Τουρκία: Διελκυστίνδα στο εσωτερικό, εμμονή στην ‘‘πολιτική πακέτου’’ απέναντι στην Ελλάδα
Μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001, έχει επέλθει εντυπωσιακή πόλωση σε διεθνές επίπεδο: από τη μια οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους, από την άλλη το κίνημα του ισλαμικού φονταμενταλισμού, που κερδίζει έδαφος σε πολύ διαφορετικές μεταξύ τους χώρες. Εν όψει της κατάστασης στο Ιράκ, στην Παλαιστίνη και σε όλη τη Μέση Ανατολή, οι ΗΠΑ-Ηνωμένο Βασίλειο χρειάζονται τις στρατηγικές βάσεις τους σε Τουρκία, Ελλάδα και Κύπρο. Στην Τουρκία, ενόψει των ‘‘εξετάσεων’’ που θα περάσει στο τέλος του 2004 στην Ε.Ε., διαδραματίζεται μιά αδυσώπητη διελκυστίνδα μεταξύ της κυβέρνησης των μεταρρυθμιστών ‘‘ευρω-ισλαμιστών’’ του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης και των στρατηγών. Η πρώτη προωθεί - μεταξύ άλλων αλλαγών - και τη μείωση της καθοριστικής ισχύος των Ενόπλων Δυνάμεων. Οι δεύτεροι επιδιώκουν να διατηρήσουν υπο τον πραγματικό έλεγχό τους την διακυβέρνηση της χώρας. Η κυβέρνηση Ερντογάν κατόρθωσε, κάνοντας τακτικούς ελιγμούς και υποχωρήσεις απέναντι στο κεμαλικό-στρατοκρατικό κατεστημένο, να προωθήσει τα νομοσχέδια για τις μεταρρυθμίσεις που ζητούσε η Ε.Ε., παρά τα προσκόμματα που προέβαλαν οι στρατηγοί. Ο ρόλος των τελευταίων, αν εφαρμοστεί το ‘‘7ο μεταρρυθμιστικό πακέτο’’, διαφοροποιείται αισθητά, καθώς, μεταξύ άλλων και κυρίως, υποβαθμίζεται η μέχρι τώρα σαφώς κυρίαρχη θέση τους στο ‘‘Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας’’. Η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, όμως, συνιστά ένα διαφορετικό κεφάλαιο, και ίσως το δυσκολώτερο στοίχημα. Προκειμένου να ξεπεράσει τις αντιδράσεις του ‘‘βαθέος κράτους’’, η κυβέρνηση των ‘‘μεταρρυθμιστών-ισλαμιστών’’ όφειλε να επιδείξει ένα επαρκές μείγμα πολιτικής αποφασιστικότητας και ευελιξίας. Και ήταν δύσκολο να προβλεφθεί αν και πότε η αντιπαράθεση θα έφθανε στην κορύφωσή της, καθώς και ποια μορφή και έκταση θα έπαιρνε η τελευταία.
Αυτό που ανησυχεί περισσότερο την Τουρκία, ως προέκταση της γενικότερης καχυποψίας με την οποία βλέπουν τις κινήσεις των ΗΠΑ, είναι το φάντασμα του Κουρδικού, που έχει αρχίσει να πλανάται και πάλι στα νοτιοανατολικά σύνορά της. Ενδεικτικό αυτού του κλίματος ήταν πρόσφατο άρθρο της ‘‘Μillyet’’, στο οποίο τονιζόταν ότι «οι στρατιωτικοί πιστεύουν πως η στάση των ΗΠΑ απένανι στο ΚΑDΕK-PKK είναι το κλειδί για το αν η τουρκική κοινή γνώμη θα μπορέσει να χωνέψει την αποστολή τουρκικών στρατευμάτων στο Ιράκ». Η στάση των στρατηγών όπως την μετέφερε η ‘‘Μillyet’’, συνοψίζεται στην φράση: «Αν δεν μας παραδώσετε τους εναπομείναντες αντάρτες του ΚΑDΕK-PKK που βρίσκονται στο Ιράκ, μαζί με τα όπλα τους δεν είναι δυνατόν να στείλουμε δυνάμεις εκεί». Θα στείλει η Αγκυρα στρατεύματα στο Ιράκ; Ποιο είναι το πολιτικό και οικονομικό μέλλον της κυβέρνησης Ερντογάν; Τί προσδοκούν τα κόμματα της αντιπολίτευσης; Η απάντηση στις ερωτήσεις αυτές είχε σχέση με την απόφαση του τουρκικού Αρείου Πάγου γιά ένα ζήτημα, που υποδήλωνε, ακόμα μια φορά, την σπουδαιότητα του Κουρδικού προβλήματος για τις εξελίξεις στην Τουρκία. Επρόκειτο για την συζήτηση στο ‘‘Γιαργκιτάι’’, την 11η Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με την καταδικαστική απόφαση του Κακουργιοδικείου Αγκυρας εναντίον του φιλοκουρδικού ‘‘Κόμματος Δημοκρατίας του Λαού’’ (DEHAP), επειδή «παρουσίασε στο Ανώτατο Εκλογικό Συμβούλιο (ΑΕΣ) πλαστά έγγραφα για τη νόμιμη ολοκλήρωση της οργάνωσής του στην τουρκική επικράτεια». (Σύμφωνα με τον εκλογικό νόμο, ένα κόμμα πρέπει για να συμμετέχει στις εκλογές να έχει οργανωθεί στους μισούς τουλάχιστον από τους 82 νομούς). Τυχόν επικύρωση της απόφασης του Κακουργιοδικείου, θα μπορούσε να οδηγήσει είτε σε ανακατανομή των εδρών στην Εθνοσυνέλευση, είτε ακόμα και σε νέες πρόωρες εκλογές.
Μετά την υποβολή του σχεδίου Ανάν, το Νοέμβριο του 2002, είχαν γεννηθεί ερωτηματικά, από την βιασύνη ορισμένων στην Αθήνα όχι να λυθεί αλλά να κλείσει το Κυπριακό. Η απόφαση της Κοπεγχάγης για την ένταξη της Κύπρου στην διευρυμένη Ενωση, δημιούργησε νέα δεδομένα στο Κυπριακό και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Παραλλήλως, η αόριστη διαβεβαίωση των «15» στην Τουρκία ότι μετά δύο χρόνια θα εξετασθεί αν τότε θα πληροί τις προυποθέσεις για να καθορισθεί κάποια ημερομηνία έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ε.Ε., αναδείκνυε σειρά ερωτημάτων/προβλημάτων για τις ευρωτουρκικές σχέσεις, όσο και για τις ευρω-ατλαντικές σχέσεις. Το κείμενο της Κοπεγχάγης «επιβεβαίωνε τη σαφή προτίμηση για ένταξη στην Ε.Ε. μιας ενωμένης Κύπρου», ευχόταν την επίτευξη διευθέτησης στο άμεσο μέλλον, ενώ δήλωνε την προθυμία της Ε.Ε. να προσαρμόσει τους όρους διευθέτησης στη «Συνθήκη Προσχώρησης. Ηταν σαφής η διασύνδεση της εντάξεως με την πορεία του Κυπριακού, ενώ η αποφυγή κάθε αναφοράς στο καθεστώς του «βορείου τμήματος» αποχρωμάτιζε το πρόβλημα, ως πρόβλημα εισβολής/κατοχής. Ο Κώστας Σημίτης, εμμέσως, παραδέχθηκε τότε την εκτίμηση περί «ευρωδιχοτομήσεως», καθώς τόνισε πως πρέπει να διατηρηθεί η δυναμική που αναπτύχθηκε και να λυθεί το Κυπριακό προκειμένου «να εκλείψει οριστικώς ο διχασμός και η διχοτόμηση».
Οι ΗΠΑ διαμηνύουν την πρόθεσή τους να «κρατήσουν ζωντανή την ειρηνευτική διαδικασία, παίρνοντας νέες πρωτοβουλίες». Στα κατεχόμενα επίκεινται εκλογές (με συμμετοχή χιλιάδων εποίκων) και η Ουάσιγκτον πιέζει τη Λευκωσία να αποδεχθεί την αποστολή παρατηρητών από διεθνείς οργανισμούς σ’αυτές. Ο Πρόεδρος Τάσσος Παπαδόπουλος χαρακτήρισε την ψηφοφορία στα κατεχόμενα ‘‘παράνομη, αποσχιστική ενέργεια, η οποία δεν πρέπει να γίνει’’. Είπε χαρακτηριστικά, σε συνέντευξη Τύπου, στο περιθώριο της ετήσιας Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ: «Λένε ότι δεν υπάρξουν παρατηρητές θα γίνει νοθεία. Ξαναρωτώ: Πότε; Την ημέρα των εκλογών; Η νοθεία έχει ήδη συντελεστεί και η νοθεία έγκειται στην προσθήκη στους εκλογικούς καταλόγους χιλιάδων εποίκων. Τους καταλόγους αυτούς ήδη χρησιμοποίησαν πριν από ένα χρόνο για τις δημοτικές εκλογές…Το ερώτημα είναι τι θα κάνουν οι παρατηρητές. Θα έχουν δικαίωμα να ελέγξουν τους εκλογικούς καταλόγους και να καταγγείλουν ή να διαγράψουν από τους καταλόγους την ύπαρξη εποίκων;». Υστερα από τα προαναφερθέντα, πού βασίζονται, οι αισιόδοξες προβλέψεις διαφόρων που επικεντρώνουν το θέμα στο πρόσωπο του Ντενκτάς, όπως π.χ. σχετική παλαιότερη δήλωση του ΥΠΕΞ Γιώργου Παπανδρέου; Aρκούν ενδείξεις όπως η επίδειξη ‘‘συγκαταβατικότητας’’ από τον Τόμας Γουέστον - σε συγκέντρωση ομογενών στην ‘‘Αστόρια’’, ως προς την ουσία των επιχειρημάτων της κυπριακής κυβέρνησης για το σχέδιο Ανάν, αλλά και για το μέλλον του Κυπριακού;
Στις αρχές Αυγούστου, η κυβέρνηση Ερντογάν υπέγραψε συμφωνία-πλαίσιο ‘‘τελωνειακής ένωσης’’ μεταξύ της Τουρκίας και του ψευδοκράτους. Επρόκειτο κατ’ουσίαν για το πρώτο βήμα προς την οικονομική προσάρτηση του κατεχόμενου Βόρειου τμήματος της Κύπρου. Η παρατήρηση ότι η ενέργεια αυτή αποτελούσε ένα βήμα απομάκρυνσης της Αγκυρας από τις Βρυξέλλες ήταν σωστή. Η μετά από δεύτερη σκέψη κατοπινή αναβολή της κύρωσης της ‘‘τελωνειακής ένωσης’’ από την Τουρκική Εθνοσυνέλευση δείχνει ότι δεν είναι εύκολο για την Τουρκία να αγνοεί εντελώς την Ε.Ε., χειριζόμενη το Κυπριακό. Αυτό όμως δεν επιτρέπει στην Ελλάδα να εφησυχάζει, καλυπτόμενη πίσω από την Ε.Ε. Το τουρκικό καθεστώς διερωτάται μήπως διέπραξε μεγάλο σφάλμα, προχωρώντας στην τελωνειακή ένωση Τουρκίας-κατεχομένων. Εως ότου η Αγκυρα βεβαιωθεί για ένα τέτοιο λάθος της και διαφοροποιήσει την στάση της, θα εξακολουθεί να εφαρμόζει την πολιτική της στην βάση της θέσης περί ύπαρξης ‘‘δύο ισότιμων κρατών στην Κύπρο’’.
Το ερώτημα παραμένει: Αν η Τουρκία συνεχίσει να εμμένει στην διχοτομική πολιτική της στην Κύπρο, τι θα σημάνει αυτό στο μέλλον για την Κυπριακή Δημοκρατία; Διότι, το πρόβλημα στο νησί δεν παύει αυτομάτως επειδή …επηρεάζεται αρνητικά η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας. Eπιπλέον, όσο ‘‘Ευρωπαία’’ και αν γίνει η Κυπριακή Δημοκρατία μετά την υπογραφή της ένταξής της στην Ε.Ε., η Ελλάδα δεν απαλλάσσεται από την ανάγκη αντιμετώπισης μιάς επιθετικής πολιτικής της Αγκυρας στη Μεγαλόνησο ή, ενδεχομένως, ενός θερμού επεισοδίου αύριο. Είναι αναγκαίο να μη λησμονεί η ελληνική πλευρά ότι, τα τελευταία χρόνια, ήταν πάντοτε η Αγκυρα εκείνη που αυξάνοντας έντεχνα την ένταση, προκαλούσε ‘‘εξελίξεις’’, που οδηγούσαν μετά σε διάφορες ενεργοποιήσεις του διεθνούς ‘‘ενδιαφέροντος’’.
Το Κυπριακό μπήκε από την Ιστορία, από τις γεωπολιτικές αλλαγές και από την εφαρμογή από την ελληνική πλευρά της στρατηγικής που θεμελιώθηκε στο Ελσίνκι και τις τακτικές των ‘‘soft weapons’’, σε τροχιά επίλυσης. Ισως στον τρίτο γύρο ο Ντενκτάς, ή μάλλον ο διάδοχός του, να παρουσιαστεί ευγενής, χωρίς τη γερασμένη κεμαλική αυθάδεια που τους εξασφάλιζε ο διπολισμός. Η Ελλάδα και ο Ελληνισμός στη νέα εποχή μπορούν να πετύχουν πολλά με υψηλή αυτοπεποίθηση, άνεση, χωρίς εκβιασμούς. Οσο, όμως, η πάγια τουρκική γραμμή θα είναι μια ‘‘πολιτική πακέτου’’, η Ελλάδα μαζί με την Κυπριακή Δημοκρατία, πρέπει να είναι έτοιμες να αντιμετωπίσουν ‘‘έκτακτες’’ καταστάσεις που ενδεχομένως θα δημιουργούσε η Τουρκία, είτε στην Κύπρο, είτε στο Αιγαίο, είτε, ενδεχομένως, ακόμα και στη Θράκη (πάντοτε η Αγκυρα υπολόγισε τα δύο ή και τα τρία θέματα ως μέρη μιάς ‘‘δέσμης’’ πολιτικής της στην περιοχή).
Θεόδωρος Μπατρακούλης
Διδάκτωρ Γεωπολιτικής Πανεπιστημίου Paris 8
Δικηγόρος