεται και φέρεται από διάφορους «καλοθελητές». Οι οποίοι επιβάλλουν στην Ελλάδα υποχωρήσεις τις οποίες ουδέποτε θα έκαναν για τις δικές τους χώρες.

Η Ελλάδα έκανε πίσω από τις «σταθερές» Καραμανλή – Παπανδρέου, από τις σταθερές του ίδιου του Βενιζέλου, αλλά κι από τα αυτονόητα για κάθε ευρωπαϊκό κράτος σήμερα.

Και δεν υπερέβη όλα αυτά τα «εσκαμμένα» αναζητώντας «νέα πολιτική», αλλά παραιτούμενη από κάθε έννοια εθνικής πολιτικής. Την ώρα που όλοι οι άλλοι αναζητούν να εκφράσουν με νέους όρους στις νέες συνθήκες τα εθνικά τους συμφέροντα εμείς καταργήσαμε την έννοια του εθνικού συμφέροντος!

Αυτό δεν λέγεται «εκσυγχρονισμός» - λέγεται, μάλλον αφασία.

 

http://www.antibaro.gr