Κατηγορίες |
1923-2003: 80 χρόνια από την ανταλλαγή και τη Συνθήκη της Λωζάννης. |
||||||||||||||||||||||||||||
|
1923-2003: ΟΓΔΟΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΚΑΙ ΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΗΣ ΛΩΖΑΝΝΗΣ: Ο ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΜΙΑΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ Ή Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ; Του
Μανώλη Εγγλέζου-Δεληγιαννάκη Η
ανταλλαγή των πληθυσμών αποφασίστηκε
τον Ιανουάριο του 1923. Σε μία σύμβαση μιας
σελίδας, όπου συμβαλλόμενοι είναι οι δύο
εμπόλεμοι του 22, χώρεσε η διακοπή μιας
ιστορίας αιώνων. Οι Ρωμιοί της Μικράς
Ασίας, κυρίως αυτοί της ενδοχώρας, της
Καππαδοκίας και του Πόντου, ξεριζώθηκαν
από τη γη τους για να ξεκινήσουν μια
καινούργια ζωή στην Παλιά Ελλάδα,
πένητες και ανέστιοι. Στο
δεύτερο και τελευταίο άρθρο της
συνθήκης ανταλλαγής, προβλέπεται ποιοι
εξαιρούνται της ανταλλαγής. Οι Ρωμιοί
της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και
της Τενέδου και οι Μουσουλμάνοι της
Δυτικής Θράκης ορίζεται να παραμείνουν
στις εστίες τους. Η συνθήκη της Λωζάννης,
που υπογράφηκε στο τέλος του 1923, ορίζει
τα δικαιώματα που θα απολαμβάνουν οι
Ρωμιοί που εξαιρέθηκαν της ανταλλαγής,
αφορά δηλαδή το μικρό μέρος εκείνο του
Μικρασιατικού Ελληνισμού που παρέμεινε
στις εστίες του για να εκδιωχθεί
συστηματικά και σταδιακά στις επόμενες
δεκαετίες. Τα
ζητήματα της Μικρασιατικής εκστρατείας,
των εκλογών του 20, της Καταστροφής και
της Ανταλλαγής μας έχουν απασχολήσει
και θα μας απασχολούν, καθώς αποτελούν
κομβικά σημεία της ιστορίας μας. Τα
κλειδιά για να ερμηνεύσουμε τις
σημερινές σχέσεις Ελλάδας - Τουρκίας,
καθώς και την εξωτερική μας πολιτική, θα
τα βρούμε σ αυτή την περίοδο, σαν
απαντήσεις στα αναρίθμητα γιατί που
προκύπτουν. Έπρεπε,
άραγε να γίνει η ανταλλαγή; Και τότε και
τώρα, πολλοί Μικρασιάτες και Ελλαδίτες
θεωρούν ότι δεν έπρεπε. Ότι η
αντιμετώπιση ανθρωπίνων ζωών σαν
αντικείμενο που του αλλάζουμε θέση
είναι μια λάθος αντιμετώπιση. Τον
Ιανουάριο του 23, ενώ οι διαπραγματεύσεις
για την υπογραφή της Συνθήκης
Ανταλλαγής βρίσκονταν σε εξέλιξη, οι
πρόσφυγες από την καταστροφή, που
βρίσκονταν ήδη στην Αθήνα,
πραγματοποίησαν συλλαλητήριο κατά της
Ανταλλαγής, κι έστειλαν τηλεγραφήματα
με το ίδιο περιεχόμενο. Παρά τα όσα είχαν
περάσει, παρά το ότι όλοι είχαν νεκρούς
και εξαφανισμένους και από το διωγμό του
22 και από τις εκτοπίσεις του 14, παρά το
ότι οι περιουσίες πολλών ήταν ήδη ένας
σωρός ερείπια και στάχτες, δε
διανοούνταν ότι η παρουσία τους στην
παλιά Ελλάδα ήταν κάτι άλλο από
προσωρινή, πίστευαν ότι η επιστροφή
είναι δεδομένη. Όμως,
η ανταλλαγή ήταν μονόδρομος. Αν δεν
έφευγαν, υποθέταμε τότε και γνωρίζουμε
σήμερα, η τύχη τους ήταν
προδιαγεγραμμένη. Ή θα τούρκευαν ή θα
εξοντώνονταν, έρμαια στις διαθέσεις των
Τούρκων, όπως -εκ των υστέρων
αποδείχτηκε- οι εξαιρεθέντες. Και τελικά,
όσοι γλύτωναν θα έφευγαν στην Ελλάδα,
κυνηγημένοι όπως αυτοί. Δηλαδή, η
ανταλλαγή θα συνέβαινε με τον ένα ή τον
άλλο τρόπο, αλλά μόνο ως προς τους
Ρωμιούς. Οι Μουσουλμάνοι της Ελλάδας, θα
παρέμεναν, θα απολάμβαναν όλων των
δικαιωμάτων μειονότητας και πιθανόν
σήμερα να χειραγωγούνταν από την ʼγκυρα,
αποτελώντας ένα ακόμη πρόβλημα στο
εσωτερικό. Ας μη ξεχνούμε ότι οι
Μουσουλμάνοι ψήφισαν και στις εκλογές
του 20, καθορίζοντας το αποτέλεσμα. Ο
Βενιζέλος τα είχε υπόψη του αυτά όταν,
στο δικό του απαντητικό τηλεγράφημα σ
εκείνα των Μικρασιατών κατά της
ανταλλαγής, τόνιζε δραματικά την
αδυναμία της Ελλάδας να εγγυηθεί την
ασφάλεια τους από τους Τούρκους σε
περίπτωση που επέστρεφαν. Η
ανταλλαγή λοιπόν δεν ήταν επιλογή. Ήταν
πράγματι μονόδρομος, όσο κι αν
συναισθηματικά αρνούμαστε πολλοί ακόμα
και τώρα να τη δεχτούμε, όσο κι αν άλλα
ήταν τα όνειρα κι άλλες οι ελπίδες
εκείνες που θάφτηκαν στη στάχτη από το
γιαγκίνι της Σμύρνης. Τονιζόταν,
ακόμα, τότε, ότι και να επέστρεφαν οι
πρόσφυγες της Καταστροφής, δεν θα είχαν
δικαίωμα στις περιουσίες τους. Οι
Τούρκοι θα τους αντιμετώπιζαν όχι ως
παλιννοστούντες, αλλά ως νεοφερμένους,
καθώς οι περιουσίες τους ήταν ήδη κτήμα
του Τουρκικού Κράτους. Τέλος,
ένα «θετικό» σημείο που θα μπορούσε να
βρει κανείς στην ανταλλαγή, ήταν και η
απελευθέρωση των γαιών που θα
εγκατέλειπαν οι Μουσουλμάνοι, οι οποίες
θα χρησιμοποιούντο για την αποκατάσταση
των εξαθλιωμένων προσφυγικών πληθυσμών. Κοιτώντας
κανείς πίσω σήμερα, με την ασφάλεια του
να κρίνει βάσει δεδομένων κι όχι βάσει
υποθέσεων, μπορεί να δει πόσο δικαιώθηκε
η σκληρή πολιτική της ανταλλαγής. Μπορεί
να ισχυριστεί επίσης ότι τελικά θα
έπρεπε να έχει η συνθήκη μόνο το πρώτο
άρθρο, ότι δεν έπρεπε να εξαιρεθούν της
ανταλλαγής οι πληθυσμοί που παρέμειναν
για να εκδιωχθούν σιγά σιγά σε λίγο. Και
ακούγονται σαρκαστικές οι δηλώσεις
σήμερα των Τούρκων σε διάφορες
εκδηλώσεις Ελληνοτουρκικής φιλίας που
εκφράζουν τη λύπη τους γιατί έφυγαν οι
Έλληνες, που τους καλούν να ξαναγυρίσουν
(!) λες και δεν είναι αυτοί που τους
έδιωξαν, λες και δεν εφαρμόζεται η ίδια
πολιτική μέχρι σήμερα. Όμως, συγχρόνως
περνούν και το μήνυμα που θέλουν: ότι
δηλαδή τώρα που μας έχουν εξοντώσει,
τώρα που μας έχουν βγάλει από τη μέση,
που έχουν το πάνω χέρι, μας καλούν. Θα
είμαστε χρήσιμοι, όσοι αφελείς τα
πιστέψουμε αυτά, ως διακοσμητικά
στοιχεία στην Τουρκική εξωτερική
πολιτική, ως γελωτοποιοί σε μία κωμωδία
ελληνοτουρκικής φιλίας με το μαχαίρι
στο λαιμό. Αντίστροφα, η εξαίρεση των
συγκεκριμένων πληθυσμών από την
ανταλλαγή αποτελούσε στόχο της Τουρκίας,
που εξυπηρετούσε συγκεκριμένα
συμφέροντα της: Ως προς τους
Μουσουλμάνους, είναι σαφής η επιδίωξη
αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στο
χάρτη: Ήθελαν ένα πληθυσμό που θα
μπορούσαν να προσεταιριστούν (πράγμα
που επιτρέψαμε), δίπλα στα σύνορα, με
στόχο μια μελλοντική προσάρτηση. Ως προς
τους Χριστιανούς, κι εδώ ο στόχος είναι
σαφής: Οι Ρωμιοί της Ίμβρου και της
Τενέδου, (νησιών απελευθερωμένων από τον
Ελληνικό στρατό), έμειναν ως
αντιστάθμισμα της επαναπροσάρτησής
τους στην Τουρκία για «στρατηγικούς
λόγους». Από την άλλη, οι Ρωμιοί της
Πόλης ήταν αναγκαίοι τότε στην Τουρκία,
καθώς η οικονομία της ήταν στα δικά τους
χέρια. Τους χρησιμοποίησαν μέχρι να
διαμορφώσουν δικούς τους
επιχειρηματίες, και όταν αυτό έγινε τους
έδιωξαν. Ο συνήθης τρόπος σφετερισμού
των επιχειρήσεων των Ρωμιών και των
Αρμενίων ήταν ο εξής: Με δεδομένη την
έχθρα του κράτους απέναντί τους, οι
μειονοτικοί επιχειρηματίες
συνεταιρίζονταν με κάποιον Τούρκο, ο
οποίος και θα αποτελούσε την ασπίδα
προστασίας τους. Ακολούθως, όταν ο
Τούρκος ένιωθε έτοιμος να αναλάβει την
επιχείρηση μόνος του, απλά τη
σφετεριζόταν ενώ οι συνέταιροί του
βρίσκονταν σε μια νύχτα στην Ανατολία να
φτιάχνουν δρόμους ή δραπέτευαν στην
Ελλάδα ώστε να γλυτώσουν, αφήνοντας
νόμιμο κύριο τον Τούρκο. Η πρωτογενής
δηλαδή συσσώρευση του εθνικού τουρκικού
κεφαλαίου είναι προϊόν κλοπής. Αλλά
τα ανωτέρω αποτελούν ήδη παραβιάσεις
της συνθήκης της Λωζάννης. Μη φανταστεί
κανείς ότι η συνθήκη θεμελίωνε κάποια
ειδικά προνόμια για τους Χριστιανούς
της Τουρκίας. Απλά επιβεβαίωνε
αυτονόητα πράγματα για κάθε πολιτισμένο
έθνος, τα δικαιώματα στη ζωή, εκπαίδευση
οικονομική και πολιτική ελευθερία κλπ
για τους μειονοτικούς. Αυτά δηλαδή τα
αυτονόητα θέλησαν να κατοχυρώσουν στη
Λωζάννη τα συμβαλλόμενα μέρη, τα οποία
εγνώριζαν τι είδους σεβασμό δείχνουν οι
Τούρκοι σε τέτοιες αξίες. Βέβαια,
οι Τούρκοι υπέγραψαν τη συνθήκη δίχως
καμμία διάθεση να την τηρήσουν. Γι αυτό
και άρχισαν αμέσως να την παραβιάζουν. Το
ίδιο το πνεύμα της Συνθήκης είναι αυτό
μεταξύ μιας ηττημένης Ελλάδας και της
νικήτριας Τουρκίας, όσο κι αν ο
Βενιζέλος δήλωνε ότι διαπραγματεύεται
όχι ως ηττημένος αλλά ως εμπόλεμος: «Η
Τουρκία από τη μία και τα υπόλοιπα
Συμβαλλόμενα μέρη (εκτός της Ελλάδος)
παραιτούνται αμοιβαία από όλες τις
οικονομικές απαιτήσεις για απώλειες και
ζημιές που υπέφεραν η Τουρκία και τα
ανωτέρω μέρη και οι υπήκοοί τους
μεταξύ της 1-8-1914 μέχρι την ισχύ της
παρούσης Συνθήκης
». (ʼρθρο 58). «
Η Ελλάδα αναγνωρίζει την υποχρέωσή της
να πραγματοποιήσει επανορθώσεις για τις
ζημιές που προξενήθηκαν στην Ανατολία
από τις ενέργειες του Ελληνικού στρατού
και διοίκησης
Από την άλλη, η Τουρκία,
λαμβανομένης υπόψιν της οικονομικής
κατάστασης της Ελλάδας που προκύπτει
από την επιμήκυνση του πολέμου και τις
συνέπειές του, τελικά παραιτείται από
κάθε απαίτηση επανόρθωσης κατά της
Ελληνικής κυβέρνησης» (ʼρθρο 59). Δεν
υπήρξε ποτέ δικαίωμα επανορθώσεων για
τους Ρωμιούς της Ανατολής που χάθηκαν
στους διωγμούς και τις εκτοπίσεις του
πρώτου παγκοσμίου πολέμου και της
Μικρασιατικής γενοκτονίας. Γι αυτό και
δεν παραιτήθηκε η Ελλάδα ποτέ από ένα
δικαίωμα που δεν υπήρξε. Για την Ελλάδα
υπήρξε μόνο η ανάληψη ευθυνών για τη
Μικρασιατική εκστρατεία και η
μεγαλόψυχη ενέργεια της Τουρκίας να της
χαρίσει τα χρέη της που προέκυπταν από
τις ευθύνες αυτές
Στην πράξη βέβαια,
οι επανορθώσεις δόθηκαν: Οι τεράστιες
Ελληνικές περιουσίες, πολλαπλάσιες σε
αξία από τις εγκαταληφθείσες Τουρκικές
έπαιξαν αυτόν ακριβώς το ρόλο. Έτσι δεν
πρέπει να μας εκπλήσσει ό,τι
επακολούθησε μετά τη Συνθήκη. Τα
δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που
δημιουργούσε χρειάζονταν στην Τουρκία
για τους πληθυσμούς που έμειναν στα όρια
της Ελλάδας και τους οποίους θεωρούσε (και
εν πολλοίς έκανε) δικούς της. ʼλλωστε, η
διατύπωσή τους εξέφραζε το αυτονόητο
από πλευράς αρχών δικαίου και
δεοντολογίας, πως θα μπορούσε κάποιος ν
αρνηθεί την υπογραφή τους;
Μόνο
περιληπτικά και επιλεκτικά μπορεί να
γίνει αναφορά σε περιπτώσεις
παραβιάσεων της Συνθήκης στα πλαίσια
ενός τέτοιου κειμένου. Η Συνθήκη
προβλέπει την ισονομία και την απόλαυση
των ίδιων πολιτικών δικαιωμάτων μεταξύ
των Τούρκων και των μη μουσουλμανικών
μειονοτήτων (πλέον) της Τουρκίας. Ήδη από
τον Οκτώβριο του 1923, Δημόσιες
επιχειρήσεις, τράπεζες και εταιρίες
υποχρεώθηκαν να απομακρύνουν τους
Έλληνες υπαλλήλους τους και το 1925
έκλεισε ο Ελληνικός Φιλολογικός
Σύλλογος και διασκορπίστηκε η
βιβλιοθήκη του. Το 1955, 10 μέρες μετά τα
Σεπτεμβριανά απαγορεύτηκε η έκδοση της
εφημερίδας «Ελεύθερη Φωνή» και
φυλακίστηκε ο εκδότης της. Το
Οικουμενικό Πατριαρχείο υποβιβάστηκε
σε απλό Τουρκικό ίδρυμα, γεγονός βέβαια
για το οποίο δεν είχε έτσι κι αλλιώς
αρμοδιότητα η Τουρκία. Κι ακόμα του
αφαιρέθηκε η νομική προσωπικότητα,
προκαλώντας αδυναμία διαχείρισης της
μεγάλης περιουσίας του. Κι όχι μόνο αυτό,
αλλά απαγορεύτηκε στους ιερείς να
φέρουν ράσα εκτός ναών με εξαίρεση τον
Πατριάρχη. Ακόμα, με τη συνδρομή ενός
επίορκου ιερέα, του παπά Ευθύμ, «ανακαλύφθηκε»
Τουρκορθόδοξος πληθυσμός τον οποίο
θέλησε να εγκολπωθεί ο Ευθυμ με την
υποστήριξη του Κεμάλ προσωπικά και του
κράτους. Τα σχέδια πάντως της Τουρκίας
για τον Ευθυμ και την ανάδειξη της
Τουρκορθόδοξης Εκκλησίας ως αντίπαλο
δέος του Πατριαρχείου δεν υλοποιήθηκαν
ελλείψει υποκειμένου: Οι πληθυσμοί που
ήταν ο κύριος στόχος του σχεδίου
ανταλλάχθηκαν, ενώ στην Πόλη το ποίμνιο
παρέμεινε συσπειρωμένο γύρω από τον
Πατριάρχη. Η
Ίμβρος κι η Τένεδος κατέστησαν ανοιχτές
φυλακές, κι οι ποινικοί κρατούμενοι που
μεταφέρθηκαν εκεί οργίασαν σε βάρος των
Ρωμιών με την ανοχή των Τουρκικών αρχών.
Ακόμα χειρότερα, οι Τούρκοι κατάργησαν
επίσημα το καθεστώς αυτοδιοίκησης,
δηλαδή τη Συνθήκη της Λωζάννης, με
σχετικό νόμο, πράγμα αδιανόητο για το
διεθνές δίκαιο! Στα
σχολεία της μειονότητας επιβλήθηκε η
διδασκαλία στα Τουρκικά, ενώ οι μισθοί
των Τούρκων δασκάλων διπλασιάστηκαν,
του κόστους αναλαμβανομένου από τους
ομογενείς. Όταν
οι τεχνικές σχολές που ίδρυσε ο Κεμάλ
έβγαλαν τους πρώτους απόφοιτους, τα
αντίστοιχα επαγγέλματα απαγορεύτηκαν
για τους Ρωμιούς, αναγκάζοντάς τους να
φύγουν. Οι
αθλητικοί σύλλογοι της ομογένειας, οι
οποίοι σταθερά πρωταγωνιστούσαν στα
εθνικά τουρκικά πρωταθλήματα,
αναγκάστηκαν να συγχωνευτούν με
Τουρκικούς. Κατά
τη διάρκεια του β΄ παγκοσμίου πολέμου,
οι Τούρκοι επιστράτευσαν τους εφέδρους
από 20 έως 45 ετών της ρωμεϊκης, αρμένικης
και εβραϊκής μειονότητας
επαναλαμβάνοντας τη δοκιμασμένη
πρακτική των ταγμάτων εργασίας.
Παράλληλα επέβαλαν το περιβόητο «βαρλίκι»
(varlik
vergisi),
υποχρεώνοντας τους μη μουσουλμάνους να
καταβάλουν ένα υπέρογκο έκτακτο φόρο,
εντός 4 εβδομάδων από την επιβολή του,
δίχως δικαίωμα ένστασης. Ο οικονομικός
αφανισμός που συνεπαγόταν ο φόρος και ο
αναγκαστικός εκπατρισμός ήταν το
λιγότερο: Αν δεν πλήρωναν, μεταφέρονταν
στην Ανατολία σε καταναγκαστικά έργα με
μεροκάματο δύο λίρες Τουρκίας: Η μία
παρακρατούνταν έναντι της διατροφής του
εκτοπισμένου, κι η άλλη έναντι της
οφειλής του. Με αυτούς τους ρυθμούς, οι
οφειλές θα εξοφλούνταν σε 200-300 χρόνια! Η
χρήση της γλώσσας απαγορεύτηκε με την
προπαγανδιστική εκστρατεία «Πατριώτη
μίλα Τούρκικα (Vatandas Turkce
konus)».
Όσοι μιλούσαν Ελληνικά προπηλακίζονταν.
Δεν
χρειάζεται να γίνει εδώ λεπτομερής
αναφορά στα Σεπτεμβριανά του 1955 ούτε
στους διωγμούς του 1964, που αποτελούν τις
κορυφαίες εκδηλώσεις του σχεδίου των
Τούρκων για τον αφανισμό της ομογένειας.
Ούτε μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι τα
ανωτέρω αναφερόμενα εξαντλούν τις
παραβιάσεις, αντίθετα μικρό απάνθισμά
τους αποτελούν. Αυτό
που πρέπει να καταδειχτεί εδώ, δεν είναι
μόνο η Τουρκική προκλητικότητα. Είναι
και η Ελληνική ανοχή των πράξεων αυτών,
ανοχή που αποθρασύνει την Τουρκία και
της επιβεβαιώνει ότι μπορεί να
συνεχίσει ατιμώρητη. Κι από δω πρέπει να
ξεκινήσουμε αν θέλουμε κάποια διέξοδο
στα όσα μας συμβαίνουν: Μόνο αν
αναθεωρήσουμε τον στρουθοκαμηλικό
τρόπο με τον οποίο βλέπουμε την Τουρκική
πολιτική θα μπορέσουμε να απαλλαγούμε
από αυτήν. Αποφασιστικότητα χρειάζεται
κι όχι «ρεαλιστικός» υπολογισμός
δυνάμεων. Γιατί οι χαμένοι αγώνες είναι
μόνο αυτοί που δεν έγιναν.
|