Νέο
ολίσθημα η
μετονομασία
των Στενών
Του
Διον. Κ.
Καραχάλιου 10.6.2002
Του
πρωθυπουργού
μας
απουσιάζοντος
στην μακρινή
Κίνα, ο επί των
Εξωτερικών
υπουργός
συνέχισε την
προσφιλή του
τακτική των
μονομερών
προσφορών προς
την Τουρκία,
από την οποία εξακολουθούμε,
ματαίως, να
αναμένουμε
αντίστοιχες
ενέργειες, που
να δικαιώνουν
την «πολιτική
των
εναγκαλισμών»,
την οποία με
περισσή θέρμη
προωθεί ο Γ.
Παπανδρέου.
Το
τελευταίο «επίτευγμα»
του επίδοξου
διαδόχου του Κ.
Σημίτη, υπήρξε
η προφορική
εντολή του,
προς την
διπλωματική
μας
αντιπροσωπεία
στο ΝΑΤΟ, να
αποδεχθεί το
αίτημα της
γειτονικής
χώρας προς την
Συμμαχία, για
την αλλαγή της
διεθνώς
κατοχυρωμένης
ονομασίας των
Στενών του
Βοσπόρου και
των
Δαρδανελίων σε
«Τουρκικά
Στενά».
Με
την Συνθήκη του
Μοντρέ, που
υπεγράφη, στην
ομώνυμη πόλη
της Ελβετίας,
στις 20 Ιουλίου 1936
και της οποίας
η ισχύς
ανανεώθηκε το
1951,
αναγνωρίσθηκε
το διεθνές
νομικό
καθεστώς των
Στενών και
εξασφαλίσθηκε
η απόλυτη
ελευθερία
διελεύσεως των
εμπορικών
πλοίων σε καιρό
ειρήνης, η,
ακόμη και
σε καιρό
πολέμου, εφ’
όσον ανήκουν σε
κράτη, μη
ευρισκόμενα σε
εμπόλεμη
κατάσταση με
την Τουρκία.
Επίσης,
εξασφαλίστηκε
η διέλευση και
των πολεμικών
πλοίων, σε
καιρό ειρήνης,
με ορισμένους
περιορισμούς
χωρητικότητας
και διακρίσεως
μεταξύ
παρακτίων
χωρών του
Ευξείνου
Πόντου και μη.
Κατά συνέπεια,
η εδαφική
κυριαρχία της
Τουρκίας στην
περιοχή, με
βάση την
Συνθήκη του
Μοντρέ,
υφίσταται
περιορισμούς
υπέρ της
ελεύθερης
ναυσιπλοΐας,
που αίρονται
μόνον σε
περίπτωση κατά
την οποία η
γειτονική χώρα
βρίσκεται
σε εμπόλεμη
κατάσταση, ή,
όταν, σε
περίπτωση
πολέμου, η ίδια
μεν παραμένει
ουδέτερη, αλλά
αποκτά το
δικαίωμα να
εμποδίζει την
διέλευση
πολεμικών
πλοίων που
ανήκουν σε
εμπολέμους.
Η μέχρι χθες
ονομασία των
Στενών
επιβεβαίωνε
αυτόν ακριβώς
τον διεθνή
χαρακτήρα τους
και υπενθύμιζε
στην Άγκυρα ότι,
η γεωγραφική
εξουσία της
στην περιοχή
ουδόλως της
επιτρέπει να
ασκεί απόλυτα
κυριαρχικά
δικαιώματα σ’
αυτήν.
Μετά
την πρόθυμη
συνδρομή μας
στην (και
ιστορικά
απαράδεκτη)
μετονομασία
των Στενών, ο
εκτελών χρέη
κυβερνητικού
εκπροσώπου Τηλ.
Χυτήρης,
έσπευσε να «διασκεδάσει»
τις εντυπώσεις,
υποστηρίζοντας
ότι «σημασία
έχει η ουσία
της Συνθήκης
και όχι η
γεωγραφική
ονοματολογία»
και ότι το όλο
θέμα απλά
υπηρετεί
λόγους «εσωτερικής
κατανάλωσης»
στην Τουρκία.
Η
κυβερνητική
επιχειρηματολογία
θυμίζει το «άνευ
ουσίας έγγραφο»,
όπως είχε
αποκληθεί από
τους ιθύνοντες
της εξωτερικής
μας πολιτικής
το έγγραφο της
Κωνσταντινουπόλεως
για τον
Ευρωστρατό, το
οποίο, με
ανεπανόρθωτη,
δυστυχώς,
καθυστέρηση,
έχει
ταρακουνήσει
τα, εν υπνώσει
ευρισκόμενα,
πατριωτικά
αντανακλαστικά
του
πρωθυπουργού
μας. Όμως,
ανεξαρτήτως
του γεγονότος
αυτού, το
βέβαιον είναι
ότι
βρισκόμαστε
μπροστά σε μια
ακόμη
χαρακτηριστική
περίπτωση
γενναίας
παραχωρήσεως
προς την
Τουρκία, χωρίς
την παράλληλη
απαίτηση
επιδείξεως
καλής θελήσεως
και από την
πλευρά της
τελευταίας.
Οι
αμετανόητοι
χειροκροτητές
της άνευ όρων
ελληνοτουρκικής
προσεγγίσεως,
θα
υποστηρίξουν,
ως συνήθως, ότι
η διαρκής
επιβεβαίωση
των καλών μας
προθέσεων
έναντι της
Τουρκίας θα
υποχρεώσει,
κάποτε, τους
στρατοκράτες
της Άγκυρας,
υπό την πίεση
και της
Ευρωπαϊκής
Ένωσης ή του
υπερατλαντικού
συμμάχου
αμφοτέρων μας,
να ακολουθήσει
την δική μας
πολιτική, με
αποτέλεσμα την
εδραίωση της
μεταξύ μας
φιλίας. Στην
πραγματικότητα,
η τουρκική
αντίληψη είναι
εντελώς
διαφορετική
και, εκ των
αποτελεσμάτων,
αποδεικνύεται
λίαν επωφελής
για την άλλη
πλευρά του
Αιγαίου. Η
διαρκής
προβολή
πάσης φύσεως
αξιώσεων, που
εξυπηρετούν
αποκλειστικά
και μόνο τα
τουρκικά
εθνικά
συμφέροντα, αφ’
ενός οδηγεί
στην σταδιακή
ικανοποίησή
τους, αφού η
αντίδραση των
κυβερνώντων
μας
κυριαρχείται
από τον φόβο
μήπως
εμφανισθούμε
ως αδιάλλακτοι
στα μάτια των
εταίρων μας, αφ’
ετέρου δε
εδραιώνει
την διαρκή
υποχωρητικότητα
ως σταθερή
συνιστώσα της
εξωτερικής μας
πολιτικής.
Στην προκειμένη περίπτωση, η ουσία της μετονομασίας δεν έγκειται στην επιβεβαίωση της, δεδομένης άλλωστε, γεωγραφικής κυριαρχίας της Τουρκίας επί των Στενών, πράγμα που, αφελώς ή εξ ανάγκης, υποστηρίζει η εκσυγχρονιστική μας κυβέρνηση. Τα κέρδη της Τουρκίας είναι απείρως μεγαλύτερα: 1ον Το «μικρόβιο» της αναθεωρήσεως των Διεθνών Συνθηκών, που διακαώς επιθυμεί η Τουρκία, με πρώτη την Συνθήκη της Λωζάννης, εισχωρεί, αργά, άλλα σταθερά, στην αντίληψη της διεθνούς κοινότητας, αρχής γενομένης από φαινομενικά «ασήμαντες» μεταβολές. 2ον Διογκώνεται σταθερά η αμφισβήτηση δικαιωμάτων τρίτων (και φυσικά της Ελλάδας), με παράλληλη δημιουργία καινοφανών «δικαιωμάτων» της Τουρκίας, στην ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου, 3ον Ενισχύεται δυναμικά ο ηγεμονικός ρόλος της Τουρκίας στην περιοχή, αφού ουδείς «τολμά» να εμποδίσει την ικανοποίηση ακόμη και των πλέον παράλογων απαιτήσεών της και 4ον Η Ελληνική κοινωνία εμποτίζεται, όλο και περισσότερο, από την ιδέα μιας δεσμευμένης εξωτερικής πολιτικής, που κυριαρχείται όχι από την ανάγκη προασπίσεως των εθνικών μας συμφερόντων, αλλά από την πεποίθηση ότι, ο ρόλος της Ελλάδας στην σύγχρονη γεωπολιτική «σκακιέρα», σε σχέση με την Τουρκία, δεν μπορεί παρά να είναι συμπληρωματικός και ετερόφωτος.