Με αφορμή το άρθρο του κ. Κ. Στεφανόπουλου στην «Καθημερινή»
Το κύριο Πρόβλημα των Ελληνοτουρκικών Σχέσεων
Διονύσιος Κ. Καραχάλιος
Αντίβαρο, Ιούνιος 2006
Το άρθρο παρέμβαση του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας, στην Καθημερινή της περασμένης Κυριακής (28.5.2006) προκάλεσε, όπως ήταν φυσικό, ποικίλες αντιδράσεις. Η πρόθεση του κ. Κ. Στεφανόπουλου να διατυπώσει τις απόψεις του, υπό το κράτος της εθνικής συγκίνησης που δημιουργήθηκε, εύλογα, από τον τραγικό θάνατο του ηρωικού πιλότου μας Κώστα Ηλιάκη, υποδηλώνει την αγωνία του για την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων και την ανησυχία του για το αδιέξοδο στο οποίο έχουν περιέλθει αυτές. Αγωνία και ανησυχία καθ όλα αντιληπτές και αναμενόμενες, ιδίως αν ληφθεί υπ όψη η αναμφισβήτητη και γνωστή στο πανελλήνιο ευαισθησία του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας για τα εθνικά μας θέματα.
Όμως, οι αντιδράσεις, που ακολούθησαν την δημοσίευση του προαναφερομένου άρθρου, εστιάστηκαν αποκλειστικά και μόνον στο ζήτημα της ορθότητας ή μη της προτάσεως περί προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και, κυρίως, στο εύρος των θεμάτων που θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο της σχετικής προσφυγής. Θυμίζω ότι, μέχρι στιγμής, η επίσημη ελληνική θέση (κοινά αποδεκτή από τα πολιτικά κόμματα) είναι ότι η μόνη διαφορά που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής στην Χάγη είναι το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας.
Αλλά, το άρθρο του κ. Κ. Στεφανόπουλου, αναφέρεται σε ένα εξ ίσου σημαντικό ζήτημα, το οποίος, άγνωστο για ποιους λόγους, δεν εκρίθη άξιο σχολιασμού από τους προστρέξαντες αναλυτές (πολιτικούς, δημοσιογράφους, πανεπιστημιακούς κλπ.), ενώ, κατά την άποψή μου, εμπεριέχει το «κλειδί» για την ελληνική στάση, έναντι του συνολικού πλέγματος των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Έγραψε, επί λέξει, ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας:
«Aλλά και η πολιτική μας που ελπίζει και εύχεται τη λύση των προβλημάτων με την Tουρκία, μέσω των διαπραγματεύσεων για τη μελλοντική ένταξη της χώρας αυτής στην Eυρωπαϊκή Eνωση, δεν έχει αποδώσει το παραμικρό. Bάσιμος δε είναι ο φόβος, ότι δεν θα αποδώσει ούτε στο μέλλον, αν κρίνει κανείς από τη μέχρι τώρα συμπεριφορά της.
Kαι ιδού γιατί. H χώρα μας έχει γίνει ο θερμότερος συνήγορος, ο σημαιοφόρος της εντάξεως της Tουρκίας στην Eυρώπη. O όρος όμως τον οποίον θέτει και επαναλαμβάνει σε κάθε ευκαιρία, δηλαδή της ανταποκρίσεως της Tουρκίας στις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει, δεν εκπληρώνεται, ενώ η συμπεριφορά της κάθε άλλο παρά γίνεται περισσότερο φιλική, σε αναγνώριση των υπέρ αυτής προσπαθειών μας. Aντιθέτως, οι παραβιάσεις και παραβάσεις εκ μέρους των αεροπλάνων της συνεχίζονται και αυξάνονται, η Σχολή της Xάλκης δεν ανοίγει, η απειλή πολέμου επαναλαμβάνεται, και οι αξιώσεις της επαναδιατυπώνονται.
Tα αποτελέσματα του αδιεξόδου είναι γνωστά σε όλους: οι υπέρογκες στρατιωτικές δαπάνες που καταβάλλει η χώρα μας, για να διατηρήσει το αξιόμαχο των αμυντικών της δυνάμεων, η καθημερινή διακινδύνευση των πιλότων μας και οι απώλειες που θρηνούμε, η διαρκής ενασχόλησή μας με τα σχετικά θέματα και η υποχωρητικότητά μας που εκδηλώνεται συχνά, για να μην οξύνομε το πρόβλημα και επιβαρύνομε την κατάσταση.
H ενταξιακή διαδικασία προσφέρει ευκαιρίες στη χώρα μας, αλλά δεν επωφελούμεθα, με τον τρόπο που μπορούμε. H προοπτική ότι μπορεί να επιτευχθεί ένα ευνοϊκό αποτέλεσμα κατά στάδια και δόσεις, αναλόγως της προόδου των διαπραγματεύσεων, δεν φαίνεται ότι μπορεί να τελεσφορήσει. Kανείς άλλωστε δεν θα μας συμπαρασταθεί σε αυτήν την προσπάθεια.
Οι προαναφερόμενες διαπιστώσεις και κυρίως η εντύπωση ότι, η εμμονή της Ελλάδας στην εκ μέρους μας «πάση δυνάμει» προώθηση της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας, ανεξαρτήτως της κυνικής αδιαλλαξίας και της διαρκούς επιθετικότητας της γειτονικής χώρας, συνιστούν τα αδιαμφισβήτητα πραγματικά γεγονότα, που, αφ ενός μεν ενισχύουν, αντί να περιορίζουν, τις τουρκικές διεκδικήσεις, αφ ετέρου δε, αποδυναμώνουν την δική μας διαπραγματευτική ικανότητα, καθιστώντας την, επί τους ουσίας, ανύπαρκτη.
Όταν, όπως ορθότατα επισημαίνει ο κ. Κ. Στεφανόπουλος, η χώρα μας έχει γίνει ο θερμότερος συνήγορος, ο σημαιοφόρος της εντάξεως της Tουρκίας στην Eυρώπη, χωρίς, από την πλευρά των γειτόνων μας να επιδεικνύεται, έστω και μόνον για λόγους διπλωματικής αβροφροσύνης, στοιχειώδης ελάττωση της λεκτικής, τουλάχιστον, επιθετικότητας σε βάρος της χώρας μας, τότε σε τι άλλο μπορεί να αποβλέπει αυτή η άνευ όρων ολόθερμη υποστήριξη της τουρκικής φιλοδοξίας;
Έχω προσφάτως, επισημάνει ότι, ουδέποτε μπόρεσα να καταλάβω πως η μελλοντική ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα «γεννήσει», αρχικά την θεαματική βελτίωση του κλίματος και, στη συνέχεια, την οριστική επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών. Η ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έστω και αν επιφέρει, με «μαγικό ραβδί» τον εκδημοκρατισμό της, ουδόλως συνεπάγεται την εκ μέρους της απάρνηση των διεκδικήσεών της έναντι της χώρας μας και την εξάλειψη της επιθετικότητας των γειτόνων μας. Δημοκρατικότατη χώρα ήταν η Γαλλία όταν διεξήγαγε τον πόλεμο της Αλγερίας, δημοκρατικότατη υπήρξε η Μεγάλη Βρετανία στον πόλεμο των Φώκλαντ με την Αργεντινή και δημοκρατικότατη χώρα είναι οι ΗΠΑ, που συμπεριφέρονται όπως συμπεριφέρονται στο Ιράκ και στα Βαλκάνια. Τούτο σημαίνει ότι κριτήριο για την στάση μιας χώρας στο πεδίο των διεθνών σχέσεων δεν είναι ο βαθμός της δημοκρατικότητάς της, αλλά το συμφέρον της, όπως η ίδια το προσδιορίζει και το οριοθετεί. Και, δυστυχώς, για την χώρα μας, η Τουρκία διαθέτει μια «εξουθενωτική», για μας, αίσθηση των εθνικών της συμφερόντων
.
Από την άλλη πλευρά, ομολογώ ότι δεν αντιλαμβάνομαι πλήρως την άποψη, σύμφωνα με την οποία η προσέγγιση της Τουρκίας στην Ευρώπη θα την υποχρεώσει, έστω και παρά την θέλησή της, να βελτιώσει την στάση της έναντι της Ελλάδας. Θυμίζω ότι η προσέγγιση της γειτονικής χώρας με την Ευρώπη είναι γεγονός από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα. Η Τουρκία είναι μέλος του ΝΑΤΟ και συνεπώς σύμμαχος της χώρας μας και μετέχει, μαζί με την Ελλάδα, στο Συμβούλιο της Ευρώπης και στον ΟΟΣΑ. Δηλαδή συμμετέχει, εδώ και πέντε δεκαετίες τουλάχιστον, στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, χωρίς αυτή η πραγματικότητα να την εμποδίσει να εξοντώσει τον Ελληνισμό της Κωνσταντινουπόλεως, της Ίμβρου και της Τενέδου και να εισβάλει στην Κύπρο, το βόρειο τμήμα της οποίας κατέχει, αδίστακτα, επί τριάντα συναπτά έτη, αδιαφορούσα πλήρως για τα ανθρώπινα δικαιώματα και συμμετέχουσα ενεργώς στον πολιτισμικό αφανισμό της κατεχόμενης περιοχής. Συνεπώς, αυτή η δεδομένη ευρωπαϊκή διαδρομή των γειτόνων μας, όχι μόνον δεν συνέβαλε στον εκδημοκρατισμό τους, αλλά, αντιθέτως, χάρη και στην γενναία υποστήριξη των Αμερικανών, οδήγησε στην διαμόρφωση ενός πρωτοφανούς κλίματος ανοχής και «κατανόησης» της διεθνούς κοινής γνώμης για το στρατοκρατικό κεμαλικό καθεστώς και την, κατά περιστάσεις, σκλήρυνσή του, καθώς και για την κατοχή της Κύπρου και την γενοκτονία των Κούρδων.
Κατά δεύτερο λόγο, δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό, βάσει ποιας λογικής οι Τούρκοι (που παραμένουν επιδεικτικά και προκλητικά αδιάλλακτοι και ανυποχώρητοι έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου, παρά το γενναίο και ενδεικτικό αγαθών προθέσεων βήμα της συναίνεσής μας, τον Οκτώβριο 2005, στην έναρξη των ενταξιακών τους διαπραγματεύσεων) θα αναθεωρήσουν, στο μέλλον, την επιθετική στάση τους, αφού δεν το έπραξαν, όταν μας είχαν περισσότερη ανάγκη. Αφού δηλαδή, δεν αξιοποιήθηκε το ελληνικό (και κυπριακό βέτο) ώστε να υποχρεωθεί η Τουρκία να επιδείξει έμπρακτα τις δικές της καλές προθέσεις, είτε με την μορφή της αναγνώρισης της Κυπριακής Δημοκρατίας, είτε με την άρση του casus belli έναντι της χώρας μας, γιατί θα φανεί τώρα διαλλακτικότερη, όταν έχει ήδη επιτύχει, χωρίς παραχωρήσεις, την επιθυμητή έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων και έχει επιβεβαιώσει, για μια ακόμη φορά, την δική μας προθυμία να την διευκολύνουμε χωρίς στοιχειώδη ανταλλάγματα;
Η προσεκτική ανάγνωση του άρθρου του κ. Κ. Στεφανόπουλου δείχνει ότι, ο μέχρι πρόσφατα πρώτος πολίτης της χώρας, οδηγήθηκε στην διατύπωση των απόψεών του, σχετικά με την ανάγκη προσφυγής στην Χάγη και για άλλες, πλην της υφαλοκρηπίδας, διαφορές, από αυτήν ακριβώς την αίσθηση της πλήρους αναποτελεσματικότητας της προαναφερόμενης πολιτικής, για την οποία κανείς δεν θα μας συμπαρασταθεί, όπως, μελαγχολικά, επισημαίνει ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Διαπίστωση ανησυχητική, αλλά, πέρα ως πέρα ρεαλιστική: Αφού εμείς, που έχουμε το πρόβλημα, έχουμε μεταβληθεί σε «καραγωγείς» της τουρκικής ένταξης (σύμφωνα με την εξόχου εθνικής «λεβεντιάς» δήλωση του Γ. Παπανδρέου -Το Βήμα, 5.9.1999), για ποιο λόγο θα σπεύσουν οι αδιάφορο τρίτοι να καταστούν «βασιλικότεροι του βασιλέως», δηλαδή ημών και να αξιώσουν από την Τουρκία να μας σεβαστεί, όταν εμείς δεν σεβόμαστε τον εαυτό μας;
Παράλληλα και ενώ η καλοπροαίρετη, μέχρι παρεξηγήσεως, στάση μας ουδέν αποφέρει υπέρ ημών, επιτρέπει στην Τουρκία να πολλαπλασιάζει την επιθετικότητά της, να διευρύνει τις διεκδικήσεις της και να εδραιώνει τις θέσεις της.
Ο Γ. Παπανδρέου, με αφορμή το άρθρο του Κ. Στεφανόπουλου, έσπευσε, κατά τα συνήθη, να εκδηλώσει το ανούσιο αντιπολιτευτικό του μένος κατά της κυβερνήσεως. Υποστήριξε, με κυνική υποκρισία, ότι με τους χειρισμούς της οδήγησε τη χώρα δέκα χρόνια πίσω, αφού δεν αξιοποίησε την «σωτήρια» πρόβλεψη του Ελσίνκι και πρότεινε την χάραξη ενός νέου Ελσίνκι!
Παρατήρηση: Ευτυχώς, που η κυβέρνηση Καραμανλή απομακρύνθηκε από το Ελσίνκι. Γιατί; Μα διότι στο κοινό ανακοινωθέν του Ελσίνκι (Δεκέμβριος 1999) περιλαμβανόταν μια γενική σύσταση, που απευθυνόταν στις δύο χώρες (χωρίς να κατονομάζονται ρητώς) για να διαπραγματευθούν τις υπάρχουσες συνοριακές διαφορές τους, με την επισήμανση ότι, αν τούτο δεν καθίστατο δυνατό μέχρι το τέλος του 2004, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα μπορούσε να παραπέμψει τις διαφορές στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Ο Γ. Παπανδρέου κατηγορεί σήμερα την κυβέρνηση, επειδή δεν ζήτησε την παραπομπή των διαφορών μας στην Χάγη! Ποιών διαφορών; Όχι, βέβαια, μόνον της υφαλοκρηπίδας, αλλά των πάντων (χωρικά ύδατα, αποστρατιωτικοποίηση νήσων κλπ.), όπως τις εννοεί η Τουρκία, μια και η κυβέρνηση Σημίτη, για πρώτη φορά στο Ελσίνκι, είχε αποδεχθεί την ύπαρξη «συνοριακών διαφορών» με την Τουρκία
.! Με απλά λόγια, ενώ ο Γ. Παπανδρέου, υποτίθεται ότι, επιθυμεί την αξιοποίηση του Ελσίνκι υπέρ των ελληνικών απόψεων, στην ουσία μοιάζει να παραγνωρίζει το αληθές περιεχόμενο της σχετικής ανακοινώσεως και τις δυσμενείς επιπτώσεις που θα είχε, για τα εθνικά μας συμφέροντα, η τυχόν εμμονή στην προβλεπόμενη διαδικασία.
Η διαπίστωση του τέως Πρόεδρου της Δημοκρατίας ότι, αφού μέχρι σήμερα, η ακολουθούμενη τακτική απέτυχε, η μόνη δυνατή διέξοδος είναι η προσφυγή στην Χάγη, ανεξαρτήτως του ότι ομοιάζει με την άποψη του Γ. Παπανδρέου, δεν συνάδει, κατά την ταπεινή μου άποψη, με την θεμελιώδη, εκ μέρους του, επισήμανση ότι, η ενταξιακή διαδικασία προσφέρει ευκαιρίες στη χώρα μας, αλλά δεν επωφελούμαστε, με τον τρόπο που μπορούμε.
Με όλον τον σεβασμό προς το πρόσωπο, την ιστορία και την προσφορά του κ. Κ. Στεφανόπουλου, ας μου επιτραπεί να υπογραμμίσω ότι, το κρίσιμο για την χώρα μας ζήτημα, δεν είναι ότι πρέπει να πάμε στην Χάγη, επειδή η μέχρι τώρα τακτική μας απέτυχε. Το κρίσιμο ζήτημα είναι ότι η δεδομένη αποτυχία της μέχρι σήμερα τακτικής μας («καραγωγείς» της Τουρκίας) πρέπει να ταρακουνήσει τον πολιτικό κόσμο της χώρας, έτσι ώστε να τον υποχρεώσει να αξιοποιήσει το γεγονός ότι η ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας εξαρτάται απόλυτα από την θετική ψήφο της Ελλάδας και της Κύπρου. Και κυρίως να επιβάλλει στην γειτονική χώρα την βεβαιότητα ότι θετική ψήφος δεν πρόκειται να υπάρξει, αν δεν προσαρμόσει τις προθέσεις της και την συμπεριφορά της με το κοινοτικό κεκτημένο και τους κανόνες του διεθνούς δικαίου. Κατά τα άλλα, η Χάγη μπορεί να περιμένει.-
Αυτό το κείμενο είναι γραμμένο σε μονοτονικό. Διαβάστε την πολυτονική του έκδοση.
|