Δένω μάτια και χέρια να μη βλέπω άλλο πια. Μια ιστορία θα σας πω. Απλώς κουράστηκα, δε φταίω για όλ’ αυτά.
Μια μέρα στην Αθήνα, χαρμάνης κι άφραγκος, μπούχτισ’ απ’ τη ρουτίνα. Έξω βραδιάζει, έπιασ’ αγέρας δυνατός. Η φύση γελά. Φιλάω τη γριά μου κι απλώνω τα φτερά μου κι όπου γουστάρω πάω. Κι οργώνοντας τους δρόμους, τους είδα. Γνωρίσαν το Χριστό μέσ’ απ’ την πείνα τους. Πεθαίνοντας στον τρόμο ότι πεθαίνουν, να συλλαβίζουνε την αλφαβήτα της κραυγής.
Τους δρόμους έπαιρνα νωρίς απ’ το πρωί. Μια ‘καλημέρα’ δε μου λεν στη γειτονιά. Πες μου αν μ’ αγάπησες όσ’ ο ήλιος την αυγή. Το ξέρω, γκόμενα, εσύ με τ’ άγριο ύφος, μετράς γι’ αδυναμία την ηδονή. Όταν κάποιο βράδυ θα σε ξυπνήσει απότομ’ η κραυγή σου και τρέξεις στη μαμά σου να το πεις, θα ‘ν’ αργά.
Στο βιβλίο των ηρώων του τρόμου βρήκα τις φάτσες που ζητούσες χτες. Είναι μέρες που πατάω γερά. Κάπου τριγυρίζει μια παράξενη ματιά. Κάτι σε γεμίζει με θανάτου σιγουριά. Είναι μέρες που το νιώθω πως πεθαίνω. Ο τύπος που κοιτάς δεν είναι rock ‘n’ roll star.
Αλαζονικός και καχύποπτος πέταξε την μπέρτα του εμπρός και είπε: ‘Παύλο, η Αθήνα είναι τρελή. Τη νύχτα είν’ ολοφώτιστη, τη μέρα σκοτεινή. Έψαχνες πάθος και ηδονή, μα η Αριάδνη σου ένα λάθος χωρίς κλωστή.’
Κάποτε θα δεις πως όλα είν’ αλήθεια. Κανείς δε σου ‘μαθε ποτέ πως κάποια μέρα θα χρειαστεί και να μισήσεις. Γουστάρω να σ’ ακούω, κούκλα μου, όταν μιλάς. Μωρό μου, είσαι τα θαύματα που μου ‘χουνε προσφέρει. Ν’ αλληθωρίζουν μάτια όταν στην πίστα πηδάς. Να μ΄αγαπάς. Κορίτσι μου, κάτσε καλά. Αφού το ξέρω πως με θες, αυτή τη νύχτα ταιριαχτά όλα θα πάνε. I had some love to spend for, you took it all away. Γυναίκα, γίνε η ανασταλτική αιτία, γιατί τελειώσανε τ’ αστεία. Έν’ αόρατο μαχαίρι μπαίνει όλο πιο βαθιά.
Τη δύναμή σου πουλάς σ’ ένα γιαπί, φορτώνοντας τσιμέντο και λάσπη το κορμί. Ο πόθος σου με γκόμενας μορφή. Τη ζωή σου σ’ την πασάρανε - αυτή είναι κι αν σ’ αρέσει. Μου ‘πες: ‘Κανέναν δεν πειράζω. Μα πάντα κάτι θα μου τύχει. Συνέχεια μπερδευόμουνα μ’ αυτούς που εμπιστευόμουνα.’
Ποιοι είσαστ’ εσείς που τα λόγια μας τα κάνετε μπροσούρες; Συνθηματολογίες επικές σε πέντε νοτούλες γλυκιές. Δώδεκα μέτρα από την πόρτα σας κι εσάς πέρα βρέχει. Κι ας πάει να φάει τα μούτρα της κι ετούτη η γενιά. Βία στη βία. Welcome to the show. Υποκριθείτε. Εδώ μετράνε μόνο τα σφάλματα ημών (με ήτα).
Ας ήτανε τη μοίρα μου για λίγο να γελούσα και του Χριστού τους πειρασμούς εγώ να τους περνούσα. Ανέβηκα ψηλά στον Αϊ-Ονούφρη. ‘ʼγιε μου Ονούφρη, άγιε, πες μου, τι να της κάνω;’ Μου ‘πες: ‘Από γυναικείο στόμα πήγες να τη βρεις. Τι να σου πω; Αφού σου τα ‘παν κι άλλοι. Κάποτε θα ‘ρθουν να σου πουν πως σε πιστεύουν, σ’ αγαπούν και πως σε θένε. Υπερασπίσου το παιδί. Γιατί αν γλιτώσει το παιδί, υπάρχει ελπίδα.’
Κανένα φυλαχτό. Δεν είχε ρόλο στη ζωή μου η τύχη. Είδ’ αδύναμους να ξεσπιτώνουν και τη γη να ισοπεδώνουν. Βλέπω χιλιάδες πια Χριστούς που την αγάπη τους μ’ ένα μαστίγιο αλλάζουν. Ο ʼλι ματώνει για μας. Το κρασί μου το ξερνάω κάθε νύχτα που δε βρίσκω το ‘γιατί’. Αν εσύ τώρα πλατσουρίζεις στα ρηχά, εμείς γνωρίσαμε και κύματα μεγάλα.
Απόψε τόσο μόνος να ‘μαι κι εσύ να λείπεις μακριά. Είναι η ώρα που ξυπνάνε τα φαντάσματα κι εγώ γυρνάω μόνος. Χωρίς μιλιά, χωρίς δουλειά. Ετούτη η πόλη με τρελαίνει. Στους υπονόμους των ψυχών της ο Προμηθέας αρουραίων δεσμώτης, που αντί φωτιά μοιράζει ανία. Πες μου, έχω ξεχάσει πώς σε λένε και πού μένεις, θηλυκό. Στους διαδρόμους του θεάτρου σου να μαζεύω τα κομμάτια σου να σ’ τα δώσω όταν θα ‘ρθείς. Αδρομολόγητος καυτού απωθημένου λίβας. Κι αν θες να μάθεις πιο πολλά, κλείσε το μάτι πονηρά.
Αυτοί μιλάν την ώρα που ο ήλιος έγειρε το χάος ν’ ακουμπήσει. Το έργο μοιάζει να ‘ναι ατέλειωτο και μόνο εγώ είμαι θεατής. Δικιά μου η ακριβή ηδονή, δικοί μου οι ψυχοχειρουργοί. Ξημέρωμα ζητάω καιρό να σου ‘ρθω με κιθάρες. Με τον αλήτη που ‘μπλεξες - μοιάζει πλοίο στοιχειωμένο στου πελάγου τ’ ανοιχτά - τι γύρευες, αφρόψαρο στα φουσκονέρια;
Και τώρα, φίλοι μου, είν’ αργά. Μια ‘καληνύχτα’ στη μαμά. Καιρός να πούμε ‘αντίο’. ʼντε, και καλή τύχη, μάγκες...
Κυριάκος Χατζηπολυκάρπου