ΣΥΝΟΔΟΣ ΚΟΡΥΦΗΣ ΣΤΟ ΕΛΣΙΝΚΙ: ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ

Γ.ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΟΣ

Η Σύνοδος κορυφής στο Ελσίνκι καθορίζει όχι μόνο το πλαίσιο διαμόρφωσης των Ελληνο-τουρκικών σχέσεων, αλλά προδιέγραψε σε σημαντικό βαθμό τη μελλοντική πορεία της Ευρώπης για πολιτική ενοποίηση, καθώς δίδει το στίγμα για το διεθνή ρόλο που θα διαδραματίσει η ΕΕ στον υπό διαμόρφωση διεθνή πολιτικό στίβο. Ακόμα οριοθετεί την ιδεολογική, θεσμική και στρατηγική σχέση της Ευρώπης με τον υπερατλαντικό παράγοντα, δίνοντας το γενικό πλαίσιο εντός του οποίου διαμορφώνονται οι επιλογές των εταίρων μας στο πεδίο της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας, καθώς και την προοπτική “εν καιρώ” ανάπτυξης Κοινής Ευρωπαϊκής Αμυνας.

Στο τομέα “Κοινή Εξωτερική Πολιτική για την Ασφάλεια και την Αμυνα” διαφαίνονται οι παρακάτω κατευθυντήριες γραμμές. Πρώτον, η Ευρώπη αναγνωρίζει την πλήρη δικαιοδοσία του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών επί θεμάτων ασφαλείας και διεθνούς ειρήνης. Σημειολογικά αυτό σημαίνει ότι η Ευρώπη δεν επιθυμεί να απομονώσει τη Μόσχα, η οποία αποτελεί τη σημαντικότερη παράμετρο ασφαλείας της γηραιάς ηπείρου. Η στρατηγική περιθωριοποίηση της Ρωσίας θα μπορούσε να εξελιχθεί σε εν δυνάμει απειλή για την ασφάλεια και την ειρήνη στην Ευρώπη, γεγονός το οποίο δεν εξυπηρετεί τα Αμερικανικά συμφέροντα. Δεν πρέπει να αποσυνδέεται η απόφαση για στήριξη του ρόλου του ΟΗΕ με την πολιτική επιλογή της Ουάσινγκτον να στηρίζει οικονομικά τη Μόσχα, παρά τις όποιες βερμπαλικές αντιρήσεις της για την στρατιωτική εμπλοκή της στην Τσετσενία. Παρά την καταδίκη της Ρωσικής επέμβασης από ΗΠΑ και ΕΕ, δεν ετέθη θέμα μη καταβολής της οικονομικής ενίσχυσης από μέρους του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (IMF). Το μόνο αντίμετρο που επεβλήθη είναι το προσωρινό πάγωμα καταβολής του δεύτερου μέρους της ύψους 4.5 δις $ βοήθειας προς την παραπέουσα Ρωσική οικονομία. Σύμφωνα με Αμερικανούς αξιωματούχους η μη καταβολή των χρημάτων αποκλείεται καθώς αποτελεί “ζήτημα υψίστης ασφαλείας” για την Ουάσινγκτον. Είναι φανερό ότι το State Department εκτιμά ότι η Ρωσία αποτελεί τη μόνη εν δυνάμει στρατιωτική απειλή για τις ΗΠΑ και την Ατλαντική Συμμαχία, γι ‘αυτό η Μόσχα στηρίζεται οικονομικά, πολιτική επιλογή η οποία επιβάλεται από στρατηγικές εκτιμήσεις προκειμένου να μην καταρεύσει, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει ακραία στοιχεία στο τιμόνι του μεγαλύτερου πυρηνικού οπλοστασίου μετά από αυτό των ΗΠΑ. Υπό αυτό το πρίσμα, η απόφαση της ΕΕ στο Ελσίνκι να επαναπροσδιορίσει τον υπέρτατο (τουλάχιστον θεωρητικά) ρυθμιστικό και παρεμβατικό ρόλο του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ μπορεί να θεωρηθεί προσπάθεια εξευμενισμού της Μόσχας και αποφυγή περαιτέρω απομόνωσης της.

Δεύτερον, η ΕΕ αναθέτει στο ΝΑΤΟ το ρόλο του εγγυητή της Ευρωπαϊκής ασφάλειας, καθώς αποκλείεται de jure η δημιουργία Ευρωπαϊκού στρατού, καθώς η λήψη στρατιωτικών επιχειρήσεων από την ΕΕ θα λαμβάνει χώρα μόνο όταν “το ΝΑΤΟ δεν συμμετέχει σε αυτές ως σύνολο”. Εκ του αποτελέσματος διαφαίνεται ότι οι “Ατλαντιστές” εντός της ΕΕ απέτρεψαν τη δημιουργία Ευρωπαϊκών Ενόπλων Δυνάμεων, προϋπόθεση για την ανάπτυξη στο μέλλον ενός φεντεραλιστικού μοντέλλου Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ωστόσο, η εν λόγω απόφαση ενισχύεται από το ορθολογικό επιχείρημα της αποφυγής δημιουργίας στρατιωτικής υποδομής, τη στιγμή μάλιστα που υπάρχει διαθέσιμος ο στρατιωτικός μηχανισμός της Ατλαντικής Συμμαχίας. Πριν το Ελσίνκι, οι δύο χώρες που θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση δημιουργίας Ευρωπαϊκών Ενόπλων Δυνάμεων, είχαν διακηρύξει σε διμερείς συνομιλίες ότι επιθυμούσαν τη δημιουργία Ευρωπαϊκής στρατιωτικής υποδομής, υπογραμίζοντας με έμφαση ότι αυτή θα εδημιουργείτο συμπληρωματικά του ΝΑΤΟ, εντός του πλαισίου της Συμμαχίας, προκειμένου να αποφευχθεί ο άσκοπος διπλασιασμός(duplication) στο στρατιωτικό πεδίο.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ολλανδία, μία εκ των υπέρμαχων του “Ατλαντισμού”, είχε δηλώσει παραμονές της Συνόδου στο Ελσίνκι ότι δεν ήταν διατεθημένη να χρηματοδοτήσει τη δημιουργία στρατιωτικών δυνάμεων, οι οποίες ήδη υπάρχουν στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Σύμφωνα με τον Ολλανδό ΥΠΕΞ “η δημιουργία μίας Ευρωπαϊκής δύναμης αντιμετώπισης κρίσεων που θα είναι τελείως αυτόνομη σημαίνει ότι ξεχνάμε πως το ΝΑΤΟ ήδη διαθέτει συλλογικά μέσα”. Η χρονική στιγμή που έγινε η παραπάνω δήλωση και με δεδομένο ότι η ατζέντα των συζητήσεων στο Ελσίνκι ήταν ήδη γνωστή, αποτελεί τουλάχιστον σοβαρότατη ένδειξη ότι οι “Ατλαντιστές” δεν θα επέτρεπαν τη de jure αυτονόμηση της Ευρώπης στο πεδίο της Αμυνας και ότι η Ευρωπαϊκή Ταυτότητα Αμυνας και Ασφάλειας(ESDI) θα εδημιουργείτο μόνο εντός της Συμμαχίας.

Επιπλέον, διαφαίνεται ότι ακόμα και οι “Ευρωπαϊστές” δεν διέθεταν την απαραίτητη πολιτική βούληση, ούτε ήταν διατεθημένοι να διαθέσουν τους αναγκαίους οικονομικούς πόρους προκειμένου να στηρίξουν επιχειρησιακά τη δημιουργία Ευρωπαϊκής αμυντικής ταυτότητας εκτός πλαισίων του ΝΑΤΟ. Στην περίπτωση της Γαλλίας αυτό αποτελεί υπέρβαση των “Γκωλλικών” αρχών που διέπουν επί δεκαετίες τη Γαλλική πολιτική. Μέχρι τα μέσα της περασμένης δεκαετίας το Παρίσι θεωρούσε ότι η στρατιωτική δομή του ΝΑΤΟ ευνοούσε την Αμερικανική επικυριαρχία στην Ευρώπη και ως εκ τούτου την αντιμετώπιζε ως μη συμβατή με την ανεξαρτησία της Ευρώπης στο πολιτικό και στρατιωτικό πεδίο. Παρά τους φόβους των Αμερικανών ότι η Γαλλία επιθυμεί να απογαλακτισθεί η Ευρώπη αμυντικά από την Ουάσινγκτον, η Γαλλική στάση στο Ελσίνκι διασκέδασε τις Αμερικανικές επιφυλάξεις. Η αμφιταλάντευση της Γαλλικής πλευράς και η τελική απόδοχή των συμπεφωνημένων θα πρέπει να αντιμετωπιστεί υπό το πρίσμα της αμφισημίας της Γαλλικής πολιτικής μετά την επανασύνδεση της με την Ατλαντική Συμμαχία το Δεκέμβριο του 1995 και τη δήλωση του τότε Γάλλου ΥΠΕΞ Herve de Charette, με τις οποίες υποστήριξε τη δημιουργία Ευρωπαϊκής Αμυντικής Ταυτότητας της Συμμαχίας, η οποία να κινείται “από το εικονικό στο εφικτό”, καθώς η Γαλλική πλευρά αναγνώρισε ότι η Ευρώπη δεν διαθέτει ούτε τους πόρους ούτε την πολιτική βούληση να δημιουργήσει έναν αξιόπιστο αμυντικό οργανισμό εκτός Συμμαχίας.

Οι αποφάσεις στη Φινλανδική πρωτεύουσα μαρτυρούν μία ποιοτική έκπτωση των προτάσεων που είχαν κατατεθεί στη Σύνοδο της Κολωνίας, όπου οι 15 είχαν εκφράσει την επιθυμία τους για “αυτονομία” στο πεδίο της άμυνας. Είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν η τότε προταθείσα “αυτονομία” μπορούσε να εξασφαλιστεί σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο με τη χρήση δυνάμεων του ΝΑΤΟ, οι οποίες μπορούσαν να διατεθούν μόνο με τη σύμφωνη γνώμη των ΗΠΑ. Η δημιουργία Ευρωπαϊκού αμυντικού πυλώνα εντός ΝΑΤΟ φαίνεται πως αποτελούσε και αμερικανικό στόχο, καθώς η Ουάσινγκτον ευελπιστούσε ότι αυτό θα μπορούσε να παράσχει κίνητρα στους Ευρωπαίους να δαπανήσουν περισσότερα για την άμυνα της Ευρώπης προκειμένου να μπορέσουν να συνεχίσουν τη μείωση των αμυντικών δαπανών, αν και τους προβλημάτιζε η πιθανότητα το εν λόγω εγχείρημα να λειτουργήσει ανταγωνιστικά της Συμμαχίας.

Το στρατηγικό και ιδεολογικό πρόβλημα της κηδεμονίας της ΕΕ από τις ΗΠΑ έχει σχολιαστεί δυσμενώς ακόμα και από Βρετανούς συντηρητικούς Ευρωβουλευτές, όπως ο Λόρδος Πλάμπ, ο οποίος μετά την κρίση στο Κοσυφοπέδιο δήλωνε ότι “χωρίς μία κοινή εξωτερική πολιτική των εταίρων που να δικαιολογεί το όνομα της και κάποιες δομές Ευρωπαϊκής άμυνας είναι αδύνατο να ξεπεράσουμε την εξάρτηση”. Η κρίση στο Κοσυφοπέδιο απετέλεσε αναμφίβολα πρόκριμα για την ικανότητα και πολιτική βούληση της Ευρώπης να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στο Ευρωπαϊκό πεδίο ασφαλείας και να αυτοπροσδιορίσει το γεωπολιτικό ρόλο της σε διεθνές επίπεδο. Ωστόσο, η παθητική στάση την οποία υιοθέτησαν οι 15 κατέδειξε ότι η Αμερικανική πρωτοκαθεδρία αποτελούσε το επιθυμητό από πλευράς εταίρων και μέχρι ενός σημείου το εφικτό, όσον αφορά το κόστος ανάπτυξης αμοιγώς Ευρωπαϊκής άμυνας. Οι σφοδρότεροι επικριτές της παθητικότητας των Ευρωπαίων στη κρίση στο Κοσυφοπέδιο υπεστήριξαν ότι “η πολιτική ταυτότητα της Ευρώπης δεν αναγνωρίσεται, καθώς ισοπεδώθη από τους Αμερικανικούς βομβαρδισμούς στο Κοσυφοπέδιο.

Τρίτον, με τις αποφάσεις στο Ελσίνκι προβλέπεται “πλήρη διαβούλευση, συνεργασία και διαφάνεια μεταξύ της ΕΕ και του ΝΑΤΟ”, με απώτερο στόχο την αποφυγή “ασυμβατοτήτων” και σημείων υπερκάλυψης της επιχειρησιακής ευθύνης της Συμμαχίας. Σημειολογικά και πρακτικά αυτό σημαίνει πως η Συμμαχία παραμένει ο εγγυητής της Ευρωπαϊκής ασφάλειας, γεγονός που οφείλει να ληφθεί σοβαρά υπόψη από την Ελληνική διπλωματία, αλλά και όσους ευελπιστούσαν στην επιλογή ενός “Γκωλικού” μοντέλλου Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Με δεδομένη την αλληλένδετη και αμφίδρομη σχέση μεταξύ οικονομικών και πολιτικών παραμέτρων και την κυριαρχία της γεωοικονομίας στο διεθνή πολιτικό στίβο, είναι εμφανές ότι η αποδωθείσα προτεραιότητα στην οικονομική ομογενοποίηση της Ευρώπης απέτρεψε τυχόν θεαματικές αποφάσεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην αμυντική αυτονόμηση της Ευρώπης από τον υπερατλαντικό παράγοντα με την ανάπτυξη μιάς αμοιγώς Δυτικοευρωπαϊκής Αμυντικής Ταυτότητας. Αυτό είναι απόλυτα συμβατό με το γεγονός ότι οι Ευρωπαϊκές οικονομικές και όχι πολιτικές ελίτ αποτελούν διαχρονικά το άρμα που οδηγεί την Ευρώπη στην ολοκλήρωση και οι οποίες θεώρησαν ότι το κόστος σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο της αμυντικής αυτονόμησης είναι μεγάλο. Η υιοθέτηση του εν λόγω εγχειρήματος πιθανότατα να δημιουργούσε ενδονατοϊκά προβλήματα όσον αφορά τη συνοχή της Συμμαχίας, αλλά και να δημιουργούσε σημεία τριβής μεταξύ της Ευρώπης και των ΗΠΑ. Η αμερικανική άποψη είχε εκφραστεί από το 1997, με συνέντευξη της κ. Ολμπράϊτ στον Economist, όπου μεταξύ άλλων υποστήριξε ότι “το ΝΑΤΟ αποτελεί το συνδετικό κρίκο των Ευρωπαϊκών κρατών” και ότι “…η ασφάλεια που παρέχει το ΝΑΤΟ ήταν πάντα θεμελιώδης για την ευημερία που υπόσχεται η Ευρωπαϊκή Ενωση” .

Τέταρτον, προκειμένου να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, προβλέπεται η κατάργηση του δικαιώματος αρνησηκυρίας και η υιοθέτηση ειδικής πλειοψηφίας σε ζητήματα κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας. Η εν λόγω θεσμική μεταρύθμιση θα πρέπει ωστόσο να εξασφαλίζει τα συμφέροντα των χωρών-μελών, αποτρέποντας την επιβολή πρακτικών πολιτικής ισχύος και αποκλεισμών εντός της ΕΕ. Η υπό εξέλιξη θεσμική μεταρύθμιση αποτελεί θεμελιώδες κεφάλαιο της νέας μορφής που θα λάβει το Ευρωπαϊκό οικοδόμημα, καθώς θα αντανακλά τις ισοροπίες και ανισότητες εντός μίας διευρημένης ΕΕ. Είναι χαρακτηριστικό ότι η πρόθεση να περιοριστούν οι μικρές χώρες είχε διατυπωθεί προ τριετίας από τον τότε επίτροπο, αρμόδιο για θέματα διεύρυνσης, Χ. Βαν Ντερ Μπρουκ, ο οποίος είχε σιβιλικά δηλώσει ότι οι μικρές Ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ αυτών και η πατρίδα του η Ολλανδία, θα ‘επρεπε να απωλέσουν το δικαίωμα αρνησηκυρίας, το οποίο θα διατηρούσαν μόνο οι λεγόμενοι ισχυροί εταίροι. Η ψηφοφορία με βάση το μέγεθος της χώρας και το πληθυσμιακό κριτήριο δεν οδηγεί στις ίδιες ισοροπίες εντός της ΕΕ με αυτές που θα προκύψουν με την εφαρμογή της ειδικής πλειοψηφίας. Η πορεία της Ευρώπης προς την ολοκλήρωση αποτελεί μέχρι σήμερα έναν πολυμερή συμβιβασμό μεταξύ των εταίρων, όπως μαρτυρά και η απόφαση ενσωμάτωσης της Δυτικοευρωπαϊκής Ενωσης στην ΕΕ, απόφαση την οποία στο παρελθόν είχαν απορίψει οι λεγόμενες “ουδέτερες” χώρες της Ενωσης (Σουηδία, Αυστρία, Φινλανδία, Ιρλανδία), αλλά και η Μεγάλη Βρετανία.

Πέμπτον, η πολιτική απσχόλησης της ΕΕ φαίνεται να βρίσκεται σε αδιέξοδο, καθώς από τη μία γίνεται λόγος για μία ένωση η οποία δημιουργεί θέσεις απσχόλησης, ωστόσο, από την άλλη υποστηρίζεται ότι “οι δημογραφικές μεταβολές θα απαιτήσουν πολιτικές παράτασης του ενεργού επαγγελματικού βίου”, γεγονός που “φωτογραφίζει” την αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης. Τα σοβαρά δημογραφικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η γηραιά ήπειρος θα αναμενόταν να αντιμετωπισθούν μέσα από πολιτκές στήριξης της οικογένειας και της απασχόλησης, ωστόσο αυτό δεν προβλέπεται στις κατευθυντήριες γραμμές των συμπερασμάτων στο Ελσίνκι.

Εκτον, η σημασία των αποφάσεων στο Ελσίνκι για τη νοτιοανατολική Ευρώπη έγκειται στην απόδοση έμφασης στο Γερμανικής έμπνευσης Σύμφωνο Σταθερότητας, στην ενίσχυση της ασφάλειας και στην οικονομική ανάπτυξη της περιοχής, χωρίς ωστόσο να τίθεται ένα χρονοδιάγραμμα υλοποίησης των παραπάνω στόχων, αλλά και την προοπτική ενσωμάτωσης των Βαλκανικών κρατών στην ΕΕ. Η προ-ενταξιακή αξιολόγηση των Βαλκανικών κρατών δεν πρέπει να αποκλειστεί a priori με βάση πολιτισμικούς αφορισμούς και θρησκευτικά στερεότυπα, τα οποία αν υιοθετηθούν, τότε θα αποκλείσουν de jure τη χερσόνησο του Αίμου από μελλοντική συμμετοχή στο Ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, ως μη συμβατή (λόγω Ορθοδοξίας) με τη δυτική Καθολική και Διαμαρτυρόμενη Ευρώπη, η οποία εσχάτως πρότεινε τον Καρλομάγνο ως σημείο αναφοράς της Ευρωπαϊκής ιστορίας, πρόταση, η οποία, αν μη τι άλλο αποτελεί έκφραση πολιτισμικών στερεοτύπων, αλλά και απόπειρα να καταστούν οι πολιτισμικοί αφορισμοί του Χάντινγκτον το ιδεολογικό υπόβαθρο του Ευρωπαϊκού οικοδομήματος.

Τέλος, η ανακήρηξη της Τουρκίας σε υποψήφια προς ένταξη χώρα αποτελεί σαφή ένδειξη ότι η απόφαση ελήφθη, inter allia, υπό το βάρος Αμερικανικών πιέσεων (πέραν κάποιου καιροσκοπισμού εκ μέρους των εταίρων μας) με στόχο την αναβάθμιση της γείτονος, η οποία αποτελεί διαχρονικά στρατηγική επιλογή του Αμερικανικού Πενταγώνου. Ο ρόλος της Τουρκίας στην ΕΕ αναβαθμίζεται γεωπολιτικά, καθώς η Αγκυρα θα έχει αφ’ ενός τη δυνατότητα να συνεισφέρει στρατιωτικά στη διαχείρηση κρίσεων, αφ’ετέρου δε “θα έχει την ευκαιρία να συμμετάσχει σε κοινοτικά προγράμματα και οργανισμούς, και σε συνεδριάσεις μεταξύ υποψηφίων κρατών και της Ενωσης στα πλαίσια της διαδιακασίας προσχώρησης”.

Οι παραπάνω εξελίξεις οφείλουν να αναλύονται υπό το πρίσμα της παγκοσμιοποίη-σης, η οποία επιβάλλει νόρμες πολιτικής σύγκλισης, γεγονός που προσεγγίζεται από μία τάση έκπτωσης της σημασίας των επιπτώσεων της από κύκλους διανοουμένων και δημοσιογράφων. Η υπό διαμόρφωση νέα τάξη πραγμάτων επιβάλλει κοικωνικο-πολιτικό-οικονομικές αλλαγές που διαβρώνουν όχι μόνο την κρατική κυριαρχία και αυτοτέλεια δράσης αλλά και επαναπροσδιορίζουν μακροπολιτικούς στόχους όπως αυτός της Ευρωπαϊκής ενοποίησης στο πολιτικό πεδίο, με αποτέλεσμα το όραμα να “εκλογικεύεται” και να αποψιλώνεται από όλα εκείνα τα ιδεαλιστικά, Γουιλσονικά στοιχεία που το δημιούργησαν. Η απρόσωπη και προκρούστια μονεταριστική νόρμα υπερκαλύπτει διαχρονικούς στόχους όπως αυτός της δημιουργίας της Ευρώπης των λαών και θέτει την ενοποιητική πορεία της γηραιάς ηπείρου κατά κύριο λόγο μέσα σε οικονομικά πλαίσια.

Υπό αυτό το πρίσμα, η πορεία της ΕυρωπαΪκής ενοποίησης ανακλάται και στις πρόσφατες αποφάσεις στο Ελσίνκι, οι οποίες εξυπηρετούν την αμερικανική ηγεμονία. Οι ΗΠΑ διαθέτουν την πολιτική βούληση αλλά και ικανότητα να επαναπροσδιορίζουν το Ευρωπαϊκό όραμα μέσα από την εξυπηρέτηση στενώς ενοούμενων εθνικών συμφερό-ντων. Οπως επισημάνθηκε με αφορμή την κρίση στο Κοσυφοπέδιο “η δημιουργία μίας παγκόσμιας (αμερικανικής) αυτοκρατορίας μέσω της επέκτασης της οικονομίας της αγοράς προκαλεί βαλκανοποιήσεις-λιβανοποιήσεις μέσω της καταστροφής των ρυθμιστικών προνο-μίων των πραδοσιακών κρατών”. Το μέσο επιβολής της νέας τάξης πραγμάτων, η οικονο-μική παγκοσμιοποίηση και πολιτισμική ομογενοποίηση φαίνεται να προωθείται σε βάρος ανταγωνιστικών αξιών, όπως η εθνική συνείδηση και η έκπτωση και “εκλογίκευση” του Ευρωπαϊκού οράματος για πολιτική ενοποίηση.

 

i. Όπως αναφέρεται στην παράγραφο 26 “η Ένωση αναγνωρίζει την πρωταρχική ευθύνη του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών για τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας”. Η εν λόγω αναφορά ωστόσο προκαλεί μάλλον ερωτηματικά, καθώς κατά την πρόσφατη κρίση στο Κόσοβο, οι στρατιωτικές ενέργειες της Συμμαχίας έλαβαν χώρα εκτός του πλαισίου των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας. Η επικύρωση της λήψης στρατιωτικής δράσης από το ΣΑ έγινε εκ των υστέρων μετά την έναρξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων.

ii. Ο Αμερικανός πρόεδρος δήλωσε ότι “η Ρωσία θα πληρώσει ακριβά” την εμπλοκή της στην Τσεστσενία. Βλ. The Economist, December 11th-17th, 1999, “Russia’s brutal war”, σελ. 16

iii. Βλ. The Economist, December 11th-17th, 1999, “Russia’s merciless war”, σελ. 23

iv. Στη παράγ. 27 των Συμπερασμάτων της Προεδρίας αναφέρεται ότι “το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο υπογραμμίζει τη βούληση του να αναπτύξει αυτόνομη ικανότητα να λαμβάνει αποφάσεις, καθώς και να αρχίζει να διεξαγάγει στρατιωτικές επιχειρήσεις υπό την ηγεσία της ΕΕ, σε περίπτωση διεθνών κρίσεων, σε περίπτωση που το ΝΑΤΟ δεν συμμετέχει σε αυτές ως σύνολο. Με τη διαδικασία αυτή αποφεύγονται οι περιττές επικαλύψεις και δεν απαιτείται η δημιουργία ευρωπαϊκού στρατού”.

v. Βλ. The Economist, December 4th 1999, “Defending Europe”, σελ. 16

vi. Βλ. Ελευθεροτυπία, 9-12-1999, “Νατοϊκότερη των Αμερικανών η Ολλανδία”.

vii. Για μία ενδελεχή παρουσίαση βλ. David Yost, “France and West European Defense Identity”, Survival, vol. XXXIII, n. 4, July/August 1991

viii. Βλ. The Economist, December 4th 1999, ο.π.

ix. Βλ. The Economist, June 8th 1996, “NATO acquires a European identity”, σελ. 31

x. Κατά τη δεκαετία του 1990 οι αμυντικές δαπάνες των ΗΠΑ μειώθηκαν κατά 40 δις δολάρια, ποσοστό το οποίο δεν ικανοποιεί ωστόσο τους στόχους της Ουάσινγκτον, η οποία θα επιθυμούσε να καταμεριστεί περαιτέρω το κόστος της Ευρωπαϊκής άμυνας. Βλ. The Economist, May 24th-30th 1997, “The timid Colossus”, σελ. 55

xi. ο.π.

xii. Βλ. Καθημερινή, 20-5-1999, “Να ξεπεράσουμε την εξάρτηση μας από τις ΗΠΑ”

xiii. Βλ. δηλώσεις “Ευρωπαϊστών” όπως του επί 14ετίας επιτρόπου του περιβάλλοντος Ρίπα Ντι Μεάνα. “Η ισοπέδωση της Ευρώπης”, Καθημερινή, ο. π.

xiv. Βλ. παραγ. 28 των Συμπερασμάτων της Προεδρίας

xv. Μία Ευρώπη αυτονομημένη από τις ΗΠΑ, στην οποία η Γαλλία θα διαδραμάτιζε ηγετικό ρόλο

xvi. Βλ. The Economist, February 15th-21st 1997, “Enlarging NATO”, σελ. 21

xvii. Βλ. V. External Relations, n. 54

xviii. Βλ. The Economist, February 1st 1997, “Weighty matters for Europe’s Union”, σελ. 48

xix. Βλ. The Economist, March 29th 1997, “Ever closer union, 40 years on”, σελ. 47

xx. Βλ. “Μία ανταγωνιστική, αειφόρος οικονομία, που δημιουργεί θέσεις απασχόλησης”, παρ. 31

xxi. Αυτό με δεδομένο ότι στις ΗΠΑ υπάρχουν πέραν του ενός κέντρα χάραξης πολιτικής (State Department, Pentagon) τα οποία δεν εκφράζουν πάντα απόλυτα συμβατούς στόχους. Σημειολογικά θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι η Ελλάδα διαθέτει ισχυρότερα ερείσματα στο State Department παρά στο Πεντάγωνο.

xxii. Όπως αναφέρεται στην παρ. 28 “θα γίνουν οι κατάλληλες διευθετήσεις που θα επιτρέπουν σε ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ που δεν συμμετέχουν στην ΕΕ…να συμβάλλουν στην στρατιωτική διαχείριση κρίσεων από την ΕΕ…”

xxiii. Βλ. παρ. 12. Προετοιμασία για διεύρυνση, η διαδικασία διεύρυνσης

xxiv. Όπως εύστοχα επισημαίνεται από τον Ignacio Ramonet “η παγκοσμιοποίηση, που καταργεί τα σύνορα, ομοιογενοποιεί τους πολιτισμούς και μειώνει τις διαφορές, υποβιβάζει επίσης και την κυριαρχία των κρατών”. Βλ. Κυριακάτικη, Le Monde Diplomatique, 13-6-1999, “Νέα παγκόσμια τάξη”.

xxv. Βλ. την ανάλυση του Pierre Bourdieu, “Να αποκτήσει νόημα η ένωση, Για ένα ευρωπαϊκό κίνημα”, Κυριακάτικη, Le Monde Diplomatique, 13-6-1999

xxvi. Βλ. Alain Joxe, “Le nouneau statut des alliances dans la strategie americaine”, Cahiers d’etudes strategiques, n. 20, Paris, printemps, 1997


 

http://www.antibaro.gr