ΑΜΥΝΑ, ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΣΗΜΕΙΟΛΟΓΙΑ

& ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

Γ. ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΟΣ

Ο αμυντικός σχεδιασμός μίας κρατικής οντότητας αποτελεί διαχρονικά τη δικλείδα ασφαλείας κατά παντός απειλής (υπαρκτής ή πιθανολογούμενης, στρατιωτικής ή μη) και στοχεύει να δημιουργήσει εκείνες τις παραστάσεις, προκειμένου να αποτρέψει τυχόν επιθετική ενέργεια. Η χάραξη αμυντικής πολιτικής και η απόκτηση στρατιωτικής ισχύος δεν αποτελεί επιθετική ή συγκρουσιακή συμπεριφορά. Με τον ίδιο τρόπο δεν αποτελεί επιθετική συμπεριφορά από πλευράς ενός πολίτη η εγκατάσταση ενός συστήματος συναγερμού, το οποίο θα αποτρέψει τυχόν επιβουλέα της ιδιοκτησίας του.

Με τη χάραξη αμυντικής πολιτικής με βάση τις διακηρυγμένες αποφάσεις της πολιτικής ηγε-σίας, θέτονται οι προϋποθέσεις αντιμετώπισης της επιθετικής συμπεριφοράς ή πιθανολογούμενης επι-θετικής συμπεριφοράς ενός “παίκτη”, του οποίου οι πολιτικοί στόχοι έχουν αξιολογηθεί ως μη συμ-βατοί με το εθνικό συμφέρον. Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν υπάρχει η δυνατότητα υιοθέτησης συνερ-γατικής προσέγγισης μεταξύ των δύο αντιπάλων, αν πρώτα δεν προηγηθεί σύγκλιση των εθνικών συμφερόντων των δύο χωρών και δεν προηγηθούν ΜΟΕ1, πρώτα εκ των οποίων οφείλουν να είναι:

α. Η αποδοχή του Διεθνούς Δικαίου ως ρυθμιστή των διμερών διαφορών

β. Σύμφωνο μη χρήσης ή μη απειλής χρήσης βίας για την επίλυση διμερούς ή πολυμερούς διαφοράς

γ. Κοινή δήλωση περί αναγνώρισης του εδαφικού καθεστώτος, όπως αυτό καθορίζεται απο τις Διεθνείς Συνθήκες και τη διεθνή πρακτική (π.χ.μέγεθος αιγιαλίτιδας ζώνης) Στη περίπτωση σύγκρουσης των εθνικών συμφερόντων δύο χωρών οι πιθανές καταλήξεις είναι:

ΠΙΘΑΝΗ ΚΑΤΑΛΗΞΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗΣ

- Αποφυγή υιοθέτησης θέσεων που προκαλούν σύγκρουση / Avoidance of conflictual approach

- Συντριβή του αντιπάλου με χρήση στρατιωτικών μέσων / Conquest of the opponent

- Υποταγή [αποδοχή των όρων του αντιπάλου υπό το βάρος στρατιωτικής ισχύος] / Αποτροπή

/ Submission or Deterrence

- Συμβιβασμός / Compromise

- Δεσμευτική απόφαση που εισηγείται τρίτο μέρος(επιδιαιτησία) / Adjucation2 -mediation

- Παθητική διευθέτηση / Passive Settlement

ΠΗΓΗ: 1. K. J. Holsti, ”International Politics, A framework of analysis”, Prentice-Hall, NJ,1992

2. Αγγλο-Ελληνικό Γλωσσάρι Στρατηγικών & Στρατιωτικών Ορων των ΕΔ, Γ. Βοσκόπουλου, Αθήνα, 1998

Ωστόσο πριν από το στάδιο διαχείρησης της κρίσης προηγείται το στάδιο εκτίμησης των δεδομένων και αξιολόγησης της διαχρονικής πολιτικής και διπλωματικής συμπεριφοράς της πηγής της απειλής3, τα οποία θα αποτελέσουν πολύτιμο αρωγό στη χάραξη αμυντικής πολιτικής. Παρακάτω θα παρατεθούν ορισμένα χαρακτηριστικά δείγματα της διπλωματικής συμπεριφοράς της γείτονος Τουρκίας όπως καταγράφηκαν από τον πρέσβη ε. τ. Π. Χιδίρογλου4. Η επιλογή της εν λόγω χώρας, συμμάχου στο ΝΑΤΟ και υποψήφιας εταίρου στην ΕΕ, έγινε κατόπιν αξιολογήσεως της ως τη μείζο-να υπαρκτή (και όχι πιθανολογούμενη) στρατιωτική απειλή, την οποία αντιμετωπίζει η Ελλάδα δια-χρονικά. Σύμφωνα με τον Π. Χιδίρογλου “η οθωμανική διπλωματία επηρεάστηκε από τον ισλαμικό νόμο (seriat), ο οποίος καθορίζει ότι δεν μπορεί να επικρατήσει οριστική ειρήνη μεταξύ πιστών (Μου-σουλμάνων) και απίστων (μη Μουσουλμάνων) ως τη στιγμή που θα δεχθούν οι τελευταίοι την υπεροχή της ισλαμικής πίστεως”5. Η εν λόγω παρατήρηση αποτελεί έκφραση του ιστορικού πλαισίου ασυμβα-τότητας μεταξύ των δύο λαών, καθώς η ανάδειξη του ατομικού και συλλογικού jihad των πιστών Μουσουλμάνων σε λυδία λίθο της πολιτισμικής συμπεριφοράς τους προς τους “απιστους” έθεσε τα θεμέλια σύγκρουσιακής σχέσης με το μη τουρκικό στοιχείο. Ωστόσο, σήμερα η ασυμβατότητα στρα-τηγικών επιδιώξεων μεταξύ Αθήνας και Αγκυρας δεν προκαλείται από θρησκευτικές και πολιτισμικές διαφορές, όπως τις περιέγραψε αφοριστικά ο S. Huntington6, αλλά από τη σύγκρουση αντιλήψεων περί Δικαίου, καθώς η Ελλάδα διαχρονικά υποστηρίζει το ασαφές και κατά τι απροσδιόριστο Διεθνές Δίκαιο, το οποίο επιδέχεται διαφόρων ερμηνειών7, η δε Τουρκία θεμελιώνει την εξωτερική πολιτική και διπλωματική συμπεριφορά της στην επίδειξη πολιτικής ισχύος έναντι των γειτόνων της και σε Μακιαβελλικές τακτικές, τις οποίες έχει αναγάγει σε μορφή “δικαίου”, του δικαίου του ισχυ-ρού. Με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου στόχος της γείτονος έγινε η εκμετάλλευση ενδωβαλκανικών εδαφικών και μειονοτικών διαφορών “προκειμένου να αποκτήσει μέσω του βαλκανικού προγεφυρώ-ματος, εδαφική, πολιτική και οικονομική επαφή με την Ευρώπη”8, γεγονός που το επιτυγχάνει de jure μετά το Ελσίνκι. Ο Ευρωπαίκός προσανατολισμός της γείτονος θα αποτελούσε άμεση θετική εξέλιξη για την Ελλάδα αν συνδυαζόταν με την απόριψη της επιθετικής συμπεριφοράς της Αγκυρας, η οποία υπό προϋποθέσεις θα επέτρεπε την επαναδιατύπωση του Ελληνικού αμυντικού δόγματος.

Οι κατά καιρούς προσπάθειες εποικοδομητικής προσέγγισης των δύο πλευρών δεν καρποφό-ρησαν και απέβησαν φρούδες, είτε λόγω της προσπάθειας της γείτονος να εκμεταλλευτεί αυθαίρετες ερμηνείες των συμπεφωνημένων, προκειμένου να δημιουργήσει τετελεσμένα γεγονότα, είτε απο την ερμηνεία των Ελληνικών υποχωρήσεων ως ενδείξεως αδυναμίας9. Η Ελληνο-Τουρκική φιλία του παρελθόντος10 απετέλεσε δυστυχώς για τη χώρα μας μονόδρομη και όχι αμφίδρομη σχέση. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο μεγαλύτερος πολιτικός ηγέτης της νεώτερης Ελληνικής ιστορίας, υπήρξε ειλικρινής όταν επεχείρησε προσέγγιση της γείτονος, ωστόσο από τη πλευρά της Τουρκίας, η προσέγγιση δεν ήταν παρά ένα παραπέτασμα καπνού, προκειμένου να εξανδραποδιστούν οι μη ακραιφνώς Τουρκικοί πληθυσμοί, διαδικασία εθνοκάθαρσης, η οποία κορυφώθηκε με τα γεγονότα του 1955 και το μαζικό διωγμό του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης.

Ωστόσο, εξ αντικειμένου και λόγω της Κεμαλικής ιδεολογίας, οι προαναφερθείσες προσπάθει-ες προσέγγισης της Ελλάδας αποτελούσαν κινήσεις τακτικής και συγκυριακή πολιτική, η οποία εξυ-πηρετούσε τα σχέδια των Τούρκων εθνικιστών. Οπως καταγράφει ο Π. Χιδίρογλου, ένας από τους πιό έγκυρους μελετητές της Τουρκικής διπλωματικής συμπεριφοράς στη χώρα μας, ο Κ. Ατατούρκ, υιο-θετώντας μία αντιφατική, αντικρουόμενη και αυτοαναιρούμενη πολιτική, από τη μια προσέγγιζε την Ελλάδα, ενώ ταυτόχρονα διετύπωνε την “τουρκική θεωρία του ηλίου” (Gunes-Dil Teorisi) με την οποία εξέφραζε έμπρακτα το σκοπό της γείτονος να καταστήσει την Τουρκική γλώσσα “μητέρα όλων των άλλων γλωσσών”.11 Ο Κ. Ατατούρκ, υιοθετώντας την πολιτική του Ιανού, από τη μιά δήλωνε ότι αναγνώριζε την Ελληνική κυριαρχία επί των νησιών του Αιγαίου, ενώ ταυτόχρονα παραιτούνταν από τυχόν διεκδικήσεις στη Κύπρο12. Από την άλλη, στις 25-10-1931, απευθυνόμενος στα μέλη του Βαλκανικού Συνεδρίου δήλωνε: “…Μπορεί να λεχθεί ότι τα Βαλκανικά κράτη, συμπεριλαμβανομένης μέσα σ΄αυτά και της Τουρκίας, που σχηματίσθηκαν κατά τα τελευταία έτη, είναι ιστορικό αποτέλεσμα του κατ΄ολίγον τεμαχισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του ενταφιασμού της μέσα στην ιστορία”13. Η εν λόγω ορθή παρατήρηση, όσον αφορά τη δημιουργία των Βαλκανικών κρατών, θέτει την ιστορική βάση του Τουρκικού μεγαλοϊδεατισμού, καθώς η Αγκυρα αισθάνεται αδικημένη από τον τεμαχισμό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Φυσικά ο πολιτισμικός ιμπεριαλισμός και επεκτατισμός της γείτονος δεν αποτελεί το μοναδικό όπλο στη φαρέτρα του Τουρκικού μεγαλοϊδεατισμού. Φαινομενικά, στη μετα-Ελσίνκι εποχή διαφαί-νεται ότι οι Τουρκικοί στόχοι επαναδιατυπώνονται, ωστόσο οι κατευθυντήριες γραμμές της Τουρκι-κής εξωτερικής πολιτικής παραμένουν οι ίδιες: Συρρήκνωση του Ελληνισμού, σύγκληση του Ελ-ληνικού και Τουρκικού εθνικού συμφέροντος με υποχώρηση της Ελλάδας σε μείζονα εθνικά θέματα και παραχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων εν ονόματι της μη συγκρουσιακής προσέγγισης των δύο χωρών. Είναι πραγματικά εντυπωσιακή η διαχρονικότητα της Τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, η οποία ενισχύει τον αμυντικό σχεδιασμό της γείτονος, καθώς, παρά το δημοκρατικό έλλειμα που παρατηρείται στην Τουρκία, υπάρχει κοινό πεδίο ανάμεσα στις πολιτικές και στρατιωτικές ελίτ όσον αφορά το καθορισμό του Τουρκικού εθνικού συμφέροντος και των διαχρονικών πολιτικών στόχων της Τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Η εν λόγω σταθερότητα στις επιλογές και διαχρονικότητα στην ιεράρχιση στόχων από πλευράς Τουρκικής ηγεσίας έχει επισημανθεί επανηλλειμένα και από το Ν. Σαρρή, ο οποίος υποστήριξε ότι “είτε διαβάζεις χθεσινές Τουρκικές δηλώσεις, κείμενα ή συζητήσεις είτε σημερινές, είναι ένα και το αυτό. Νοηματοδοτείται η συμπεριφορά και κατανοείται απ’ όπου κι αν ξεκινήσεις. Και από τον παρελθόντα χρόνο στον παρόντα και το αντίστροφο”14.

Με αυτή τη διαχρονικά επιθετική πολιτική της, και με δεδομένη την αδυναμία των λοιπών Βαλκανικών κρατών να ανασχέσουν την Τουρκική επικυριαρχία, λόγω οικονομικών κυρίως προβλημάτων (shock therapy)15, η γείτονα επιχειρεί στη μετα-ψυχροπολεμική εποχή να προσεταιρι-στεί τη μοναδική χώρα, που απειλεί τον ηγεμονικό της ρόλο στη ευρύτερη περιοχή. Η διαχρονικά στρατοκρατούμενη ηγεσία της Τουρ-κίας επιχειρεί να υλοποιήσει τα Κεμαλικά οράματα, τον Κεμαλικό σωβινισμό, αναζητώντας στην Ελληνο-Τουρκική διαμάχη αυτό που στη θεωρία επίλυσης συγκρούσεων ονομάζεται “η κατάλληλη / ώριμη στιγμή” (the ripe moment)16, προκειμένου, κορυφώνοντας τις πιέσεις προς την Ελληνική πλευρά, να “αδράξει την ευκαιρία” (“seizing the initiative”) και διευθετήσει τις “διαφορές” με την Ελλάδα. Η προαναφερθείσα “ώριμη στιγμή” ενεφανείσθει με τη Σύνοδο του Ελσίνκι, όπου η Ελληνική διπλωματία, υπό το βάρος της επερχόμενης θεσμικής μεταρύθμισης της ΕΕ και της κατάργησης του δικαιώματος αρνησηκυρίας, αλλά και την επικείμενη αίτηση για συμμετοχή στην ΟΝΕ, υιοθέτησε τη πολιτική των εταίρων της όσον αφορά την ανακήρυξη της Αγκυρας σε υποψήφια προς ένταξη χώρα.

Παρά την υπαρκτή, θετική, αλλά ωστόσο άνευ στρατηγικής σημασίας, διπλωματία των πολιτών, οι Ελληνοτουρκικές ασυμβατότητες παραμένουν, όπως παραμένει και ο τουρκικός μεγαλοϊ-δεατισμός και αλαζονία που εκφράζεται ακόμα και έναντι των Δυτικοευρωπαίων εταίρων, καθώς η Αγκυρα εκτιμά ότι η Ευρώπη χρειάζεται την Τουρκία και όχι το αντίστροφο. Υπό αυτό το πρίσμα του τουρκικού “αυτοκρατορικού συνδρόμου” ο Ελληνικός αμυντικός σχεδιασμός επιβάλεται να οικοδομείται με βάση τους διαχρονικούς στόχους της Τουρκικής αναθεωρητικής εξωτερικής πολιτικής, η οποία χρησιμοποιεί τους Μουσουλμανικούς πληθυσμούς των Βαλκανίων ως μέσο άσκησης πίεσης17 των όμορων χωρών και έκφραση πολιτικής ισχύος. Στη περίπτωση του Κυπριακού και σύμφωνα με τον J. Landau, “η Αγκυρα χρησιμοποίησε το τουρκοκυπριακό στοιχείο σαν στρατηγική μειονότητα για την προώθηση των επεκτατικών της βλέψεων στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου. Το ίδιο μοντέλλο επιδιώκει να εφαρμόσει μακροπρόθεσμα και στο χώρο της Δυτικής Θράκης, όπου ήδη έχουν ενεργοποιηθεί πάμπολλες παντουρκιστικές οργaνώ-σεις. Εκμεταλλευόμενοι το φιλελεύθερο πολιτικό και κοινωνικό κλίμα που επικρατεί στην Ελλάδα, οι Τούρκοι προσπαθούν να χαλκεύσουν τον τουρκισμό στο εθνολογικά ανομοιογενές μουσουλμανικό στοιχείο της περιοχής”. Επιπλέον “η Αγκυρα αποσκοπεί στη διαμόρφωση τουρκικής εθνικής συνείδησης, όχι μόνο σε μη τουρκογενείς μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Τουρκίας, αλλά ακόμη και σε μουσουλ-μάνους της Ελλάδας και της Βουλγαρίας”. Η διαχρονικότητα και σταθερότητα των πολιτικών επιδιώ-ξεων της γείτονος είναι άξιες θαυμασμού. Ωστόσο τα πολιτικο-στρατιωτικο-διπλωματικά “όπλα” που διαθέτει η γείτονα είναι γνωστά στους χαράσοντες την ελληνική αμυντική πολιτική. Αξονας της Τουρκικής πολιτικής είναι η στρατιωτική ισχύς και η απειλή πολέμου (το casus belli ισχύει και στη μετα-Ελσίνκι εποχή), γεγονός που καθιστά τον πόλεμο ή την απειλή πολέμου “συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα”.

Με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου οι γεωπολιτικές συγκυρίες, όπως έκριναν οι Τούρκοι ιθύ-νοντες, ευνόησαν την κορύφωση έκφρασης της αναθεωρητικής πολιτικής της γείτονος, η οποία επε-χείρησε να εκμεταλλευθεί τα νέα γεωπολιτικά δεδομένα, που προέκυψαν με τη διάλυση της Γιουγκο-σλαβίας και της Σοβιετικής Ενωσης και την ανάδειξη των πρώην Σοβιετικών δημοκρατιών σε νέους ενεργειακούς κόμβους. Αυτό μαρτυρά και η εμπλοκή της Τουρκικής διπλωματίας στις διμερείς διαφορές που πρέκυψαν μεταξύ της Ελλάδας και της Αλβανίας και ΠΓΔΜ.

Στην Ελληνοτουρκική αντιπαράθεση, η υιοθέτηση από την Ουάσινγκτον πολιτικής ίσων απο-στάσεων από Ελλάδα και Τουρκία ισοδυναμεί με ενίσχυση του Τουρκικού επεκτατισμού, γεγονός το οποίο επι δεκαετίες προκαλεί την Ελληνική δυσφορία λόγω της Αμερικανικής άρνησης να λάβει ξεκάθαρη θέση στη διένεξη. Αξίζει να σημειωθεί ότι στα μέσα της δεκαετίας του ’50 Αμερικανοί αξιωματούχοι δήλωναν για το ζήτημα της Κύπρου: “προσπαθούμε να ήμαστε πραγματικοί φίλοι της Ελλάδας. Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει ότι θα πράξουμε αυτό που θεωρούσαμε λάθος, [δηλαδή] να εξα-ναγκάσουμε μία άλλη χώρα [Τουρκία] [να αλλάξει την πολιτική της]21. Πρακτικά και σημειολογικά η διαχρονική πολιτική των ίσων αποστάσεων αποτελεί στήριξη της Τουρκικής “Εθνικής Ιδέας” (Buyuk Emel) “που απέβλεπε και αποβλέπει στην πολιτική ένωση όλων των τουρκικών φυλών και πληθυσμών από τη Μεσόγειο μέχρι των ακτών της Κασπίας Θάλασσας και των συνόρων της Κίνας με ενιαίο τουρ-κικό πολιτισμό και κοινή τουρκική γραφή”22. Το αν η υλοποίηση της Τουρκικής εθνικής ιδέας, ένας στρατηγικός στόχος δεκαετιών, μπορεί να επαναδιατυπωθεί προσαρμοσμένος σε νέα συνεργασιακή βάση, υπό το βάρος της μετασεισμικής διπλωματίας των πολιτών, αποτελεί αντικείμενο όχι επιστη-μολογικά τεκμηριωμένου στρατηγικού σχεδιασμού, αλλά ζήτημα υπό διερεύνηση, το οποίο σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να δρομολογήσει διαδικασίες χαλάρωσης της Ελληνικής αμυντικής πολιτικής.

Υπό αυτό το πρίσμα, ο αμυντικός σχεδιασμός της Ελλάδας οφείλει να διαμορφώνεται υπό το βάρος του χρονικού βάθους, διάρκειας και συνέπειας στους στόχους που έχει θέσει η Τουρκική εξω-τερική πολιτική, και όχι υπό το πρίσμα μίας ευπρόσδεκτης αλλά άνευ στρατηγικής σημασίας προσέγ-γισης ατόμων. Η αξιολόγηση των δεδομένων επιβάλεται να γίνεται χωρίς στερεότυπα, ωστόσο, άξο-νας της χάραξης αμυντικής πολιτικής απαιτείται να είναι η σημειολογία των γεγονότων και οι διακη-ρύξεις της Τουρκικής ηγεσίας, καθώς “η αναζήτηση της αλήθειας μπορεί να γίνει μόνο μέσα από τα γεγονότα”23τα οποία οφείλουν να προσεγγίζονται ταυτόχρονα ως σημαίνοντα και σημαινόμενα.

Οι διαχρονικές αντιλήψεις (perceptions) που έχει η ελληνική πλευρά για την τουρκική δεν απο-τελούν λανθασμένες εικόνες της άλλης πλευράς (misperceptions), ούτε διαστρέβλωση της αλήθειας. Οφείλουμε να σχεδιάζουμε και προγραμματίζουμε το μέλλον με γνώμονα αυτό που αντιλαμβανόμα-στε με τις αισθήσεις μας, αυτό που υποδεικνύει η ιστορική πραγματικότητα αλλά και ότι προκύπτει μέσα από την επαφή με τους γείτονες. Το “νοηματικό μοντέλλο” (mental model)24 που οφείλουν να δημιουργήσουν και ακολουθήσουν οι υπεύθυνοι χάραξης αμυντικού σχεδιασμού, έστω κι αν κινδυ-νεύει να διαστρεβλώσει κάποια δεδομένα25, οφείλει να είναι διαμορφωμένο με τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζει την ασφάλεια και την εθνική κυριαρχία. Οι κατά καιρούς μη συμβατές αντιλήψεις και απόψεις που διατυπώνονται οφείλονται κατά κύριο λόγο σε προσωπικές ή [και] συντεχνιακές / κομ-ματικές επιλογές, καθώς “οι θέσεις που κατέχουμε και οι ρόλοι τους οποίους καλούμεθα να διαδραμα-τίσουμε αποτελούν τη πηγή διαμόρφωσης των αντιλήψεων μας. Αυτό που βλέπουμε, αντιλαμβανόμαστε εξαρτάται από το ποιά θέση κατέχουμε, δηλαδή αν πρόκειται για παιδί, φοιτητή, υπέυθυνο χάραξης πολιτικής, γραφειοκράτη, διπλωμάτη”26. Η εν λόγω παρατήρηση υπογραμίζει το πρόβλημα της αξιολόγησης της απειλής, λόγω υποκειμενικών κριτηρίων ανάλυσης των δεδομένων (idiosyncratic variables), αλλά και της σκοπιμότητας των εν λόγω εκτιμήσεων από άτομα τα οποία κατέχουν πολι-τικά αξιώματα ή θέσεις στη στρατιωτική ιεραρχία και επιθυμούν να διατηρήσουν τη θεσμική μακρο-βιότητα τους.

Ομολογουμένως η αντικειμενική εκτίμηση των δεδομένων, ειδικά στη περίπτωση των Ελληνοτουρκικών σχέσεων, είναι “καταδικασμένη” να επισκιάζεται από το βάρος της ιστορικής μνήμης του ελληνικού λαού και των αγώνων και δεινών του έθνους. Η νέα κοσμοπολίτικη αντίληψη στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις οδηγεί σε συρρήκνωση της ιστορικής μνήμης, με χαρακτηριστική περίπτωση τον πρόσφατο εορτασμό της 25ης Μαρτίου, ο οποίος υποβαθμίστηκε ως θέμα από τα ΜΜΕ. Το ειδικό βάρος της ιστορίας, ως πλαίσιο συν-διαμόρφωσης των Ελληνο-τουρκικών σχέσεων δεν αποτελεί θεωρητική, εξωπραγματική θεώρηση, καθώς δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η ιστορική μνήμη ενός έθνους, το οποίο διαχρονικά δεν είχε συμβατούς στόχους με τη γείτονα, καθώς οι κοσμο-θεωρίες που διέπουν το κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι των δύο χωρών ήταν αντίθετες. Για άλλη μία φορά θα πρέπει να σημειώσουμε ότι επιθυμία κυβερνώντων και λαού, τουλάχιστον στην Ελλάδα, είναι η ειρηνική συνύπαρξη με τη γείτονα. Ωστόσο, όταν πρόκειται για τον αμυντικό σχεδιασμό της χώρας, αυτός δεν μπορεί να οικοδομείται σε επιθυμίες και διατυπώσεις ευχών, αλλά σε πραγματισμό και ορθολογισμό. Μόνο όταν και αν ωριμάσουν οι συνθήκες στη γείτονα, και παραγματοποιηθεί πολι-τειακή, κοινωνική και οικονομική μεταρύθμιση τότε μπορεί υπό προϋποθέσεις να επαναπρο-σδιοριστούν οι βάσεις των Ελληνοτουρκικών σχέσεων και να υπάρξει μία win-win προσέγγιση. Μέχρι τότε ο συσχετισμός ισχύος στο στρατιωτικό και οικονομικό πεδίο (οι δύο συντελεστές που καθορίζουν την εθνική ασφάλεια) οφείλει να καθορίζει το στρατηγικό πλαίσιο των διμερών σχέσεων.

Η στρατηγική του “μαστίγιου και του καρότου” έχει από καιρό επιλεγεί από την Αγκυρα ως τρόπος προσέγγισης της Αθήνας. Η Τουρκική διπλωματική συμπεριφορά επιδιώκει να συνομιλεί με την Αθήνα, αλλά ταυτόχρονα ενισχύει τη διαπραγματευτική θέση της Αγκυρας και τη στρατηγική της27 τονίζοντας τη δυνατότητα προβολής στρατιωτικής ισχύος. Η εν λόγω στρατηγική αποτελεί το αποτέλεσμα του Οθωμανικού παρελθόντος της γείτονος. Οπως επισημαίνεται από Τούρκους αναλυτές, “το βασικό πρόβλημα της Τουρκικής εξωτερικής πολιτικής ήταν πάντα η συμφιλίωση με την ιδέα ότι [η Τουρκία] πλέον αποτελεί παίκτη δευτερεύουσας ισχύος (secondary power)”28. Σύμφωνα με τον Selim Deringil, η ανάλυση και αξιολόγηση της Τουρκικής εξωτερικής πολιτικής οφείλει να πραγματατοποιείται υπό το πρίσμα της εν λόγω μεταβολής στο στρατηγικό ρόλο της γείτονος. Οι Οθωμανικές καταβολές της Τουρκικής πολιτικοστρατιωτικής ελίτ δεν έχουν εξαλειφθεί29, γεγονός που σχεδόν επιβάλλει μία επιθετική συμπεριφορά από πλευράς Αγκυρας. Προκειμένου να μεταστραφεί και αναθεωρηθεί η εν λόγω συγκρουσιακή στάση έναντι της Ελλάδας θα πρέπει πρώτα να απο-Οθωμανισθεί το πλαίσιο διαμόρφωσης της εξωτερικής πολιτικής της γείτονος και να επέλθουν ουσιαστικές πολιτειακές αλλαγές τις οποίες ωστόσο δεν μπορεί να επιβάλλει η Αθήνα.

Από Ελληνικής πλευράς, οι πολιτικές επιλογές του Ελληνα ΥΠΕΞ διαμορφώνονται εκτός του πλαισίου που είχε θέσει ο Α. Παπανδρέου, ο οποίος θεωρούσε ότι ακόμα και η προσέγγιση στο Νταβός δεν μπορούσε να αποβεί αμοιβαία επωφελής αν πρώτα δεν επιλυόταν το Κυπριακό. Στη μετα-Ελσίνκι εποχή ουσιαστικά καταδικάζεται η πολιτική Α. Παπανδρέου, καθώς επιχειρείται αποδέσμευση της διαδικασίας προσέγγισης από την επίλυση του Κυπριακού, το οποίο οδεύει προς μία λύση συνομοσπονδίας, η οποία “δικαιώνει” από πλευράς Τουρκίας τη χρήση στρατιωτικής βίας. Η αναθεώρηση των γενικών κατευθυντήριων γραμμών της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και η επανεκτίμηση των εθνικών συμφερόντων όπως αναγγέλθηκαν στο άρθρο του κ. Γ. Παπανδρέου στην έκδοση του Western Policy Centre δημιουργεί υποχρεώσεις χωρίς παράλληλα να ακολουθείται και ανάλογη κίνηση από Τουρκικής πλευράς. Η χάραξη της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής έχει καταστεί τα τελευταία έτη πέραν του δέοντος ατομική, εγωκεντρική με προσωπικές επιλογές, οι οποίες θα όφειλαν να διαμορφώνονται εντός ενός συλλογικού θεσμικού πλαισίου το οποίο να συμπεριλαμβάνει και τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Αντ’ αυτού η εξωτερική πολιτική της χώρας έχει προσωποποιηθεί με αποτέλεσμα να χαρακτηρίζεται από μία μονολιθική προσέγγιση και ουσιαστική έλλειψη αντίλογου. Οι οποίες αντιρρήσεις εκφράζονται, αποδίδονται σε “εθνικιστικές” ή “νεο-εθνικιστικές”30 φωνές και αντιμετωπίζονται με μη δημοκρατικές πρακτικές, οι οποίες εκθέτουν το δημοκρατικό πλαίσιο διαμόρφωσης επιστημολογικού αντίλογου στη χώρα μας και φανερώνουν τη διεθνολογική υπανάπτυξη της. Το επίπεδο της ασκούμενης διπλωματίας αλλά και ήθους και ύφους που χαρακτηρίζει τη νόρμα λειτουργίας του ΥΠΕΞ διεφάνει μεταξύ άλλων από την κατηγοριοποίηση των Ελλήνων διπλωματών σε “εθνικιστές” και “νομιμόφρωνες”31, αλλά και από την απόπειρα να καταστεί το ΥΠΕΞ πεδίο ενός προσώπου.

Στο αμοιγώς στρατηγικό πεδίο υποστηρίζεται από Αμερικανούς αναλυτές ότι “η Ελλάδα κάνει συνεχείς παραχωρήσεις και η Τουρκία τις τσεπώνει χωρίς να ανταποκρίνεται στις Ελληνικές χειρονομίες”32. Η εν λόγω παρατήρηση αποτελεί την αιχμή του δόρατος όσων πιστεύουν ότι η Αθήνα έχει ήδη υποχωρήσει σε πολλά, συνεπώς δεν απομένει παρά μία ουσιαστική κίνηση από πλευράς Αγκυρας για να δικαιώσει την επιχειρούμενη προσέγγιση. Το οξύμορο σχήμα με την Ελληνική πολιτική είναι ότι προχωρεί στην υιοθέτηση μίας πολιτικής χαμηλών τόνων, την ίδια στιγμή που η Αγκυρα εξακολουθεί να κατηγορεί την Αθήνα για υπερεξοπλισμούς και διάθεση επεκτατισμού. Ολα αυτά συντελούνται τη στιγμή κατά την οποία Αμερικανικές μελέτες αναγνωρίζουν τη Τουρκική υπεροπλία στο Αιγαίο, ειδικά σε επίπεδο αεροπορίας. Ο μόνος κλάδος ο οποίος διαθέτει ισχύ εξισοροποιητική αυτής της Αγκυρας είναι το Πολεμικό Ναυτικό.

Η Ελληνική στρατηγική κατά τις τελευταίες δεκαετίες έχει εκθέσει το συνολικό αμυντικό σχεδιασμό της Ελλάδας, η οποία σε κρίσιμα σημεία απέτυχε να μεγιστοποιήσει το κόστος χρήσης βίας από πλευράς Αγκυρας και να αποτρέψει τη δημιουργία τετελεσμένων. Μετά την αποτυχία να προστατευτεί η Κύπρος το 1974, ακολουθεί η άτυπη εγκατάλειψη του Ενιαίου Αμυντικού Δόγματος, του οποίου η στρατηγική αξία περιορίστηκε στο πεδίο των διακηρύξεων, λόγω της απροθυμίας της πολιτικής ηγεσίας να το στηρίξει. Η καλή θέληση που επιδεικνύει ο κ. Παπανδρέου δεν μπορεί να αποβεί αμοιβαία επωφελής για τις δύο χώρες αν δεν συνοδευτεί από απτά δείγματα μεταστροφής της Τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, η οποία ελάχιστα επηρεάζεται από την Τουρκική κοινή γνώμη και τα όποια αισθήματα φιλίας που επιδεικνύει μέρος του Τουρκικού λαού. Οπως επισημαίνει ο Selim Deringil, σχολιάζοντας την αποτυχημένη προσέγγιση στο Νταβός, “η αποτυχία στις συνομιλίες [στο Νταβός] δίδαξε Τούρκους και Ελληνες ότι η ειλικρινής προσήλωση στην ειρήνη δεν είναι αρκετή για την επίλυση των Ελληνοτουρκικών διαφορών…καθώς τα δύο μέρη διαφωνούν όχι μόνο επί της ουσίας των διαφορών τους, αλλά επίσης επί του μέσου επίλυσης των”33. Μέχρι σήμερα η Αγκυρα δεν αναγνωρίζει τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, κάτι που θα μπορούσε να θέσει το κανονιστικό πλαίσιο επίλυσης των διμερών διαφορών. Διαφωνία υπάρχει και επί της ουσίας των διαφορών, καθώς η Αγκυρα θεωρεί ότι υπάρχουν διαφορές εκτός του καθορισμού της υφαλοκρυπίδας. Από πλευράς Ελλάδας θα ήταν χρησιμότερο να επιτευχθεί πρώτα μία συμφωνία επί των “διαφορών” που χωρίζουν τις δύο χώρες και δεύτερον να συμφωνηθεί το πλαίσιο επίλυσης των. Από πλευράς Αγκυρας, το πρόβλημα ουσιαστικής επαναδιαμόρφωσης των επιλογών στο πεδίο εξωτερικής πολιτικής, έγκειται στην ύπαρξη δύο ξέντρων εξουσίας με ασύμμετρη βαρύτητα, ένα πολιτικό και ένα στρατιωτικό. Μέχρι σήμερα δεν έχει βρεθεί τρόπος ελέγχου της στρατιωτικής ελίτ, με αποτέλεσμα οι όποιες προσπάθειες προσέγγισης με την Ελλάδα να υπερκαλύπτονται από μιλιταριστικές επιδείξεις στρατιωτικής ισχύος και τη συνέχιση προκλήσεων ακόμα και μετά την Ελληνική υποχώρηση στο Ελσίνκι. Σημειολογικά, όπως επισημαίνεται, για τους Τούρκους διανοουμένους και πολιτικούς η επίδειξη στρατιωτικής ισχύος αποτελεί ένδειξη αυτάρκειας έναντι δυτικών παραινέσεων για δημοκρατικές μεταρυθμίσεις, αλλά και μία τάση προς τη “στρατιωτική υπερτροφία και δημοκρατική υπανάπτυξη”34. Ακόμα και σε μία περίοδο φαινομενικής ύφεσης των Ελληνοτουρκικών η Αγκυρα δεν προχωρεί σε καμία κίνηση καλής θέλησης, όπως θα ήταν για παράδειγμα η μη παραβίαση του FIR Λευκωσίας κατά τη Νατοϊκή άσκηση “Ντογκού Ακ Ντενίζ”, η οποία σύμφωνα με τον Κύπριο κυβερνητικό εκπρόσωπο “παραβιάζει τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κύπρου”35.

Ανεξάρτητα από τις όποιες εξελίξεις ή και καθυστερήσεις στο πλαίσιο σύγκλισης στόχων με την Αγκυρα, το πλαίσιο διαμόρφωσης του αμυντικού σχεδιασμού της Αθήνας απαιτεί να θεμελιώνεται επί των ιστορικών και στρατηγικών δεδομένων και όχι αναμενομένων ή προσδοκόμενων αλλαγών και να λαμβάνει υπόψη του τις νέες ρυθμίσεις που επιβάλλει η Ατλαντική Συμμαχία με τη νέα δομή του ΝΑΤΟ, η οποία εγκυμονεί κινδύνους για την άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο36. Η εθνική στρατηγική απαιτεί σχεδιασμό σε βάθος χρόνου και ετοιμότητα στο στρατιωτικό πεδίο, καθώς η αναθεωρητική πολιτική της Αγκυρας έχει το πλεονέκτημα να μπορεί να επιλέξει τη στιγμή που θα δημιουργήσει μία κρίση χαμηλής έντασης, ειδικά αν αποτύχει η προσπάθεια ομαλοποίησης των Ελληνο-τουρκικών σχέσεων. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η δημιουργία κρίσης αποτελεί στρατηγικό πλεονέκτημα της πλευράς που θα αποφασίσει να δημιουργήσει ένα θερμό επεισόδιο, καθώς η ικανότητα επιλογής του χρόνου και των συνθηκών έχουν πολιτικό και ψυχολογικό αντίκτυπο στην πλευρά που αμύνεται. Το γεγονός αυτό καθιστά την ελάχιστη στρατιωτική ετοιμότητα (minimum military preparedness) των ΕΔ απαραίτητη και εκ των ων ουκ άνευ. Το επίπεδο ετοιμότητας (level of preparedness) θα κρίνει σε σημαντικό βαθμό την ικανότητα έγκαιρης απάντησης, αλλά πρώτιστα θα λειτουργήσει στο σημειολογικό πεδίο ως αποτρεπτικός παράγων άσκησης πίεσης με τη μορφή απειλής χρήσης βίας.
 
 

http://www.antibaro.gr